Συνεντεύξεις

Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος: «Δεν διαβάσαμε ότι η κοινωνία προτιμά την ήσυχη καθημερινότητα»

Όπως φάνηκε από τις αναλύσεις της ψήφου της 21ης Μάη αλλά και από το πώς διαμορφώθηκε η προεκλογική ατζέντα για την κάλπη της 25ης Ιούνη, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε και αποτελεί διακύβευμα. Είναι ερώτημα πώς το αντιλαμβάνονται οι πολίτες και πώς η ΝΔ έβαλε ξανά το κράτος στην εξίσωση της ευημερίας του πολίτη, χτίζοντας έτσι γερά θεμέλια για τη διακυβέρνησή της. Ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, πανεπιστημιακός με γνωστικό αντικείμενο το κοινωνικό κράτος και την πολιτική θεωρία εξηγεί τους λόγους που κέρδισε η ΝΔ αλλά και που ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος θεωρεί αναπόφευκτες τις ανασυνθέσεις εντός της Αριστεράς το επόμενο διάστημα και κρίνει απαραίτητη τη διεξαγωγή μιας ενδοσκοπικής, ιδεολογικής συζήτησης.
 
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε κριτήριο ψήφου στις προηγούμενες εκλογές και σε αυτές είναι πρωτεύον διακύβευμα. Σε τι κοινωνικό κράτος αναφέρονται ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ;
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Κεντροαριστερά προσεγγίζουν το κοινωνικό κράτος στη βάση των κοινωνικών δικαιωμάτων, δηλαδή στους τρεις πυλώνες του συμβολαίου της Μεταπολίτευσης: δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, υγεία και συνταξιοδοτικό σύστημα. Η ΝΔ βλέποντας ότι το εκλογικό σώμα θέλει κοινωνικό κράτος, το προσεγγίζει με μια τακτική συσκότισης. Ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι θα ενισχύσει τα δημόσια σχολεία ή τα δημόσια νοσοκομεία. Αυτό δεν συνεπάγεται δωρεάν υγεία και παιδεία για όλους. Διότι μπορεί πράγματι ένας οργανισμός να είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά να λειτουργεί με πλήρως ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αντίστοιχα, το συνταξιοδοτικό σύστημα που μεταρρύθμισε στο δημόσιο παραμένει θεωρητικά, πλην όμως θα λειτουργεί περίπου όπως ένα ιδιωτικό ασφαλιστήριο.
 
 
Η ΝΔ έχτισε τα θεμέλια της διακυβέρνησής της πάνω στο κράτος, με τα επιδόματα και τις έκτακτες ενισχύσεις και επανεξελέγη για όσα έκανε, που οι περισσότεροι χαρακτηρίζαμε ως «ψίχουλα» και «εμπαιγμό της ελληνικής κοινωνίας». Γιατί επιβραβεύτηκε;
 
Η ΝΔ την προηγούμενη περίοδο έβαλε ξανά το κράτος στην εξίσωση της ευημερίας του πολίτη, διότι είχε άπλετο δημοσιονομικό χώρο να εκμεταλλευτεί. Στήριξε ευρείες κατηγορίες μικροϊδιοκτητών, έτσι ώστε να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της πανδημίας. Μετά το πέρας αυτής, συνέχισε τη διανεμητική πολιτική –προσοχή όχι αναδιανεμητική, όπως είναι το κοινωνικό κράτος– καταφέρνοντας να στήσει και να αναπτύξει ευρεία πελατειακά δίκτυα μέσα στην κοινωνία, τα οποία ήταν αδιόρατα, δεν τα είχαμε κατανοήσει στη μεγαλύτερή τους έκταση. Κανείς δεν περίμενε ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα λάμβανε 200.000 ψήφους περισσότερες από την προηγούμενη φορά. Και όμως τα κατάφερε, επειδή έπαιξε πολύ έξυπνα το χαρτί της διανεμητικής πολιτικής, κάτι το οποίο επιβραβεύτηκε και έχει αφήσει παρακαταθήκη για το μέλλον. Διότι όλοι αυτοί αναμένουν-μάταια- ότι και τα 30 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης κάπως έτσι θα αξιοποιηθούν.
 
