Κώστας Αθανασίου

17
10

Ταξίδια στο ημίφως του ονείρου

Στους κόσμους του Ερνάντες, συναντάμε ανθρώπους που ζουν ή που με κάποια αφορμή αρχίζουν να ολισθαίνουν σε ένα δικό τους σύμπαν, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά, συναντάμε όμως και ένα μπαλκόνι που αυτοκτονεί από ερωτική ζήλια, συναντάμε και τον αφηγητή που θα ξεκινήσει την ιστορία του λέγοντας «πάνε μερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάποτε ήμουν άλογο». Συναντάμε το κορίτσι που θα πει ότι «τα αντικείμενα αποκτούσαν ψυχή μόλις άρχιζαν να έχουν σχέση με ανθρώπους», εννοώντας το όμως με μια έννοια κυριολεκτική, συναντάμε και ανθρώπους που τους προσβάλλει «η νόσος της σιωπής», καθώς βουλιάζουν στον εαυτό τους «σαν σε βάλτο». Ένα κομμάτι εφημερίδα ή μια πράσινη πέτρα σε μια καρφίτσα δίνουν το έναυσμα για ένα ταξίδι με άγνωστο τέλος στον κόσμο των αναμνήσεων που «ζούσαν καταχωνιασμένες σε μια γωνιά της ύπαρξης» του αφηγητή, «σαν σε χαμένο χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι αύταρκες, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο», ένα χωριουδάκι με ιδρυτές τις «παιδικές αναμνήσεις» του αφηγητή, στο οποίο όμως εδώ και χρόνια «κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει εκεί». Στο σκοτεινό και παράξενο σύμπαν του Ερνάντες μπορεί μια μουσική εκπομπή να μεταδίδεται με ένεση, ενώ όταν ένας νέος που «φιλοδοξούσε να συλλάβει μια ιστορία και να τη φυλακίσει σ’ ένα τετράδιο» κάθεται να γράψει, μπαίνει σε μονοπάτια που δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν καθώς συνειδητοποιεί πως οι αναμνήσεις του δεν μπορεί παρά να είναι παραμορφωμένες.
08
10

«Γιατί δεν είπαν τίποτα;»

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «στο Βερολίνο, το 1933 και τα επόμενα χρόνια, οι ανταποκριτές του διεθνούς Τύπου είχαν δύο αποστολές: να προειδοποιήσουν τον κόσμο για τους δημίους και να δώσουν πρόσωπο στα θύματα». Εκείνο το Βερολίνο είναι μια βάναυση αλλά και παράξενη πόλη· «διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, ναζί: τα μέλη αυτού του μικρόκοσμου κουτσά στραβά συνυπάρχουν. Με τους ξένους ανταποκριτές, οι ναζί δεν χρησιμοποιούν μόνο το μαστίγιο αλλά και το καρότο». Ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ιστορία συγκεκριμένων δημοσιογράφων που δούλευαν στο Βερολίνο εκείνη την εποχή. Θυμάται, έτσι, εκείνες και εκείνους τους λίγους που τόλμησαν να έρθουν σε αντιπαράθεση με το υπουργείο Προπαγάνδας, του Γκέμπελς, και επέλεξαν να αποτυπώσουν την κατάσταση με «διορατικότητα και θάρρος», μιλώντας για την όλο και μεγαλύτερη αγριότητα των ναζί και τον αναδυόμενο κίνδυνο που αποτελούσε για ολόκληρο τον πλανήτη ο Χίτλερ. Απέναντι σε τέτοιους δημοσιογράφους, οι ναζιστικές αρχές ήταν αμείλικτες: εμπάργκο από τις επίσημες πηγές, προσπάθεια αποκλεισμού και φίμωσης, απειλές, επιθέσεις, απέλαση. Θυμάται, όμως, και εκείνους που, για πολλούς και διάφορους λόγους, συνειδητά ή ασυνείδητα, έπαιξαν το παιχνίδι των ναζί, κλείνοντας τα μάτια, υποτιμώντας γεγονότα, δείχνοντας ανεπάρκεια ή επιλεκτικότητα στην ερμηνεία, διαστρεβλώνοντας την εικόνα. Άλλοι απλώς από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους (τις πηγές τους κ.λπ.) ή μην κινδυνεύσει η ασφάλεια και η ζωή τους, χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι δημοσιογράφοι που στις ανταποκρίσεις τους απλώς έβγαζαν την αντικομμουνιστική («καλύτερα ο Χίτλερ παρά ο Στάλιν») ή τη φιλοναζιστική τους ιδεολογία. Ντανιέλ Σνεντερμάν, «Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2020
01
10

