Κώστας Αθανασίου

14
07

Γράφοντας σε καιρό πανδημίας

Τελειώσαμε άραγε με τις καραντίνες και τα λοκντάουν; Και το «τέταρτο κύμα»; (Τι ανόητη αριθμητική…) Κι εκείνοι που δεν θέλουν να κάνουν εμβόλιο; Κι εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν εμβόλιο – τα εκατομμύρια κάτοικοι στις φτωχές χώρες που ίσως εμβολιαστούν αφού όμως πρώτα «καλυφθούν» οι κάτοικοι στις πλούσιες χώρες, βυθισμένοι στην κοντόφθαλμη αυταπάτη ενός κλειστού (και ασφαλούς, υποτίθεται, γι’ αυτούς) κόσμου; Και η επόμενη μετάλλαξη; Και ο επόμενος ιός, σε έναν πλανήτη που η ανθρώπινη εισβολή στη φύση έχει μετατραπεί πια σε μόνιμο κίνδυνο για τον ίδιο τον εισβολέα; Η πρόσφατη πανδημία δεν είναι προφανώς μόνο ένα καμπανάκι, αλλά είναι κι αυτό. Γι’ αυτό, όσο κι αν υπάρχουν στιγμές που μπορεί να μην αντέχει κανείς να διαβάσει πάλι για την πανδημία, βιβλία όπως αυτό του γνωστού Πορτογάλου συγγραφέα Γκονσάλο Ταβάρες, βιβλία που εκκινούν από την πανδημία και διευρύνουν τον φακό τους σε ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με αυτήν, μπορούν να είναι πάντα κρίσιμα. Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν το 2020, στη διάρκεια της «πρώτης καραντίνας». Στην Ελλάδα τα κείμενα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο σάιτ της Εφημερίδας των συντακτών, ενώ η χρονική απόσταση, σε αυτή τη νέα, δύσκολη πάλι, συγκυρία, επιτρέπει να τα διαβάσουμε ξανά με άλλο βλέμμα. Στη διάρκεια αυτών των 90 σκληρών και δύσκολων ημερών, ο συγγραφέας καταγράφει μέσα από τη δική του οπτική την πανδημία από αυτόν τον (αρκετά άγνωστο, ακόμα τότε) ιό: ειδήσεις από όλο τον πλανήτη τις οποίες για διάφορους λόγους εντοπίζει και υπογραμμίζει, εξελίξεις, αγωνίες, σκέψεις, συναισθήματα. Δίπλα όμως στους δρόμους που ερημώνουν, στις πόλεις που κλείνουν, στους ανθρώπους που πεθαίνουν, στους αριθμούς των νεκρών που διαρκώς μεγαλώνουν, αλλά και στους αριθμούς των ανθρώπων που απολύονται με πρόσχημα την πανδημία, ο Ταβάρες ψάχνει πάντα και κάθε ακτίνα από φως που θα μπορούσε να σπάσει λίγο τη γενικευμένη μαυρίλα. Και τέτοιες φωτεινές ακτίνες υπάρχουν παντού, ή τέλος πάντων ο Ταβάρες καταφέρνει να βρίσκει παντού: άλλες σε κάποια γεγονότα, άλλες στη μουσική ή στον κινηματογράφο ή στη λογοτεχνία, άλλες σε μικρές ή μεγάλες πράξεις αλληλεγγύης. Και άλλες προσπαθεί να τις φτιάξει ο καθένας και η καθεμιά, από μόνοι τους, για να πιαστούν από κάπου («πρέπει να στρώσουμε το κρεβάτι, προσποιούμενοι πως βγήκαμε στη διάρκεια της μέρας έξω μακριά»)
10
06