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει επίσης το κοινωνικό κράτος, ως πυλώνα της κοινωνικής συνοχής. Γιατί δεν πείθει;
 
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες έλαβαν από τη ΝΔ ένα πράσινο φως μια ήπιας φοροδιαφυγής, διότι οι έλεγχοι έχουν χαλαρώσει, μετρητά όταν τα είχαν ανάγκη, και παράλληλα λόγω των πλήρως απορυθμισμένων εργασιακών σχέσεων μπορούν να έχουν έναν εργαζόμενο, ο οποίος να είναι ευέλικτος στα ωράρια. Αυτά για τους επιχειρηματίες είναι μια εξίσωση ευημερίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, στον πολιτικό του λόγο στέκεται υπέρ των μισθωτών. Αυτό το μήνυμα έφτασε σε αρκετούς, αλλά όχι σε όσους θα περίμενε κανείς και σίγουρα όχι σε τέτοιο ποσοστό, ώστε να μπορείς να αμφισβητήσεις την εξουσία της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να βγει ηγεμονικά, να πείσει τον κόσμο ότι προσφέρει μια εναλλακτική εξίσωση ευημερίας, με το κοινωνικό κράτος που πρεσβεύει.
 
 
Το υπονόησες ότι στις αναλύσεις μας δεν είχαμε διαβάσει σωστά την κοινωνία, στην οποία ζούμε. Τι παραβλέψαμε;
 
Το πρώτο είναι ότι το συναίσθημα φόβου και ανασφάλειας που έχει η κοινωνία, η οποία ζει σε ρευστούς καιρούς σε έναν ανασφαλή κόσμο και έχει χτυπηθεί από δύο μεγάλες κρίσεις. Προτίμησε και προτιμάει, με μεγάλο κόστος, να παραμείνει σε μια κανονικότητα, όπως αυτή την εννοεί. Δεν θέλει πολιτικές εντάσεις. Βλέπει ότι η κυβέρνηση μοιράζει χρήματα και ότι η κοινωνία έχει ισορροπήσει σε ένα πολύ χαμηλότερο με τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά σε κάθε περίπτωση σταθερό επίπεδο. Στην ουσία, αυτό που προτίμησε ήταν μια επιλογή, που στα μάτια της φαίνεται ότι εξασφαλίζει την ήσυχη καθημερινότητα. Και σε αυτή δεν χωράνε ευρύτερα θέματα όπως τα ζητήματα της δημοκρατίας, της μετανάστευσης, της ασφάλειας των υποδομών, αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Δεν διαβάσαμε, επομένως, με επάρκεια, πώς αυτή η ιδεολογική εικόνα και η επιθυμία για σταθερότητα έχει εμπεδωθεί στην κοινωνία και πώς αυτή η επιθυμία έχει αποκρυσταλλωθεί οργανωτικά από τη ΝΔ.
 
 
Είδαμε και μια μεγάλη μετατόπιση προς τα Δεξιά και Ακροδεξιά, που πλέον αθροίζουν το 60% περίπου του εκλογικού σώματος. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχουν κυριαρχήσει στην ατζέντα θέματα που είναι αβανταδόρικα για αυτούς τους χώρους: η μειονότητα στη Θράκη και το προσφυγικό, μετά το ναυάγιο στην Πύλο.
 
Αυτή η ατζέντα ξεκίνησε ήδη από τη Συμφωνία των Πρεσπών και κλιμακώθηκε πολύ έντονα κατά την περίοδο Μητσοτάκη, ο οποίος πρότασσε την ατζέντα της ασφάλειας (εσωτερικής και εξωτερικής), υιοθετώντας πολύ σκληρή στάση στο προσφυγικό με τις παράνομες επαναπροωθήσεις. Επιπλέον, κατά την πανδημία, το εμβολιαστικό πρόγραμμα βρήκε αντίθετους τους πυρήνες της ακροδεξιάς, που τώρα βρέθηκαν ενισχυμένοι. Σε αυτό πρέπει να προσθέτουμε το φάντασμα της Χρυσής Αυγής, που πλέον είναι διάσπαρτο σε όλο αυτό το χώρο και εκφράζεται με άλλους κομματικούς μανδύες. Γεγονός πάντως είναι ότι υπάρχει μεγάλη συντηρητική στροφή στην κοινωνία, η οποία συμβαδίζει να σημειώσουμε με τις παγκόσμιες τάσεις που υπάρχουν αυτή τη συγκυρία.
 
 
Η μιντιακή υπεροχή της Δεξιάς μπορεί να αντιμετωπιστεί; Τα κυρίαρχα ΜΜΕ πολέμησαν συστηματικά την Αριστερά τα τελευταία χρόνια.
 
Τα ΜΜΕ επιτέλεσαν το σκοπό τους σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, τώρα θα έχουν να αντιμετωπίσουν τον Μητσοτάκη ως πραίτορα. Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή αντίβαρο ισχύος μέσα στο πολιτικό σύστημα, απέναντι του. Αυτό του δίνει μια τεράστια ισχύ και καθιστά ευάλωτο το μπλοκ των καναλαρχών και των μιντιαρχών.
 