Συμβιβασμοί υπογραμμένοι με αίμα

Με σκληρή γλώσσα, συχνά με λεπτή ειρωνεία, ο Κλάους Μαν στήνει μια πολύ πλούσια τοιχογραφία μιας δύσκολης εποχής στην οποία άρχιζαν σιγά-σιγά να κυριαρχούν όλοι εκείνοι που, μεθυσμένοι από τη βίαιη εξουσία τους, πίστευαν πως «ποτέ δεν θα πάρουν εκδίκηση οι βασανισμένοι». Έχει έτσι τη δυνατότητα να μιλήσει για τον αναδυόμενο και διαρκώς πιο επιθετικό αντισημιτισμό, τη σχέση τέχνης και πολιτικής και ειδικότερα τη σχέση των Γερμανών διανοούμενων με το ναζιστικό καθεστώς, την ιστορική ευθύνη των συγγραφέων και των καλλιτεχνών, τον ρόλο των ΜΜΕ («τους δημοσιογράφους, που έγραφαν τις γνώμες και τις απόψεις τους καθ’ υπαγόρευσιν του υπουργείου Προπαγάνδας») και το μοντέλο του δημοσιογράφου-εκβιαστή που ο πλούτος του οφειλόταν «στα χρηματικά ποσά που εισέπραττε για όσα δεν δημοσίευε στη στήλη του», για τους δημοκρατικούς πολιτικούς που αγνοούν τον ναζισμό και «ορκίζονται ότι ο εχθρός βρίσκεται αριστερά» και για τους αστυνομικούς που ενώ «θέλουν να λέγονται σοσιαλιστές, δίνουν άδεια για πυρ εναντίον εργατών». Σκιαγραφεί, έτσι, εκείνη την άγρια εποχή όπου, ενώ «το απολυταρχικό καθεστώς του άγριου στρατοκρατικού καπιταλισμού συνέχιζε τη φρικτή του δράση» και ενώ «τα πτώματα μαζεύονταν σωρό», «οι ξένοι που περνούσαν μια βδομάδα στο Βερολίνο –Άγγλοι λόρδοι, Ούγγροι δημοσιογράφοι ή Ιταλοί υπουργοί– επαινούσαν την άψογη καθαριότητα και την τάξη […] έβλεπαν μόνο χαρούμενα πρόσωπα και έβγαζαν το συμπέρασμά τους: Όλοι αγαπούν τον Φύρερ». Μια εποχή όπου «η νέα γενιά της Γερμανίας μάθαινε ότι η λέξη “ειρηνιστής” είναι βρισιά· η νέα γενιά της Γερμανίας δεν είχε πια ανάγκη να διαβάζει Γκαίτε και Πλάτωνα». Κλάους Μαν «Μεφίστο» (μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, 2020)
19
09

Μια λογοτεχνία για τις «αόρατες»

Η Εβαρίστο έχει γεννηθεί στην Αγγλία, είναι κόρη λευκής Αγγλίδας και Νιγηριανού πατέρα. Δραστήρια πολιτικά, παρεμβατική και μαχητική πάντα, το 1980 ήταν στην ομάδα που ίδρυσε το Θέατρο των Μαύρων Γυναικών. Έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα, ποιήματα, κριτικές, άρθρα, θεατρικά έργα. Η ίδια αποκαλεί το Κορίτσι, γυναίκα, άλλο «ένα πολύ queer, θηλυκό, πειραματικό βιβλίο» (συνέντευξη στο New Statesman). Στην πρωτότυπη έκδοση, το βιβλίο ανοίγει με μια καταπληκτική αφιέρωση, αμετάφραστη πιθανώς σε άλλες γλώσσες, η οποία θα έπρεπε ίσως να συμπεριλαμβάνεται σε κάθε έκδοση, έστω και στα αγγλικά, έστω και με μια επεξηγηματική σημείωση, λόγω της τεράστιας δύναμης και της πολιτικής φόρτισης των λέξεων που χρησιμοποιεί η Εβαρίστο για μια αφιέρωση που, με έναν τρόπο, κλείνει μέσα της όλη τη φιλοσοφία του βιβλίου: «For the sisters & the sistas & the sistahs & the sistern & the women & and the womxn & the wimmin & the womyn & our brethren & our bredrin & our brothers & our bruvs & our men & our mandem & the LGBTQI+ members of the human family». Οι φωνές από «έξω», οι φωνές από «κάτω», που επανανοηματοδοτούν κατεδαφίζοντας την τελευταία λέξη: family.
16
09