Έλληνες αγωνιστές στον Ισπανικό Εμφύλιο

Ο αριθμός τους δεν είναι σαφής. Υπολογίζεται ότι στις Διεθνείς Ταξιαρχίες εντάχθηκαν από 35 έως 60 χιλιάδες αγωνιστές («θα συνυπάρξουν άνθρωποι που μιλάνε περίπου τριάντα ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ ανάμεσά τους θα ακουστούν ακόμα τούρκικα, αραβικά, κινέζικα και γιαπωνέζικα»). Πολλοί αγωνιστές πολέμησαν στις γραμμές της CNT (περίπου 2.000 αναρχικοί, γράφει ο Παντελάκης) και αρκετές εκατοντάδες εντάχθηκαν στο POUM (μεταξύ των οποίων και Έλληνες). Γενικά στον Ισπανικό Εμφύλιο πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών άνθρωποι από 53 διαφορετικές χώρες. Υπολογίζεται ότι 9 έως 15 χιλιάδες σκοτώθηκαν εκεί (κάποιοι μιλούν για πάνω από 20.000), ενώ είναι επίσης άγνωστος ο ακριβής αριθμός όσων συνελήφθησαν από τις δυνάμεις των φασιστών. Κάποιοι, το τραγικότερο, δεν καταφέρνουν καν να φτάσουν, «θα χάσουν τη ζωή τους στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ισπανία». Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Ελλήνων και Κυπρίων που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο κυμαίνονται από 290 έως 400, ενώ περίπου 100 δεν γύρισαν, χάθηκαν πολεμώντας εκεί. Ο συγγραφέας έχει οργανώσει το υλικό του κυρίως γύρω από την αφήγηση της 80χρονης Αναστάσια Τσάκος Μορατάγια, «κόρης μιας Ισπανίδας και ενός έλληνα Βrigadista» του Χόρχε Τσάκος, του Γιώργου Τσάκου, ενός από τους Έλληνες που πολέμησαν στην Ισπανία, αισθανόμενοι ίσως, όπως θυμίζει ο Παντελάκης, ότι ταυτόχρονα πολεμούσαν για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια εκτεταμένη εικόνα για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ισπανία εκείνη την εποχή, για την έλευση των ξένων αγωνιστών, την εκπαίδευσή τους, τη συμμετοχή στις μάχες, το πολιτικό πλαίσιο της δράσης τους, ακόμα και για τη μοίρα που τους περίμενε μετά τον εμφύλιο, ενώ αποτυπώνονται βεβαίως και πτυχές της πολιτικής διαμάχης που αναπτύχθηκε στην πλευρά των Δημοκρατικών, του ρόλου των Σοβιετικών, αλλά και της επίθεσης του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά άλλων δυνάμεων, όπως το POUM. Η απόφαση και η ιστορία των χιλιάδων αγωνιστών που πήγαν στην Ισπανία να πολεμήσουν τους φασίστες, είναι μια ιστορία διεθνισμού, αλληλεγγύης, ανιδιοτέλειας. Ήξεραν ότι πολλοί δεν θα γύριζαν ποτέ, αλλά ήξεραν και ότι «παρόλο που μας περιμένει πόνος και θάνατος ενάντια στον εχθρό, μάς καλεί το καθήκον», όπως λέει και ο ύμνος της CNT «A las barricadas!». Έτσι, ήταν τελικά ένας αγώνας για τη ζωή ενάντια σε εκείνους που είχαν για σύνθημά τους το «Ζήτω ο θάνατος!». Η παρουσία των Διεθνών Ταξιαρχιών στην Ισπανία κλείνει το 1938, όταν αποφασίζεται η διάλυσή τους πάνω στην κορύφωση της μάχης του Έβρου. Στις 27 Οκτωβρίου παρελαύνουν για τελευταία φορά στο κέντρο της Βαρκελώνης, όπου ακούν τις ευχαριστίες του πρωθυπουργού, Χουάν Νεγρίν, ενώ την 1η Νοεμβρίου, σε άλλη εκδήλωση, η Πασιονάρια εκφωνεί τον ιστορικό λόγο του αποχαιρετισμού προς αυτούς που «μας τα έδωσαν όλα… Και δεν μας ζήτησαν τίποτα».
07
06