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να αναδείξει την ατζέντα του, σε κάποιο σημείο;
 
Έχει υποστεί μια πολιτική αλλά κυρίως μία ιδεολογική ήττα. Ειδικά την τελευταία θα έπρεπε να την είχε αποτρέψει από τη στιγμή που κυβέρνησε και πέντε χρόνια. Δεν μπήκε στη διαδικασία, ωστόσο, να αναπτύξει επαρκώς την ηγεμονία του μέσα στην κοινωνία, διότι αυτό προϋποθέτει ένα κόμμα με παρέμβαση σε κοινωνικούς χώρους, με ιδεολογικό στίγμα, και έτσι τον κενό χώρο τον κάλυψαν όλες αυτές οι συντηρητικές φωνές.
 
 
Την συντριπτική ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΜέΡΑ25, πώς μπορούν να ξεπεράσουν;
 
Συνήθως, το ελληνικό κομματικό σύστημα ήταν δικομματικό, με δύο κόμματα εξουσίας και διάφορα δορυφορικά κόμματα. Αυτή τη στιγμή, εφόσον τα σημερινά αποτελέσματα επιβεβαιώσουν εκείνα της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης, έχουμε ένα σύστημα υπερκυρίαρχου κόμματος, με τη ΝΔ να έχει το μαχαίρι και το πεπόνι και τα υπόλοιπα κόμματα να μην είναι σε θέση –και να μην μπορέσουν για ένα μεγάλο διάστημα– να αμφισβητήσουν την εξουσία της ΝΔ, παρά μόνο να κάνουν ισχυρή –αν συνέλθουν γρήγορα– αντιπολίτευση. Αυτό θα είναι το κομματικό τοπίο για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με μία κυβέρνηση η οποία θα είναι αδιαμφισβήτητη, περιορίζοντας περαιτέρω τους προνομιακούς κοινωνικούς χώρους της Αριστεράς. Αναπόφευκτα, αυτή η κατάσταση θα φέρει ανασυνθέσεις στα κόμματα της Αριστεράς. Χωρίς να αποκλείω να δούμε νέα μορφώματα τα οποία θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και νέες ιδέες.
 
 
Ο διάλογος και ο πλουραλισμός φαίνεται να έχουν αδυνατίσει πολύ μέσα στην Αριστερά. Μιλώντας για ανασυνθέσεις, πώς αυτά θα διασφαλιστούν ξανά;
 
Το πρόβλημα, αυτή τη στιγμή, είναι πώς θα ενωθούν ξανά οι αριστερές φωνές, με μια προοπτική εξουσίας. Αυτό θα είναι μια πολύ μεγάλη και δύσκολη άσκηση. Αφού ολοκληρωθεί αυτός ο εκλογικός κύκλος, το επόμενο καλοκαίρι, μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, με ποιους όρους θα ανοίξει ξανά ο διάλογος; Για παράδειγμα, αν επιχειρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ να συζητήσει για το δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας, πώς θα γίνει αυτό, όταν ήδη ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει συναινέσει –υπό όρους– με την αναθεώρηση του άρθρου 16; Αυτομάτως, θα κοπούν οι γέφυρες με μία γενιά πανεπιστημιακών και φοιτητών οι οποίοι γαλουχήθηκαν στην υπεράσπιση του άρθρου 16 και ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Θέλω να πω ότι τα διλήμματα που θα έχει ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πάρα πολύ ισχυρά. Μέσα σε αυτό το κλίμα, θα ήταν πάρα πολύ θετικό να επικρατήσει ο πλουραλισμός, γιατί έτσι θα μπολιάσεις το εγχείρημα με όσο πιο πολλές αριστερές ιδέες. Ο φόβος μου, ωστόσο, είναι ότι πάλι στο όνομα της αμφισβήτησης της εξουσίας της ΝΔ αυτομάτως θα περιοριστεί όλη αυτή η ευρεία γκάμα του πλουραλισμού. Και αυτό θα είναι πολιτικό λάθος. Ένα από τα στοιχεία που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η προάσπισή του πλουραλισμού. Αν καταλήξεις σε ένα μόρφωμα, το οποίο απλά σέρνεται πίσω από μια λογική διεκδίκησης της εξουσίας, χωρίς να έχεις την απαραίτητη ζύμωση και άρα χωρίς να έχεις επιτρέψει τον πλουραλισμό να ανθίσει, τότε απλά διεκδικείς την καρέκλα, για να μην είναι ο άλλος. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει μια συζήτηση ιδεολογικής ενδοσκόπησης, αυτή τη στιγμή. Και έχεις και το χρόνο να το κάνεις, την επόμενη τετραετία.
 
Ιωάννα Δρόσου