Macro

Ελληνοτουρκικό «πατ» και στο βάθος…

…Ανησυχία και ανταγωνισμός των εταίρων και συμμάχων

Την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου, τη στιγμή που η στρατιωτική κινητοποίηση της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο έντασης, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν δημόσια οι πρώτες ενδείξεις για μια επικείμενη διαπραγμάτευση, οι αναγνώστες της Καθημερινής βρήκαν, μαζί με το πρόγραμμα της τηλεόρασης και στη θέση των διαφημιστικών ενθέτων των αλυσίδων ηλεκτρονικών και οικιακού εξοπλισμού, ένα κομψό τεύχος με τίτλο «Γνωρίζεις τη Γερμανία;», προσφορά της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα. Οι 21 σελίδες του περιείχαν γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά στοιχεία για τη Γερμανία με κατάληξη την παρουσίαση των γερμανικών οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Στις εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας ο γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα επαναλάμβανε τα κύρια σημεία του διαφημιστικού τεύχους σε κείμενο με τίτλο «Μαζί για την ανάπτυξη και την καινοτομία». Στο ασυνήθιστο αυτό εγχείρημα κρατικής διαφήμισης απαντούσε ολοσέλιδη καταχώριση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα με τίτλο «GR USA Ανοίγουμε δρόμο στα όνειρα». Τη σελίδα διακοσμούσε φωτογραφία φωτογενούς Ελληνίδας επιχειρηματία συνεργαζόμενης με μεγάλο αμερικανικό ξενοδοχειακό όμιλο, πρόκειται για μια από τις ελληνοαμερικανικές συνεργασίες που προβάλλει η ιστοσελίδα makingithappen.gr. Οι δύο διαφημιστικές εκστρατείες διέφεραν ως προς τη μέθοδο με την έμφαση της γερμανικής στις δομές και της αμερικανικής στα πρόσωπα και ήταν αντικειμενικά ανταγωνιστικές: «Η Γερμανία είναι παραδοσιακά ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος και ξένος επενδυτής στην Ελλάδα σαφώς μπροστά από τις ΗΠΑ… και φαίνεται ότι αυτό θα παραμείνει ως έχει» τόνιζε στο άρθρο του ο γερμανός πρεσβευτής. Ταυτόχρονα συνέκλιναν στην παράκαμψη του φλέγοντος θέματος που απασχολούσε την ελληνική κοινή γνώμη την ελληνοτουρκική διένεξη. Σε κανένα σημείο του κειμένου του ο γερμανός διπλωμάτης δεν αναφερόταν στο ζήτημα αυτό. Αντίθετα στη συνέντευξη του συνταξιούχου γάλλου διπλωμάτη Ζεράρ Αρώ που δημοσιευόταν στο ίδιο φύλλο τα ελληνοτουρκικά ήταν το κύριο θέμα.

 

Ο Ζεράρ Αρώ μέχρι πριν ένα χρόνο πρεσβευτής της Γαλλίας στις ΗΠΑ, είναι σήμερα «διακεκριμένος εταίρος» της παρακρατικής αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Atlantic Council, ανώτερος σύμβουλος της εταιρείας διεθνών σχέσεων και λόμπιιγκ της πρώην προϊσταμένης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάντλιν Ωλμπράιτ, και trustee της International Crisis Group επίσημα ΜΚΟ, που διατηρεί όμως στενές σχέσεις με την αμερικανική κυβέρνηση. Έχει λοιπόν ο Αρό μια καλή εποπτεία των διεθνών σχέσεων, όταν χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση ως «άναρχη»· οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων μιλούν για «χάος» προσαρμόζοντας σε αυτές την ομώνυμη θεωρία από τη φυσική. Τα δραματικά γεγονότα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτελούν ακόμα μια απόδειξη του χάους στις διεθνείς σχέσεις και τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συμμαχίες. Τις ασταθείς ισορροπίες των διεθνών σχέσεων, τον ανταγωνισμό όλων με όλους προσπαθούν να εκμεταλλευθούν χώρες με «ανερχόμενες οικονομίες», όπως η Τουρκία, για να προωθήσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους θέσεις, αλλά και η Γαλλία, που σύμφωνα με τον Αρό προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε η απόσυρση των ΗΠΑ από πολλές περιοχές του κόσμου.

