Διαγραφή ιδιωτικού χρέους και επανεκκίνηση της οικονομίας
Από την πλευρά της ζήτησης, η έκταση της υπερχρέωσης της ιδιωτικής οικονομίας δεν δείχνει εκ πρώτης όψεως ζοφερή. Το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σαν ποσοστό στο ΑΕΠ κινείται μάλλον σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα, αφού η Ελλάδα διαθέτει το 5ο χαμηλότερο επίπεδο χρέους επί 17 ευρωπαϊκών χωρών. Όμως, είναι η ένταση του ιδιωτικού χρέους ή αλλιώς ο βαθμός επιβάρυνσης της οικονομίας από τα «κόκκινα» ή Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) που φέρνει τη χώρα στη 2η χειρότερη θέση –μετά την Κύπρο– πανευρωπαϊκά, πριν ακόμη την πανδημία. Ο συντελεστής αυτός της επιβάρυνσης από τα «κόκκινα δάνεια» προκύπτει από το συνδυασμό του βάρους του ιδιωτικού χρέους στο ΑΕΠ και του ποσοστού των «κόκκινων δανείων» στο σύνολο των δανείων του ιδιωτικού τομέα.
Ο τεράστιος όγκος του επικρεμάμενου απλήρωτου χρέους είναι μια βασική αιτία για την παρατεταμένη περίοδο στάσιμης και συνεχώς βραδύτερης οικονομικής ανάπτυξης, με πτώση του βιοτικού επιπέδου για εκατοντάδες χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Γιατί το υψηλότερο χρέος περιορίζει τις δαπάνες, γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη. Η περιορισμένη ανάπτυξη καταστέλλει τους μισθούς. Οι χαμηλότεροι μισθοί περιορίζουν περαιτέρω τις δαπάνες κ.ο.κ., με αποτέλεσμα η οικονομία να οδηγείται στην παγίδα του χρέους.
Τον Ιανουάριο 2020 το σύνολο των ιδιωτικών χρεών προς τις τράπεζες ανέρχονταν σε 163 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 60 δισ. αφορούσαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή το 36,7% του συνόλου (Τράπεζα Ελλάδος). Λόγω της συνακόλουθης της πανδημίας κάμψης του ΑΕΠ, το ποσοστό αυτό πρέπει να έχει αυξηθεί πάλι στο 40% τουλάχιστον. Αυτό σημαίνει πως εάν η Ελλάδα ήθελε να πλησιάσει τα επίπεδα της τρίτης κατά σειρά χώρας (Πορτογαλία) σε βαθμό επιβάρυνσης της οικονομίας από ΜΕΔ (14,3), τότε θα έπρεπε να περιορίσει το ποσοστό των δικών της ΜΕΔ στο 13,3% ή στα 22 δισ. περίπου. Με άλλα λόγια, ο στόχος μείωσης του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες μόνον, θα έπρεπε να πλησιάζει τα 38 δισ. ευρώ.