Nikolai Leskov: Σύγκρουση δύο κόσμων

Την απόσταση που χώριζε την «ιδιοσυγκρασία» των ανθρώπων της Δύσης από εκείνους της Ανατολής ήθελε να αναδείξει ο Νικολάι Λεσκόφ με αυτή τη νουβέλα, που εκτυλίσσεται σε μια δύσκολη εποχή για τη Ρωσία, «αμέσως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο». Ρίχνει λοιπόν τη σατιρική ματιά του σε δύο ιδεότυπους που ενσαρκώνουν με τον σχηματικό τους τρόπο τον «γερμανικό» ορθολογισμό και τη «ρωσική» ψυχή: τον Γερμανό μηχανικό Ούγκο Πεκτοράλις και τον Ρώσο εργάτη Σαφρόνιτς. Ο πρώτος καυχιέται διαρκώς για τη «σιδερένια θέληση» που έχει (άλλωστε όλοι «οι Γερμανοί διαθέτουν σιδερένια θέληση»), και ο Λεσκόφ θέλει να περιγράψει τι συμβαίνει «όταν συναντιούνται το γερμανικό σίδερο με τη ρωσική ζύμη». Γιατί ο Πεκτοράλις δεν διανοείται ποτέ να υποχωρήσει, «θα είναι ντροπή απέναντι στο ίδιο του το έθνος. Σ’ αυτούς ισχύει τέτοιος όρος: ό,τι είπες αυτό οπωσδήποτε και θα κάνεις», ενώ οι Ρώσοι τα βλέπουν με φρίκη όλα αυτά: «να μη δώσει ο Θεός τέτοια θέληση, ιδίως σε μας τους Ρώσους· θα μας συνθλίψει». Συνάμα όμως, σκιαγραφώντας τον Πεκτοράλις και τη μανία του με τον κανόνα της σιδερένιας θέλησης, ο Λεσκόφ, με την υπερβολή της σάτιρας, φτιάχνει έναν χαρακτήρα που υπερβαίνει ακόμα και τα όρια του ιδεότυπου, έναν άνθρωπο εμμονικό μέχρι αυτοκαταστροφής, που κάθεται και υπομένει βουβός τσιμπήματα από εκατοντάδες σφήκες και όσο κι αν πονάει δεν βγάζει «ούτε ένα βογκητό ούτε έναν ήχο», που όταν τον εξαπατούν και του πουλούν ένα τυφλό άλογο δεν λέει κουβέντα για να μην παραδεχθεί ότι πιάστηκε κορόιδο, που θέλει διαρκώς να πετυχαίνει «σημαντικές νίκες επί του εαυτού του», ανεξαρτήτως κόστους για τον εαυτό του και για τους γύρω του. Ζώντας, έτσι, στο όριο άλλοτε της φάρσας και άλλοτε της τραγωδίας, είναι αναμενόμενο πως κάποιες στιγμές θα κάνει το βήμα που ξεπερνάει αυτό το όριο. Η νουβέλα αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1876 και κατόπιν ξαναήρθε στην επιφάνεια, για εύλογους ίσως λόγους, το 1942, την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νικολάι Λεσκόφ ήταν μια ιδιαίτερη, ιδιόμορφη περίπτωση στη ρωσική λογοτεχνία, ένας κλασικός σταθερά παραγνωρισμένος, που στην εποχή του είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις, είτε για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε (τη λαϊκή, προφορική, ιδιωματική πολλές φορές γλώσσα των χωρικών), είτε για το περιεχόμενο των έργων του, είτε ακόμα και για την πολιτική του στάση.
02
06