Από αυτή τη σκοπιά ιδωμένο το φύλλο της Καθημερινής της 6 Σεπτεμβρίου με το ένθετο, τη διαφήμιση, τα άρθρα και τις συνεντεύξεις αντικατοπτρίζει αυτό το διαγκωνισμό όλων με όλους μέσα στο πρώην Δυτικό στρατόπεδο και την ΕΕ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι απλά ελληνοτουρκικές και η ελληνική πλευρά κατά την αντιμετώπισή τους θα αναγκαστεί να κάνει επιλογές ανάμεσα στους συμμάχους και επίδοξους πάτρωνές της, καθόσον το «ανήκομεν εις την Δύσιν» δεν αρκεί πλέον ως δόγμα εξωτερικής πολιτικής από τη στιγμή που έπαψε να υφίσταται η Δύση. Οι επιλογές στην εξωτερική πολιτική θα έχουν ως προϋπόθεση και συνέπεια επιλογές στην οικονομική πολιτική και στις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες.

 

Οι ιστορικές ρίζες της τουρκικής αμφισβήτησης

 

Η σημερινή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί την τελευταία μεταμόρφωση μιας μακρόχρονης διένεξης που εξελίσσεται δυναμικά. Δεν μπορεί να αναχθεί σε μια υποτιθέμενη προσωπική πολιτική του προέδρου Ερντογάν ούτε καν στα ενδεχόμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι ρίζες της βρίσκονται στο 1913, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδέχτηκε με δυσκολία τη συνθήκη του Λονδίνου που τερμάτιζε τους βαλκανικούς πολέμους και κατακύρωνε τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Καθώς στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας κατοικούσαν ακόμα συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι Οθωμανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική κυριαρχία στα νησιά αποτελούσε απειλή για τη δική τους στην ασιατική ακτή και ξεκίνησαν ναυτικούς εξοπλισμούς για να ανακτήσουν τα νησιά. Ήταν αυτοί οι εξοπλισμοί που οδήγησαν την Ελλάδα στην εσπευσμένη αγορά δύο παλαιών αμερικανικών θωρηκτών το 1914 (Λήμνος και Κιλκίς). Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η Μικρασιατική καταστροφή με την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού ανέτρεψαν αυτήν την κατάσταση. Ήταν πλέον η Μικρασιατική στερεά που απειλούσε τα νησιά και όχι το αντίστροφο. Η διαμάχη αυτή παρέμεινε λανθάνουσα με μικρές κατά καιρούς αναζωπυρώσεις, έως ότου η ανακάλυψη των κοιτασμάτων στον Πρίνο της προσέδωσε στις αρχές του 1974 μια νέα διάσταση. Τον Ιούλιο του 1974 το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή ενέτεινε με δραματικό τρόπο την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και την επέκτεινε γεωγραφικά εκτός των ορίων του Αιγαίου. Τότε, το επιχείρημα της δυνητικής απειλής από τα ελληνικά νησιά επικαιροποιήθηκε, με αφορμή τα αμυντικά μέτρα που πήρε η ελληνική κυβέρνηση μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και σε αυτό προστέθηκε το τεχνικό επιχείρημα της υφαλοκρηπίδας με τον ισχυρισμό ότι η τουρκική εξικνείτο μέχρι τη μέση του Αιγαίου. Τα κατά την Τουρκία όρια της υφαλοκρηπίδας συμπαρέσυραν και τα όρια ανάμεσα στο FIR των δύο χωρών που και αυτά έπρεπε να χαραχθούν στη μέση του Αιγαίου. Το ουσιαστικό επιχείρημα πίσω από αυτά τα τεχνικά ήταν ότι από το 1923 μέχρι τη δεκαετία του 1970 η σχέση του πληθυσμού των δύο χωρών είχε ανατραπεί υπέρ της Τουρκίας από 2:1 σε 7:1 και κατά συνέπεια τα όρια ανάμεσα στις δύο επικράτειες δεν μπορούσαν να ορίζονται πλέον από τις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης. Οι προβλέψεις της συνθήκης (άρθρο 20) είχαν ήδη ακυρωθεί ως προς την Κύπρο με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το 1959 που επανέφεραν την Τουρκία στη μεγαλόνησο και προσέφεραν τη νομική βάση για την εισβολή του 1974.

