Ταξίδια στο ημίφως του ονείρου
Στους κόσμους του Ερνάντες, συναντάμε ανθρώπους που ζουν ή που με κάποια αφορμή αρχίζουν να ολισθαίνουν σε ένα δικό τους σύμπαν, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά, συναντάμε όμως και ένα μπαλκόνι που αυτοκτονεί από ερωτική ζήλια, συναντάμε και τον αφηγητή που θα ξεκινήσει την ιστορία του λέγοντας «πάνε μερικά καλοκαίρια τώρα, που άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάποτε ήμουν άλογο». Συναντάμε το κορίτσι που θα πει ότι «τα αντικείμενα αποκτούσαν ψυχή μόλις άρχιζαν να έχουν σχέση με ανθρώπους», εννοώντας το όμως με μια έννοια κυριολεκτική, συναντάμε και ανθρώπους που τους προσβάλλει «η νόσος της σιωπής», καθώς βουλιάζουν στον εαυτό τους «σαν σε βάλτο». Ένα κομμάτι εφημερίδα ή μια πράσινη πέτρα σε μια καρφίτσα δίνουν το έναυσμα για ένα ταξίδι με άγνωστο τέλος στον κόσμο των αναμνήσεων που «ζούσαν καταχωνιασμένες σε μια γωνιά της ύπαρξης» του αφηγητή, «σαν σε χαμένο χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι αύταρκες, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο», ένα χωριουδάκι με ιδρυτές τις «παιδικές αναμνήσεις» του αφηγητή, στο οποίο όμως εδώ και χρόνια «κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει εκεί». Στο σκοτεινό και παράξενο σύμπαν του Ερνάντες μπορεί μια μουσική εκπομπή να μεταδίδεται με ένεση, ενώ όταν ένας νέος που «φιλοδοξούσε να συλλάβει μια ιστορία και να τη φυλακίσει σ’ ένα τετράδιο» κάθεται να γράψει, μπαίνει σε μονοπάτια που δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν καθώς συνειδητοποιεί πως οι αναμνήσεις του δεν μπορεί παρά να είναι παραμορφωμένες.