Walter Benjamin: Ημερολόγιο Μόσχας

Ένα πολύ ιδιαίτερο και σημαντικό κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά: το ημερολόγιο που κράτησε στη διάρκεια της παραμονής του στη Μόσχα. Ο Μπένγιαμιν έφτασε στην πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ στις 6 Δεκεμβρίου 1926 και έμεινε εκεί περίπου δύο μήνες. Κατά την παραμονή του, και ενώ συνάμα δούλευε αδιάκοπα, μεταφράζοντας (Προυστ) και γράφοντας άρθρα, κατέγραψε στο ημερολόγιό του ένα μεγάλο φάσμα από γεγονότα και προβληματισμούς, για όλη την περίοδο από την άφιξή του μέχρι την «τελευταία περιδιάβαση στους δρόμους της πόλης», την 1η Φεβρουαρίου 1927. (...) Ο Μπένγιαμιν ανακαλύπτει στη χώρα των σοβιέτ θετικά σημεία και βιώνει μικρές και μεγάλες απογοητεύσεις – η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια απορρίπτει τελικά το λήμμα που έχει γράψει για τον Γκέτε (στο βιβλίο περιλαμβάνεται και η επιστολή με την –αρνητική– γνώμη του Λουνατσάρσκι επί του θέματος). Διαβάζουμε για την απόφαση της λογοκρισίας να απαγορεύσει το ανέβασμα από τον Στανισλάφσκι της θεατρικής διασκευής της Λευκής φρουράς, του Μπουλγκάκοφ (απόφαση που ανατρέπει ο Στάλιν, αποφαινόμενος πως «είναι ακίνδυνο», χωρίς αυτό να εμποδίσει τις διαμαρτυρίες κομμουνιστών έξω από το θέατρο, τους οποίους τελικά απομάκρυνε η πολιτοφυλακή), για την απομάκρυνση στελεχών της αντιπολίτευσης αλλά και Εβραίων από αξιώματα, για «το αιφνίδιο όσο και άδοξο τέλος της διαμονής του [Ερνστ] Τόλερ» στη Μόσχα, για τις προσπάθειες για «αντιμετώπιση της καταστροφικών διαστάσεων απαιδευσίας», για την «αντιδραστική μεταστροφή του Κόμματος στα ζητήματα του πολιτισμού» και τις συζητήσεις για τη «μαρξιστική λογοτεχνική κριτική» ή το «προλεταριακό θέατρο». Ο Μπένγιαμιν βλέπει (και κρίνει) πολλές θεατρικές παραστάσεις, παρατηρεί τους «ανθρώπους της “Νέας Οικονομικής Πολιτικής”» και τον «κρατικό καπιταλισμό» στη Ρωσία, συναντάει τον Γιόζεφ Ροτ που δεν του κάνει πολύ καλή εντύπωση («ήρθε στη Ρωσία ως (σχεδόν) πεπεισμένος μπολσεβίκος, την εγκαταλείπει ως μοναρχικός») και τον Μεγερχόλντ, συζητάει για τη δουλειά του ([ο Ράιχ] «εξέφρασε τη γνώμη ότι παιδεύω υπερβολικά τα γραπτά μου»), σχολιάζει την προσπάθεια για «προσωρινή αναχαίτιση του μαχητικού κομμουνισμού», «επιβολή μιας προσωρινής ταξικής ειρήνευσης», «αποπολιτικοποίηση του αστικού βίου», «κατευνασμό της δυναμικής της επαναστατικής διεργασίας», σε μια Ρωσία που «αρχίζει να παίρνει μορφή εναρμονισμένη με τον άνθρωπο του λαού».
02
06

Μιχαήλ Μπακούνιν: Η Εξομολόγηση

Για πρώτη φορά μεταφράζεται στα ελληνικά (170 χρόνια μετά από τη συγγραφή της και 100 από την αρχική της έκδοση) και η Εξομολόγηση, του Μιχαήλ Μπακούνιν: ένα κείμενο που συντάχθηκε το 1851 κατ’ εντολήν του τσάρου Νικόλαου Α΄, όταν ο Μπακούνιν ήταν στη φυλακή, κινδυνεύοντας ίσως να εκτελεστεί. Ένα κείμενο που, από τη στιγμή που έγινε γνωστό, προκάλεσε συζητήσεις και ποικιλία αντιδράσεων. Η εισαγωγή στη γαλλική έκδοση, γραμμένη το 2013, και η ανάλυση που έγραψε το 1926 ο Γιούρι Στεκλόφ, βιογράφος του Μπακούνιν (και στέλεχος των Μπολσεβίκων, που συνελήφθη στις εκκαθαρίσεις του 1938 και πέθανε στη φυλακή), δίνουν μια εικόνα των έντονων συζητήσεων που προκάλεσε η έκδοση της Εξομολόγησης, καθώς, λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου, φίλοι και αντίπαλοι του Μπακούνιν το διάβασαν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Η Εξομολόγηση, όπως είπαμε, γράφτηκε κατ’ εντολήν του τσάρου: μετά τη συντριβή της εξέγερσης στη Δρέσδη (1849), ο Μπακούνιν συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο στη Σαξονία, εκδίδεται στην Αυστρία, φυλακίζεται στην Πράγα, καταδικάζεται σε απαγχονισμό και τελικά παραδίδεται στη Ρωσία, για να καταλήξει στις διαβόητες φυλακές του φρουρίου Πέτρου και Παύλου, με άγνωστη μοίρα και πολύ πιθανή την εκτέλεσή του. Τότε ο τσάρος ζητάει από τον Μπακούνιν να του γράψει μια αναφορά «όπως θα μιλούσε το πνευματικό τέκνο στον εξομολόγο του».
29
05