 

ΗΠΑ και ΕΕ ως επιδιαιτητές

 

Από το 1974 μέχρι τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση γνώρισε περιόδους έξαρσης και ύφεσης με τις ΗΠΑ σε ρόλο επιδιαιτητή που διατηρούσε τον έλεγχο των εξελίξεων. Ο ρόλος της ΕΟΚ και κατόπιν της ΕΕ αρχικά ήταν επικουρικός της αμερικανικής πολιτικής, αλλά μετά την άρση των ελληνικών αντιρρήσεων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΕΕ με την Τουρκία το 1999 αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Ευρώπης και συχνά έγινε πρωταρχικός. Από το 1974 μέχρι σήμερα η ελληνική πολιτική περιορίστηκε στην προσπάθεια διατήρησης του status quo στο Αιγαίο, αλλά με μεγάλες διακυμάνσεις στη διπλωματική τακτική, αλλά και στη στρατηγική της. Αντίστοιχες διακυμάνσεις υπήρξαν και στην τακτική της τουρκικής πλευράς, αλλά ο στρατηγικός στόχος της αναθεώρησης του καθεστώτος στο Αιγαίο παρέμεινε σταθερός με συνεχή διεύρυνση του καταλόγου των τουρκικών διεκδικήσεων και τη χρήση ολοένα και πιο επιθετικών μέσων για την επιβολή τους.

 

Η αφρικανική πολιτική της Τουρκίας

 

Με την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, το Νοέμβριο του 2019, η ελληνική κοινή γνώμη και η πολιτική ηγεσία ανακάλυψαν την επέκταση των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων μέχρι τη Βόρεια Αφρική. Εντούτοις, η τουρκική παρουσία στις χώρες του Μαγκρέμπ και γενικότερα στην Αφρική είναι παλαιότερη από την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου και την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην κυβέρνηση Σαράτζ. Η έκπληξη θα ήταν μικρότερη, αν γνώριζαν ότι η Τουρκία είναι από την ίδρυσή της το 1995 δραστήριο μέλος της Ένωσης για τη Μεσόγειο, στην οποία συμμετέχουν τα κράτη μέλη της ΕΕ και τα κράτη της νότιας ακτής της Μεσογείου. Η Τουρκία μετέχει ενεργά στα όργανα διοίκησης και εκμεταλλεύεται όλες τις ευκαιρίες που προσφέρει ο θεσμός για οικονομική δραστηριότητα σε δημόσια έργα. Το τουρκικό πολιτικό και οικονομικό ενδιαφέρον για την Αφρική ξεπερνά τα όρια του Μαγκρέμπ. Το 1998, ένα χρόνο πριν η Τουρκία αποκτήσει το καθεστώς υποψήφιου μέλους της ΕΕ, εκπονήθηκε το τουρκικό «Σχέδιο Δράσης για την Αφρική». Με την άνοδο του AKP στην εξουσία η αφρικανική πολιτική εντάθηκε. Συμβολικό σταθμό αποτέλεσε η ανακήρυξη από την τουρκική κυβέρνηση του 2005 σε «Έτος της Αφρικής». Το 2019 οι τουρκικές εξαγωγές προς αφρικανικές χώρες ανέρχονταν σε 23,8 δισ. δολάρια και οι τουρκικές άμεσες επενδύσεις εκεί σε 6,2 δισ. δολάρια. Τουρκικές εταιρείες δημοσίων έργων έχουν αναλάβει σε συνεργασία με κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες την κατασκευή εκατοντάδων χιλιομέτρων σιδηροδρομικών γραμμών στην Αιθιοπία και την Τανζανία καθώς και πολλών αυτοκινητοδρόμων σε διάφορες χώρες. Από το 2008, η Τουρκία έχει αναγνωριστεί ως «στρατηγικός εταίρος» της Ένωσης Αφρικανικών Κρατών (AU). Την οικονομική διείσδυση η Τουρκία την επενδύει με αντιαποικιακό λόγο και επικλήσεις στην ισλαμική αλληλεγγύη. Με αυτόν τον τρόπο έχει καταφέρει να έχει την υποστήριξη των αφρικανικών κρατών σε διεθνή φόρα (ΟΗΕ, Ισλαμική Διάσκεψη). Στο στρατιωτικό επίπεδο η Τουρκία διατηρεί στρατιωτική βάση στη Σομαλία και είχε ελπίσει επί του προηγούμενου σουδανικού καθεστώτος να αποκτήσει ναυτική βάση στο Σουακίν της Ερυθράς Θάλασσας. Πάντως εταιρεία συμφερόντων του γαμπρού του Ερντογάν έχει αναλάβει τη διαχείριση του στρατηγικού λιμανιού του Τζιμπουτί στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας.

