ΣΥΡΙΖΑ

Έχουν μέλλον τα κόμματα;

Με παραξένεψε το άρθρο της Μυρσίνης Ζορμπά και του Αντώνη Λιάκου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 5 και 6 Ιουνίου, με τίτλο «Ποιο σώμα ταιριάζει στην Αριστερά;». Σε κουβέντα με τον Νίκο Φίλη κατάλαβα ότι τα συμπεράσματα δεν ήταν αποκλειστική δικιά μου παραξενιά, ούτε ιδεοληψία. Ότι και άλλοι συμμερίζονται τις ίδιες ενστάσεις. Βλέπετε οι παρέες και οι κοινές διαδρομές συχνά φτιάχνουν και έναν τρόπο να αποκωδικοποιείς το γίγνεσθαι ή τους ισχυρισμούς. Οι συγγραφείς φίλοι και συνοδοιπόροι, εκθέτουν απόψεις για πολλά και ενδιαφέροντα. Ξεκινάω από τα καλά, τα πρωτότυπα, αυτά που πρέπει να εντάξουμε στο συντακτικό της πολιτικής μας ανάλυσης. Η Ζορμπά και ο Λιάκος εκτιμούν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι η συνέχεια στις παλιές συντηρητικές κυβερνήσεις, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο πειρατής που κατέλαβε το κυβερνητικό σκάφος με ρεσάλτο. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού, ότι πρέπει να μιλάμε για ένα μπλοκ εξουσίας, το οποίο ανεξάρτητα από τα μέρη που το συγκροτούν –από τους μακεδονομάχους ως τους εκσυγχρονιστές– διαθέτει κοινωνικά ερείσματα, στρατηγική και κυρίως μέσα. Υποστηρίζουν, και έχουν δίκιο, ότι πρόκειται για μια επιθετική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, της διαστρωμάτωσης και των πεποιθήσεων της. Ο ιδεολογικός προσδιορισμός του μπλοκ εξουσίας είναι ο δεξιός ριζοσπαστισμός και ο πόλεμος καθολικός. Πλήττει με κάθε μέσο, παραβιάζοντας ακόμα και τη νομιμότητα, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, το δημόσιο υπέρ του ιδιωτικού, πλήττει την εργασία την κατοικία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, το περιβάλλον. Διατάσσει τη ροή και τη διανομή των δημόσιων πόρων υπέρ των ισχυρών. Προσυπογράφω.

«Δεν ήμουν εκεί, χτυπούσε τον αέρα, τον συγχωρώ»1

 

Η Ζορμπά και ο Λιάκος κατανοούν ότι απέναντι στη δυστοπία της κυβέρνησης πρέπει να δημιουργηθεί το αντίπαλο δέος, ως λύση προτείνουν την απελευθέρωση από το κόμμα. Για να τεκμηριώσουν την πρόταση τους, αποδομούν κάτι το οποίο δεν υπάρχει, τουλάχιστον στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς και σίγουρα δεν αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπετε τα κόμματα του κριτικού μαρξισμού, πριν από πολλά χρόνια, αποκαθήλωσαν το τριτοδιεθνιστικό υπόδειγμα, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, το ιεραρχικό κόμμα, που η γραμμή έβγαινε στα ρετιρέ της κομματικής πυραμίδας και η θεωρία ήταν αποκλειστικό προνόμιο της ιδεολογικής επιτροπής του κόμματος. Αποκαθήλωσαν, επίσης, την προσωπολατρία, το αλάθητο του αρχηγού. Μην κοιτάτε ότι τώρα επανέρχεται σε μια μεταμοντέρνα συνθήκη, που νομίζω ότι η Μυρσίνη και ο Αντώνης δεν απέχουν, μακάρι να κάνω λάθος. Γι’ αυτό εξάλλου καταστατικά τα κόμματα μας είναι ανοικτά, πολυτασικά, το δικαίωμα στην κριτική είναι αναφαίρετο και η επικοινωνία οριζόντια. Πώς αλλιώς, ή πόσο μάλλον, στην εποχή του διαδικτύου και της παγκόσμιας διακίνησης της πληροφορίας; Καλώς ήρθατε στη χώρα του πραγματικού. Εργάστηκαν γι’ αυτό πολλοί στο πεδίο της θεωρίας –Γκράμσι, Αλτουσέρ, Πουλαντζάς– και πάρα πολλοί στο πεδίο. Στη δική μας αποσκευή περιλαμβάνονται από παλιά έννοιες που ο Αντώνης και η Μυρσίνη ανακαλύπτουν τώρα, ότι δηλαδή οι πόροι αντίστασης και συγκρότησης εναλλακτικών σχεδίων είναι διάχυτοι στην κοινωνία. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, από το Πόρτο Αλέγκρε και μετά στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και του κόσμου, υλοποιήθηκε η ιδέα της ενότητας, της ισότιμης συμβίωσης, του διαλόγου μεταξύ πολιτικών υποκειμένων και της κοινωνικής υποκειμενικότητας, όπως και οι πολλαπλές ταυτότητες όσων αντιστέκονται.