Ocean Vuong: Η μνήμη είναι επιλογή ή μήπως είναι πλημμύρα;

Mια μακροσκελής επιστολή στη μητέρα του, την οποία όμως αυτή δεν θα μπορέσει να διαβάσει ποτέ, αφού δεν ξέρει να διαβάζει. Η καταγωγή του Όσιαν Βουόνγκ είναι από το Βιετνάμ. Η γιαγιά του παντρεύτηκε έναν αμερικανό στρατιώτη την εποχή του πολέμου. Όταν ο Βουόνγκ ήταν δύο χρόνων (έχει γεννηθεί το 1988), η μητέρα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει από το Βιετνάμ και, μετά από διάφορες περιπέτειες, έφτασε τελικά στις ΗΠΑ. Σ’ αυτό το (πρώτο του) μυθιστόρημα, το οποίο η κριτική έχει εγκωμιάσει πολλαπλώς, ο Βουόνγκ αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, μιας χώρας, καθώς η ζωή τους συναντάει συνέχεια την πανταχού παρούσα βία, από τον τραμπούκο στο σχολείο που «ήταν μόλις εννιά χρονών, αλλά κατείχε ήδη τη διάλεκτο των προβληματικών αμερικάνων πατεράδων», μέχρι τα σημάδια στη μνήμη από τις ναπάλμ, τους στρατιώτες και τα ελικόπτερα. Όπου κι αν σταθεί ο αφηγητής νιώθει εκτός, στην ερημιά μιας πολλαπλής απόρριψης, ως μη λευκός, ως γκέι («είχα νομίσει ότι σεξ σήμαινε να ανοίγεις δρόμους προς νέα εδάφη, πως, εφόσον οι άλλοι δεν μας έβλεπαν, οι κανόνες τους δεν ίσχυαν. Έκανα όμως λάθος»), ως λιγομίλητος, ως διαφορετικός.
28
05

Νίκος Μπελαβίλας: Μια ματιά στους δύο αιώνες του Πειραιά

Έρημος τόπος ήταν ο Πειραιάς στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν το 1833 ο Όθων αναζητούσε την πόλη που θα γινόταν η νέα πρωτεύουσα της χώρας. Η επιλογή της Αθήνας θα άλλαζε και το γειτονικό της λιμάνι, τον Πειραιά. Από εκεί πιάνει την αφήγησή του ο Νίκος Μπελαβίλας, για να γράψει την ιστορία της πόλης τους δύο τελευταίους αιώνες, σε ένα βιβλίο πολύ πλούσιο σε υλικό, το οποίο όμως διαβάζεται και πάρα πολύ ευχάριστα –ένα βιβλίο που σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικούς. Στις σελίδες του παρακολουθούμε πώς χτίζεται και οργανώνεται σιγά σιγά η νέα πόλη πάνω σε μια γη φορτωμένη με αρχαία ερείπια, καθώς δημιουργείται το «αττικό οικιστικό δίπολο» του Πειραιά και της Αθήνας. Ο πληθυσμός της πόλης το 1834 ήταν 150 κάτοικοι, ενώ το 1842 είχε φτάσει τους 2.611 κατοίκους και το 1850 τους 5.286...
22
05