Ξαναδιαβάζοντας την πολιτική λογοτεχνία του Μπ. Τράβεν

Ο Τράβεν είναι ένας βαθιά πολιτικός συγγραφέας. Στις σελίδες του ανατέμνει τους μηχανισμούς κυριαρχίας, την απάνθρωπη αδηφαγία των καπιταλιστών, τον ρόλο της Εκκλησίας, ενώ τα βιβλία του είναι γεμάτα από αντιπολεμικές, αντιμιλιταριστικές αναφορές. Το βασικό χαρακτηριστικό του Τράβεν είναι ότι, με μια αναρχική ματιά, μιλάει πάντα από τη σκοπιά των από κάτω, είτε αυτοί είναι προλετάριοι είτε ιθαγενείς. Γιατί ο Τράβεν, έχοντας ζήσει ανάμεσα στους ιθαγενείς της αγαπημένης του Τσιάπας, έθεσε το ζήτημα της καταπίεσης των ιθαγενών σε μια εποχή που κανείς δεν είχε αρχίσει να μιλάει γι’ αυτό, προκαλώντας μάλιστα και αντιδράσεις στο Μεξικό εκείνης της εποχής. Ακόμα και σε βιβλία που δεν θεωρούνται «ευθέως» πολιτικά, όπως ο Θησαυρός της Σιέρα Μάδρε και το Πλοίο των νεκρών (το κορυφαίο ίσως βιβλίο του Τράβεν που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1926), ο Τράβεν βρίσκει τρόπο να εισάγει διαρκώς πολιτικά σχόλια. Στο Πλοίο…, αυτό το γεμάτο απελπισία και πίκρα βιβλίο, αυτή την απεγνωσμένη και γεμάτη σαρκασμό κραυγή κατά της αδικίας, ο ναύτης που έχει χάσει το ναυτικό του φυλλάδιο και είναι καταδικασμένος να μπαρκάρει σε κάποιο πλοίο-φάντασμα λέει κάποια στιγμή: «Στην εποχή μας, εποχή της ιδανικής δημοκρατίας, αιρετικοί είναι οι τύποι σαν εμένα, δηλαδή όσοι δεν έχουν διαβατήριο. Κάθε εποχή έχει την Ιερή Εξέτασή της». «Όσο δεν έχεις τίποτα, είσαι σκλάβος του άδειου σου στομαχιού κι οποιουδήποτε μπορεί να σ’ το γεμίσει. Και μόλις αποκτήσεις κάτι, γίνεσαι σκλάβος της ιδιοκτησίας σου», γράφει στον Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε (εκδόθηκε το 1927, ελληνική έκδοση μτφ. Γιάννης Ευαγγελίδης, εκδ. γράμματα, 1986), όπου βρίσκει εν παρόδω την ευκαιρία να μιλήσει και για τα συνδικάτα του Μεξικού: «οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι στο Μεξικό ανήκουν, χωρίς εξαίρεση, σ’ ένα σωματείο πρώτης τάξης, ριζοσπαστικό όσο δεν παίρνει, που ποτέ δεν λέει όχι σε απεργία. Είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους».
30
07

