Χωρίς κατηγορία

Το μίσος για τη νεολαία

Δεν κάνει κάτι πολύ διαφορετικό ο κ. Μητσοτάκης από τους υπόλοιπους ηγέτες της Ευρώπης όταν κατηγορεί τους νέους και τις νέες για τη διασπορά του κορονοϊού. Η γαλλική κυβέρνηση και αρκετές ευρωπαϊκές ηγεσίες είχαν την ίδια θέση στο blame game της πανδημίας. Τι κι αν οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν ότι το 98% της νεολαίας συμμορφώνεται με τα μέτρα, όπως σημειώνεται σε δημοσίευμα του Euroactiv, τελικά αυτό δεν έχει σημασία. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως ο πρωθυπουργός απλώς αντιγράφει τις πετυχημένες επικοινωνιακές στρατηγικές των ευρωπαίων ομολόγων του.

Το μίσος για τη νεολαία είναι «χαρακτηρολογικό» του ελληνικού πολιτικού και θεωρητικού συντηρητισμού αφ’ ής στιγμής εκείνη, με το συμβάν της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ματαίωσε τα σχέδια της χούντας για τη μετάβαση σε μια –για δεύτερη φορά– καχεκτική δημοκρατία1.  Η μετέπειτα διεκδικητική κουλτούρα των νέων και η εμβάθυνσή της στο χρόνο και το χώρο τσαλάκωσε πολλές φορές το μετριοπαθή λόγο δεξιών δημοσιολογούντων και πολιτικών που προσπάθησαν να την ερμηνεύσουν.

Ο Μητσοτάκης αντλεί από αυτό το ρηχό θεωρητικό οπλοστάσιο που με τα χρόνια έχει στατικά εμπεδωθεί στις αναλύσεις των πολιτικών του φίλων. Η «νεολατρεία» και ο «παιδισμός» της ελληνικής κοινωνίας –και ιδιαιτέρως της ελληνικής αριστεράς– ευθύνονται για τη διαμόρφωση ανεύθυνων και ναρκισσιστικών υποκειμένων που απαιτούν ασφάλεια όντας άπληστοι. Ούτε όμως αυτό αρκεί για να δει κανείς όλη την εικόνα.

 

Τα στοιχεία πίσω από το μίσος

 

Αν προσπαθούσαμε να αποσυσκευάσουμε το μίσος για τη νεολαία μπορούμε να πούμε περίπου τα εξής: Πρώτον, η ΝΔ γνωρίζει πως το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκε πλειοψηφικά από τη νεολαία. Συγκεκριμένα, στην ηλιακή ομάδα 17-34, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται πρώτος με 36,8% και ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία με 30,6%. Αν στο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ προστεθούν αυτά του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ 25 τότε η σύνολη Αριστερά φτάνει το 48%.

Δεύτερον, και συναφές με το παραπάνω, είναι πως παρά τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία, τελικά οι νέοι που ψηφίζουν είναι πολύ λιγότεροι από τις αμέσως επόμενες που ψηφίζουν πλειοψηφικά τη ΝΔ. Η επιλογή απαξίωσης της νεολαίας έτσι ώστε να απέχει από τις εκλογικές διαδικασίες φαίνεται να είναι στρατηγική και όχι τακτική: «φταίτε για τον κορονοϊό, για τις καταλήψεις, φταίτε που κάνετε σεξ, που βλέπετε σινεμά, που διασκεδάζετε, που πίνετε μπάφους… ακόμα δεν ξενερώσατε»;, φαίνεται να ρωτάει το κυβερνών κόμμα.