JG Ballard: Μια κόλαση στον παράδεισο

Πολλά βιβλία του Τζ.Γκ. Μπάλαρντ τοποθετούνται στο λεγόμενο Νέο Κύμα της επιστημονικής φαντασίας. Οι βίαιοι δυστοπικοί κόσμοι του αποτυπώνουν μια κοινωνία που μοιάζει να έχει επιλέξει από μόνη της να πάρει τον δρόμο για την αυτοκαταστροφή της, ενώ ο συγγραφέας πολλές φορές στέκεται ιδιαίτερα στις ψυχολογικές και υπαρξιακές διαδρομές των ανθρώπων που κινούνται σ’ αυτούς τους κόσμους που μπορούν εύκολα να τους ρουφήξουν, κόσμους που βρίσκονται κρυμμένοι πίσω από το προσκήνιο, όπως στις Νύχτες κοκαΐνης (μτφ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδ. Καστανιώτη, 1997). Σε ένα σύμπαν όπως η Εδέμ-Ολυμπία και ο κόσμος γύρω της, το ταξικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν, και πάντα ασφυκτικό. Δεν είναι απλώς ότι σε ένα τέτοιο σύμπαν ο παράδεισος του ενός είναι η κόλαση του άλλου, αλλά ότι για να φτιάξει ο ένας τον παράδεισό του «οφείλει» να δημιουργήσει μια κόλαση για τον άλλο, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές βαθαίνουν κάθε στιγμή και σαρώνει τα πάντα η αγριότητα. Και επιπλέον, πολλές δικλίδες σωτηρίας δεν υπάρχουν: «εξάλλου, πολλοί είναι αυτοί που κρυφά επιδοκιμάζουν όσα γίνονται», και επιπλέον «οι φόροι που πληρώνει η Εδέμ-Ολυμπία αντιστοιχούν σε δισεκατομμύρια φράγκα». Με διεισδυτική ματιά, με χιούμορ πολλές φορές σαρκαστικό, ο Μπάλαρντ έχει γράψει βιβλία που τότε, στο παρελθόν, ανήκαν σε μια επιστημονική φαντασία (προφητική, έλεγαν κάποτε) που σήμερα μοιάζει σχεδόν με ρεπορτάζ του παρόντος. Πέρα πάντως από την αλληγορική, συμβολική πλευρά, ο Μπάλαρντ λέει και τα πράγματα με το όνομά τους: όπως γράφει, όλη αυτή η νοσηρή δυστοπική μικροκοινωνία «είναι ήδη εδώ. Λέγεται καταναλωτικός καπιταλισμός». Βέβαια, αυτή η καταστροφική και αυτοκαταστροφική νέα κοινωνία δεν μπορεί να κυριαρχήσει εύκολα. Ρωγμές φωτός, αντίστασης, εξέγερσης υπάρχουν. Χαραμάδες ανοίγουν. Ωστόσο, το δύσκολο ερώτημα τίθεται, πώς μπορεί να γίνει αλλιώς: άραγε όταν κανείς καταβυθιστεί σ’ αυτή τη νοσηρή αγριότητα, έστω και με πρόθεση να αντιδράσει, πώς μπορεί να αποφύγει να γίνει ίδιος με το τέρας;
28
04