Ιστορίες από σκοτάδι κι από φως

Η Αντρέ Μισό είναι από το Κεμπέκ και γράφει στα γαλλικά, έχοντας στο ενεργητικό της μυθιστορήματα και θεατρικά έργα που έχουν τιμηθεί με πολλά βραβεία. Η Μεθόριος είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα που η πλοκή του εκτυλίσσεται «εκείνο το ακτινοβόλο καλοκαίρι του ’67» στην Μποντρέ. (...) Η συγγραφέας δίνει έμφαση στους χαρακτήρες της και την ψυχολογία τους (με κυρίαρχη φιγούρα εκείνη του αστυνομικού που βασανίζεται από αμφιβολίες και ερωτήματα και αμφιταλαντεύσεις, ενός ανθρώπου που καταδιώκεται διαρκώς από φαντάσματα), αλλά και στις σχέσεις μεταξύ τους (είναι χαρακτηριστικό το πώς η υπερπροστατευτική στάση των γονιών μεταφράζεται στα μάτια των παιδιών σε αιτία φόβου: «επιθυμούσαν να μας προστατεύσουν, αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν να τροφοδοτούν το φόβο και την περιέργεια»). Η Μισό γράφει ένα δυνατό μυθιστόρημα για να μιλήσει για έναν ασφαλή, υποτίθεται, παράδεισο που τελικά απειλείται και υπονομεύεται από τα μέσα: ο κίνδυνος δεν έρχεται από αλλού ή από άλλοτε, από το παρελθόν, δεν καραδοκεί κάπου εκεί έξω, είναι ήδη εντός των τειχών, δίπλα μας, πατώντας μάλιστα συχνά στις ίδιες αρχές και στους ίδιους κανόνες που ορίζουν τον μικρόκοσμο.
23
07

Βιβλία που μπορούν να αλλάξουν ανθρώπους

Ο Πελεκάνος στο "Ο άντρας που επέστρεψε" μιλάει και για προσωπικές του εμπειρίες, καθώς έχει συμμετάσχει πολλές φορές σε ομάδες ανάγνωσης που οργανώνονται σε φυλακές. Μπορεί η Άννα να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το αν η προώθηση της ανάγνωσης στη φυλακή «επηρέαζε θετικά τις ζωές των κρατουμένων στο σύνολό τους» και απλώς «ήλπιζε ότο όλο και κάποιον θα επηρέαζε, ίσως μόνο έναν», ο ίδιος ο συγγραφέας όμως, σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Μαριλένα Αστραπέλλου (στο Βήμα), φαίνεται πιο αισιόδοξος, πιστεύει ότι υπάρχουν βιβλία που μπορούν να αλλάξουν ανθρώπους, να αλλάξουν τον κόσμο: «έχω δει πολλούς να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τη ζωή τους από τη στιγμή που έρχονται σε επαφή με βιβλία».
28
06

Κώστας Αθανασίου: Η Αριστερά ξανά στον καθαρό αέρα της πραγματικής πολιτικής

Θέλουμε λοιπόν ένα κόμμα μαζικό, ανοιχτό, που να δοκιμάζει διαρκώς το στοίχημα μιας σταθερά ανοιχτής αμφίπλευρης διεύρυνσης, οργανώνοντας συνάμα τις κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες γύρω του. Ένα κόμμα που απευθύνεται σε όλον αυτόν τον ανιδιοτελή κόσμο της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων που δεν θεωρεί ότι η Αριστερά τού χρωστάει, που δεν προσέρχεται για να γίνει βουλευτής ή καθοδηγητής, αλλά θέλει να αγωνιστεί με την αυτοθυσία και την ανιδιοτέλεια των αγωνιστών και των αγωνιστριών της Αριστεράς. Ένα κόμμα προστατευμένο από προσωπικές στρατηγικές, παραγοντισμούς, φαινόμενα έπαρσης, αλαζονείας, ένα κόμμα με κανόνες για τα μέλη του. Γιατί πιο μεγάλο κόμμα σημαίνει κόμμα πιο δημοκρατικό και πιο συλλογικό.
05
06