 

Το οικονομικό παρασκήνιο

 

Η οικονομική επέκταση της Τουρκίας στην Αφρική είναι καρπός της ανάπτυξης του τουρκικού καπιταλισμού κάτω από καθεστώς απελευθέρωσης της εσωτερικής αγοράς, εξωστρέφειας, εκτέλεσης μεγάλων έργων υποδομής στο εσωτερικό, με το συνδικαλιστικό κίνημα σε καταστολή, τις πολιτικές ελευθερίες σε διωγμό και με όξυνση της άνισης κατανομής του εισοδήματος. Η πολιτική αυτή εγκαινιάστηκε από τον Τουργούτ Οζάλ τη δεκαετία του 1980. Μετά το 2003, το AKP την επιτάχυνε και επέκτεινε τα ευεργετήματά της στα αστικά και μικροαστικά στρώματα της τουρκικής επαρχίας. Η μεγέθυνση της οικονομίας συνοδεύτηκε από διαρθρωτικές μεταβολές, κυριότερη από τις οποίες ήταν η διεύρυνση της βιομηχανικής της βάσης. Η Τουρκία είναι η 8η παραγωγός χάλυβα στον κόσμο με 33 εκατομμύρια τόνους το 2018 (Ελλάδα 1,4) και η 14η στην παραγωγή αυτοκινήτων πριν από την Ιταλία ή την Τσεχία (Ελλάδα 0 αυτοκίνητα). Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και οι πύραυλοι κρουζ τουρκικής κατασκευής που εμφανίστηκαν πρόσφατα σε διάφορα πεδία μάχης στη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι τα πιο θεαματικά τεχνολογικά, αλλά όχι τα μόνα προϊόντα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας που τo 2019 εξήγαγε όπλα αξίας 2,7 δισ. δολαρίων. Αυτές οι επιδόσεις επέτρεψαν τη συμμετοχή της Τουρκίας στο G-20. Εντούτοις, το ΑΕΠ κατά κεφαλή παραμένει χαμηλό, περίπου το μισό της Ελλάδας το 2019, το ισοζύγιο πληρωμών είναι παθητικό και το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με το κρατικό που είναι χαμηλό, ενώ στην ποιότητα ζωής η Τουρκία κατατάσσεται στην προτελευταία θέση των χωρών του ΟΟΣΑ. Η οικονομική δυναμική επιτρέπει και επιβάλλει την επιθετική εξωτερική πολιτική μέσα στις συνθήκες του χάους στις διεθνείς σχέσεις. Η Τουρκία του Ερντογάν θυμίζει την Ιταλία του Μουσολίνι στο Μεσοπόλεμο. Και στις δύο περιπτώσεις η δυναμική ανάπτυξη του καπιταλισμού συνοδεύτηκε από εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες και εντάσεις που εξώθησαν σε επιθετικότητα και σε ολοένα πιο ριψοκίνδυνα εξωτερικά εγχειρήματα. Η ισλαμική ιδεολογία και ο νέο-οθωμανισμός βοηθούν στον έλεγχο των εσωτερικών εντάσεων και τη διοχέτευσή τους στο εξωτερικό. Η Ελλάδα και η Κύπρος προσφέρονται για τη διέγερση των εθνικιστικών αντανακλαστικών, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται πάνω στο δρόμο της τουρκικής επέκτασης προς τα δυτικά, γεγονός που στην κρατούσα τουρκική οπτική των διεθνών σχέσεων κάνει αναγκαία την εξουδετέρωσή τους, κατά προτίμηση με τη φιλανδοποίησή τους, γιατί ο στρατιωτικός εξαναγκασμός προς το παρόν δεν είναι εφικτός χωρίς μεγάλο κόστος.

 

Ελλάδα και Κύπρος στις γαλλικές φιλοδοξίες

 