Brandon Taylor: Ψέματα κι αλήθειες της αληθινής ζωής

Ο Γουάλας έχει κι αυτός μια μικρή παρέα από συμφοιτητές, «τη συγκεκριμένη δική του παρέα λευκών». Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας αουτσάιντερ, ένας άνθρωπος απομονωμένος/μοναχικός που ζει στο περιθώριο ή στο όριο, ακόμα κι όταν συναντιέται με την παρέα του νιώθει ότι δεν χωράει πουθενά: «δεν πήγαινε μαζί τους επειδή ποτέ δεν ένιωθε ότι τον ήθελαν στ’ αλήθεια». Έχει πλήρη επίγνωση πως, ό,τι και να κάνει και παρά τα επιφαινόμενα, κατά βάθος ο κόσμος στον οποίο κινείται θα τον κοιτάζει πάντα με εκείνο το ιδιαίτερο βλέμμα. Ξέρει επίσης ότι «οι άνθρωποι μπορούν να είναι απρόβλεπτοι στη σκληρότητά τους». Όταν ο Γουάλας συγκρούεται έντονα με μια συμφοιτήτριά του, μια λευκή γυναίκα, αυτή τελικά τον κατηγορεί για μισογυνισμό. Ο Γουάλας, «μόνος ανάμεσα σε λευκούς», αντιλαμβάνεται πως η αντιπαράθεση ενώπιον των υπευθύνων (που τον κοιτάζουν με το ίδιο επιφυλακτικό βλέμμα) και η όποια υπεράσπιση του εαυτού του είναι μάταιη: «θα μπορούσε να πει ότι το φέρσιμό της ήταν ρατσιστικό, ομοφοβικό. Θα μπορούσε να πει για το πώς τον αντιμετωπίζουν, για το πώς τον κοιτάζουν, για το πώς αισθάνεται όταν οι μόνοι που μοιάζουν μαζί του είναι οι επιστάτες. Θα μπορούσε να πει ένα εκατομμύριο πράγματα, αλλά ξέρει ότι κανένα δεν θα είχε σημασία». Μπροστά σε αυτή τη διαρκή αμφισβήτηση, ο Γουάλας θα πιεστεί να αναρωτηθεί αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει. Έτσι κι αλλιώς, ο Γουάλας έχει βαρεθεί να είναι αόρατος, να τον κοιτάζουν συγκαταβατικά (με ανοχή…) επειδή προέρχεται «από ένα δύσκολο υπόβαθρο»: ξέρει ότι η έλλειψη που του καταλογίζουν είναι «η έλλειψη λευκότητας», μια έλλειψη που «δεν μπορεί να την υπερνικήσει […] όσο σκληρά κι αν προσπαθεί […] θα είναι πάντα υπό αίρεση στα μάτια αυτών των ανθρώπων, όσο κι αν τον συμπαθούν ή ευγενικά του φέρονται». Ξέρει πως πίσω από το δημοκρατικό και ανοιχτόκαρδο περιτύλιγμα θα υπάρχει πάντα η υπόρρητη απόσταση/απόρριψη που το πολύ πολύ θα ψάχνει κάποιες μαύρες ή γκέι πινελιές ως απόδειξη και επίδειξη μιας υποτιθέμενης φιλελεύθερης ανοχής. Μπράντον Τέιλορ «Αληθινή ζωή», μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Κάκτος, 2021
17
04

Ένας πικρός ύμνος στην επανάσταση

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1939. Είναι μεν έργο μυθοπλασίας αλλά βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του Σερζ από τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και την εξορία του τη δεκαετία του 1930, την πιο σκοτεινή περίοδο της σταλινικής εποχής. Ο Σερζ τελικά θα απελευθερωθεί το 1936, μετά από μια διεθνή καμπάνια αλληλεγγύης και πίεσης προς τον Στάλιν, και θα απελαθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Παρά τον ολοκληρωτικό δρόμο που είχε πάρει πια η σταλινική αντεπανάσταση, της οποίας υπήρξε και ο ίδιος θύμα, ο Σερζ έμεινε πάντα ένας αμετακίνητος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής με αδιαπραγμάτευτη πίστη στις αξίες και στα ιδανικά του σοσιαλισμού, ακόμα και σε σκοτεινές στιγμές ήττας. Μιλώντας μέσα από τα σπλάχνα της επανάστασης, ο Σερζ έστρεψε τα πυρά του στον λογοτεχνικό (όπως και τον πολιτικό) κομφορμισμό, πολέμησε την υποταγή της λογοτεχνίας (όπως και της πολιτικής δράσης) σε κρατικούς κανόνες εξουσίας και προπαγάνδας. Σε αυτόν τον πολυμέτωπο και χωρίς πολλές βεβαιότητες αγώνα, η συνείδηση του επαναστάτη παίζει κρίσιμο ρόλο για τον Σερζ: «ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για να αμυνθείς ενάντια στους εχθρούς σου, ενάντια στον παλιό κόσμο στον οποίο αντιπαρατίθεται, είναι επίσης για να εξαλείψεις μέσα σου τα δικά σου σπέρματα αντίδρασης», γράφει στις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφ. Ρεβέκκα Πέσσαχ, εκδ. Scripta, 2008). Όταν εκδόθηκαν τα Μεσάνυχτα στον αιώνα, ο Σερζ είχε έρθει ήδη σε ρήξη με τον Τρότσκι – στις Αναμνήσεις… ο Σερζ έχει εκτενείς αναφορές στα γεγονότα του 1936 και του 1937 που οδήγησαν σε αυτή την πολιτική απομάκρυνση. Ο συγγραφέας ζούσε πλέον στη Γαλλία, απ’ όπου έφυγε όταν εισέβαλαν τα στρατεύματα των ναζί, για να καταλήξει στο Μεξικό, όπου πέθανε το 1947, σε ηλικία 57 ετών.