Κώστας Αθανασίου: Στιγμές της αιγυπτιακής λογοτεχνίας

Αλάα Αλ-Ασουάνι «Ανεκπλήρωτη δημοκρατία» (μτφ. Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Πατάκη, 2019) Ο Αλ-Ασουάνι δεν παριστάνει τον «ουδέτερο παρατηρητή». Μέλος και ο ίδιος του κινήματος Κιφάγια, συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις στην πλατεία Ταχρίρ («εκείνες οι δεκαοκτώ μέρες ήταν οι πιο όμορφες στη ζωή μου», έχει πει ο ίδιος στην Guardian). Είναι ένας άνθρωπος που έχει θέση και που με το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του παίρνει θέση. Στηλιτεύει ανηλεώς τη δικτατορία Μουμπάρακ και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για να σπέρνει τον φόβο και να καταστέλλει κάθε προσπάθεια αντίστασης, ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να δείξει από τη δική του οπτική τις περίπλοκες ισορροπίες που διαμορφώνονταν εκείνες τις μέρες. Για να αποδώσει όλο αυτό το πανόραμα στήνει ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με χαρακτήρες μάλλον ιδεοτυπικούς, που απεικονίζουν και συνθέτουν τις ψηφίδες της αιγυπτιακής κοινωνίας εκείνη την κρίσιμη εποχή. Τάχα Χουσεΐν «Η προσευχή του αηδονιού» (μτφ. Πέρσα Κουμούτση, εκδ. Gutenberg, 2019) Η θέση των γυναικών στην αιγυπτιακή κοινωνία είναι το βασικό θέμα στην Προσευχή του αηδονιού, καθώς παρακολουθούμε την τραγική ιστορία που θα ζήσουν τρεις γυναίκες, δύο αδελφές και η μητέρα τους, «μια αγράμματη γυναίκα» από «ένα από εκείνα τα χωριά που οι κάτοικοί του, αργά ή γρήγορα, τα εγκαταλείπουν αναζητώντας μια καλύτερη ζωή σε μια πιο εύφορη γη της αιγυπτιακής αγροτικής επαρχίας». Οι γυναίκες ζουν σε έναν κόσμο όπου φταίνε πάντα για τα πάντα, ακόμα και για τα παραστρατήματα των ανδρών, σε έναν κόσμο επιβολής και τιμωρίας όπου οι «πομπές» τους ξεπλένονται με αίμα, σε έναν κόσμο όπου οι επιλογές που έχουν δεν είναι ποτέ εύκολες, ακόμα κι όταν θα αναγκαστούν να φύγουν από το χωριό και να φτάσουν «στις παρυφές της πόλης».
13
05

Etel Adnan: Η βούληση για ελευθερία και τα γρανάζια ενός εμφυλίου

«Ο θάνατος ποτέ δεν είναι στον πληθυντικό. Δεν είναι εκατομμύρια οι θάνατοι. Συμβαίνει να είναι εκατομμύρια οι φορές που κάποιος πεθαίνει». Οι λέξεις αυτές ίσως συμπυκνώνουν με τον τρόπο τους τη ματιά με την οποία η Ετέλ Αντνάν κοιτάζει τον εμφύλιο που ρήμαζε επί χρόνια (1975-1990) τη χώρα της, τον Λίβανο, αφήνοντας πίσω του περίπου 120.000 νεκρούς και πολλές χιλιάδες, ίσως πάνω από ένα εκατομμύριο, εκτοπισμένους, πρόσφυγες, εξόριστους. «Κρυφή» πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η πόλη, η Βηρυτός, «μια πόλη ταπεινωμένη. Υπέστη μια ήττα. Αυτή είναι εκείνη που έχασε»: «υποφέρει, θεότρελη και επιπόλαιη όσο δεν παίρνει, και τώρα υποταγμένη, ξεκοιλιασμένη, βιασμένη, σαν τις κοπέλες εκείνες που τις βίασαν οι διάφοροι πολιτοφύλακες». Μια πόλη που «έγινε σιγά σιγά μια πελώρια ανοιχτή πληγή». Στο ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, η Αντνάν, αποτυπώνοντας την ιστορία ενός ανθρώπου που επιμένει να ακολουθήσει τις δικές του επιλογές, έστω κι αν αυτό τον φέρει σε σύγκρουση με τους επιβεβλημένους και αναμενόμενους κανόνες της κοινωνίας που τον περιβάλλει, μέχρι να συντριβεί από το βάρος ενός ανηλεούς εμφύλιου, ανατέμνει ταυτόχρονα και τις πολλαπλές και πολύπλευρες αιτίες του πολέμου στον Λίβανο παρακάμπτοντας τους εύκολους μανιχαϊσμούς χωρίς να υποδύεται την ουδέτερη, μιλάει για τον ταξικό χαρακτήρα του πολέμου, για την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των αντιμαχόμενων, αλλά και για τη θέση της γυναίκας στη λιβανέζικη κοινωνία ή για τα σημάδια της αποικιοκρατίας. Ένα σκληρό κείμενο που ιχνηλατεί τη βαναυσότητα, καθώς το στοιχειώνει πάντα το ανελέητο ερώτημα: «πώς να γιατρέψεις τη μνήμη;».