Τη στρατηγική σημασία του άξονα Ελλάδας και Κύπρου, ως αναχώματος για την τουρκική επέκταση και την προστασία των δικών της μετααποικιακών συμφερόντων στην Αφρική και στο Μαγκρέμπ, έχει αναγνωρίσει η Γαλλία. Η στήριξη των δύο χωρών είναι για αυτό μια σταθερή συνιστώσα της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, η γενικότερη εξωτερική πολιτική του προέδρου Μακρόν συνίσταται στην εκμετάλλευση των συνθηκών του χάους για την προώθηση των γαλλικών θέσεων, στις περιοχές από τις οποίες αποχωρεί ο αμερικανικός παράγοντας. Η ριψοκίνδυνη αυτή πολιτική ελπίζεται ότι θα ενισχύσει τη θέση της Γαλλίας μέσα στην ΕΕ έναντι της Γερμανίας και θα αντισταθμίσει τη γαλλική αδυναμία στο πεδίο της οικονομίας. Η προάσπιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ αποτελεί όψη αυτής της πολιτικής που έχει ως ατού την ιδιότητα του μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την ατομική δύναμη κρούσης και τον επαγγελματικό στρατό με εμπειρία σε εξωτερικές επεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, η γαλλική οικονομία δυσκολεύεται να υποστηρίξει την εξωτερική πολιτική, το εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό είναι κατακερματισμένο δίκην αρχιπελάγους, πράγμα που εξηγεί τις αντιφάσεις και τις ακροβασίες της γαλλικής πολιτικής. Μια από τις αντιφάσεις είναι ότι η υπεράσπιση της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας» συνοδεύεται στην αντίληψη του Μακρόν από θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, που θα μειώσουν τα δικαιώματα των μικρότερων κρατών – μελών που θέλει να υπερασπιστεί (κατάργηση ομοφωνίας, μείωση αριθμού επιτρόπων).

 

Γερμανία, ευρωπαϊκό status quo και Τουρκία

 

Οι προτάσεις του γάλλου προέδρου δεν έχουν βρει μεγάλη ανταπόκριση στη Γερμανία. Η κυβέρνηση δημόσια σιωπά, οι σχολιαστές στα ΜΜΕ τις αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού και συχνά ειρωνικά και πολύ λίγοι παράγοντες της εξωτερικής πολιτικής, όπως ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια του Μονάχου Βόλφγκαγκ Ίσιγκερ, τις έχουν υποστηρίξει ανοικτά. Η Γερμανία επίσημα εξακολουθεί να προτιμά την αμερικανική ατομική ομπρέλα και δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει τους κανόνες λειτουργίας στην ΕΕ, οι οποίοι έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομικής ισχύος και τη μετάφρασή της σε πολιτική επιρροή. Στην αντιμετώπιση της Τουρκίας η ανεκτικότητα απέναντι στον Ερντογάν παρουσιάζεται ότι υπαγορεύεται από την έγνοια να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις με την Τουρκία και μετά την πτώση του σημερινού προέδρου. Μέχρι τότε η Γερμανία και η ΕΕ πρέπει με μεγάλη υπομονή να διαχειρίζεται τα καπρίτσια του Ερντογάν και όταν χρειάζεται να του θέτει όρια. Η επιμονή της Κύπρου για κυρώσεις στην Τουρκία θεωρείται παραλογισμός, «εκτός αν υπάρχουν εκεί χρήματα Λευκορώσων αξιωματούχων που βρίσκονται στον κατάλογο όσων θα υποστούν κυρώσεις». Πέρα από τους «απλούς ανθρώπους» στην Τουρκία, η γερμανική πολιτική ενδιαφέρεται για τις γερμανικές εξαγωγές 18 δισ. ευρώ (Ελλάδα 6 δισ.), τις επενδύσεις σε 7.400 επιχειρήσεις (Robert Bosch 8.000 εργαζόμενοι, Bosch Siemens Houshold 7.000, Daimler 6.000, Hugo Boss 4.000, Siemens 3.000 κ.ά.).

Η έξοδος από το σημερινό ελληνοτουρκικό «πατ» θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στην Τουρκία. Εκεί, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, η διαχείριση των λεγομένων εθνικών θεμάτων γίνεται από την πολιτική εξουσία ερήμην του έθνους. Συλλογικότητες και ΜΜΕ μπορούν να εκφραστούν μόνο εφόσον επικροτούν τις επιλογές του Ερντογάν. Στην Ελλάδα, για άλλους λόγους, απουσιάζει επίσης μια ευρύτερη κοινωνική παρέμβαση στη διαμόρφωση της πολιτικής. Οι πολιτικοί και οι διάφοροι αναλυτές εγκλωβίζουν το πρόβλημα στο στρατιωτικό και το διπλωματικό επίπεδο αποφεύγοντας να θίξουν την οικονομική και πολιτική του διάσταση. Σε αυτήν την τακτική υπάρχει ομοφωνία. Κατά τα άλλα, σε αντίθεση με την Τουρκία, εδώ υποστηρίζονται περισσότερες από μία ως επί το πλείστον ανεδαφικές πολιτικές.

Χρήστος Χατζηιωσήφ

Πηγή: Η Εποχή