 

Δια ταύτα κόμμα καρτέλ;

 

Στον επίλογο του κειμένου τους, οι συγγραφείς εμφανίζονται ανυποψίαστοι, περιορίζουν τη λειτουργία του κόμματος στο πλαίσιο του κοινοβουλίου και του αναθέτουν ως αποκλειστικό καθήκον τη διαμόρφωση του νέου μπλοκ εξουσίας, δηλαδή την άνοδο ή την επάνοδο στην κυβέρνηση. Το πρόγραμμα, δηλαδή ποια είναι η προγραμματική βάση, η πολιτική δέσμευση; Τι ακριβώς θα κάνουν, τι θα αλλάξουν, τι θα μεταρρυθμίσουν αν τους ψηφίσουμε; Οι συγγραφείς το θεωρούν εν πολλοίς άχρηστο και αχρείαστο το ερώτημα. Αν, δηλαδή, θα είναι μια ακόμα συνηθισμένη διαχείριση –business as usual– ή μια σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Το διακύβευμα το αναθέτουν στην κοινωνική ενδεχομενικότητα, απροϋπόθετα. Αναπάντητα και απροσδιόριστα είναι τα ερωτήματα: σε ποιες κοινωνικές τάξεις απευθύνεται, σε ποιες κοινωνικές κατηγορίες; Στη μισθωτή εργασία, για παράδειγμα; Οι αυτοαπασχολούμενοι, οι νέοι και οι νέες, οι άνθρωποι του πολιτισμούς επωμίζονται το πολιτικό σχέδιο της νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας; Όλοι και κανείς; Πολλοί έχουν αναρωτηθεί ποιος τύπος οργάνωσης ταιριάζει στη σημερινή ψηφιακή εποχή. Είναι μόνο η ενσώματη συμμετοχή; Είναι μόνο ο οργανωμένος κόσμος; Ο Κώστας Δουζίνας έχει γράψει πολλά για τη ζεύξη των κοινωνικών δικτύων και του πολιτικού υποκειμένου, στις ίδιες στήλες. Όλοι και όλες αναζητούμε λύσεις στη σύζευξη του κοινωνικού με το πολιτικό, σε ένα ψηφιακό περιβάλλον με διάχυτες τις δεξιότητες, ιδιαίτερα των νέων. Αντίθετα, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τελικά αυτοί που θα μεταφράσουν το κοινωνικό αίτημα σε μεταρρυθμιστικό υπόδειγμα, είναι ο κεντρικός μηχανισμός του κόμματος μαζί με την κοινοβουλευτική ομάδα. Να προσθέσουμε στους παραπάνω και κάποιους τεχνοκράτες; Σίγουρα με τους ισχυρισμούς τους, το κόμμα των μελών είναι μια παρωχημένη υπόσχεση, και το ιστορικά και συγκρουσιακά διαμορφωμένο πολιτικό προσωπικό αναλώσιμο. Με λίγα λόγια, η προτροπή είναι η μετατροπή του κόμματος από κόμμα που επιχειρεί να ακούσει και να δεθεί με την κοινωνία με τα μέλη του, σε κόμμα του κράτους; Κόμμα καρτέλ το είπανε οι πολιτικοί επιστήμονες και οι ιστορικοί. Κόμμα που αντλεί πόρους και νομιμοποίηση από τη διαχείριση κρατικών υποθέσεων. Σε αυτό το επίπεδο οι διαχωριστικές εντάσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς χάνονται, οι συγκρίσεις γίνονται μεταξύ αρίστων και συριζομαδουραίων, οι κομψοί και οι αβράκωτοι. Οι πιο διεισδυτικοί πολιτικοί αναλυτές, εκείνοι που κάνανε συγκρίσεις στα ιστορικά παραδείγματα, καταλογίσανε την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, όχι μόνο γιατί συμμαχήσανε με τους νεοφιλελεύθερους, αλλά γιατί μετάτρεψαν τα κόμματα τους σε κόμματα καρτέλ. Εξηγούν ότι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο συντάχθηκε η σοσιαλδημοκρατία με τους χριστιανοδημοκράτες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και στη χώρα μας. Άρα σε τι μας προσκαλούν οι συγγραφείς;

Σημείωση

1. Στίχος του Δ. Σαββόπουλου.