Τρίτον, η ΝΔ δεν έχει να προσφέρει κάτι στη νεολαία και εδώ είναι το κλειδί. Δεν θα μειώσει την ανεργία ή τις ανισότητες, δε θα ενισχύσει τη δημόσια παιδεία, δεν θα δώσει κίνητρα σε νέους επιχειρηματίες να δημιουργήσουν καλύτερες οικονομικές προοπτικές, δε θα συγκροτήσει ένα κοινωνικό κράτος επιτρεπτικό για δημιουργία νέων οικογενειών. Κι αν αυτά είναι οι βαριές υλιστικές μεταβλητές στην εξίσωση της προοπτικής των νέων, υπάρχουν εξίσου στιβαρές μεταϋλιστικές.

 

Κάτι λένε και οι έρευνες…

 

Σε έρευνα του το 2017, ο Γιάννης Μαυρής διαπίστωσε πως «η τάση πολιτικού ριζοσπαστισμού και οι ιδεολογικές ρωγμές, που προκάλεσε στην Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση, έχει πλέον ανακοπεί και απορροφηθεί». Κύριο υπεύθυνο γι’ αυτό θεωρούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανότατα ο Μαυρής είχε δίκιο το 2017, εντούτοις μέσα στις τέσσερις περισσότερο αποδεκτές κοινωνικά πολιτικές αξίες στην έρευνα του ήταν η οικολογία, ο φεμινισμός και ο σοσιαλισμός που δεν θα μπορούσαν να οριστούν ως συντηρητικές.

Κι αν αυτά ίσχυαν το 2017, το 2020 η έρευνα της Kapa Research  για το Ίδρυμα Φρίντριχ Νάουμαν για την Ελευθερία φανερώνει κι άλλα. Πλειοψηφικά οι πολίτες (πολλώ δε μάλλον οι νέοι) ζητούν ρύθμιση της αγοράς από το κράτος, την ανεξαρτησία της πολιτικής από τη θρησκεία, ίσα δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη έναντι της τήρησης της τάξης και της ασφάλειας, ενώ αποδέχονται ως γείτονες τους τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας.

Τούτων δοθέντων, το μίσος για τη νεολαία από τη σκοπιά της Δεξιάς είναι πολιτικός ορθολογισμός. Πώς μπορεί να εκληφθεί όμως, από τη σκοπιά της Αριστεράς η, τουλάχιστον ελλιπής, συμπερίληψη των αιτημάτων των νέων ανθρώπων στο αφήγημά της; Ή, αλλιώς, πως είναι δυνατόν ο πολιτικός ριζοσπαστισμός να κατέρχεται στην ιεραρχία των διαδικασιών, μέσω των οποίων θα κερδηθούν ηγεμονία και εκλογές, τη στιγμή που ήταν τελέσφορος έως τις τελευταίες κερδισμένες εκλογές, τη στιγμή που νέοι άνθρωποι τον επιτελούσαν ως τότε;

 

Τα υλικά μιας στεγνής ζωής

 

Ας είναι κατανοητό πως η δέουσα απάντηση στο «μίσος για τη νεολαία» είναι η κατοπτρική «αβάντα στη νεολαία» και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που ως στιγμής δείχνει να μπορεί να επινοεί. Αλλά έχει και λίγο ακόμη. Οι νέοι άνθρωποι δεν ζητούν απλώς μεγαλύτερους μισθούς, καλό σπίτι, γρήγορες μεταφορές. Αυτά είναι τα υλικά μιας στεγνής ζωής, όταν μόνο αυτά υφίστανται. Ενοχές, αγωνίες, καταθλίψεις, αδυνατότητα αγαπητικών σχέσεων, απελπισίες, κενή αλλά δεσπόζουσα εαυτότητα, αίσθημα αναυθεντικότητας, βουλιμικό καταβρόχθισμα εμπειριών που δεν μειώνουν το κενό, πλέκουν το υφάδι της απάντησης στο πρόβλημα: την έλλειψη πλούσιων νοημάτων, την ανάγκη αποκατάστασης του πνεύματος.

Και η αποκατάσταση του πνεύματος σε ένα στεγνό από πνεύμα κόσμο έρχεται –στην αρχή τουλάχιστον– μέσα από τη σφαλιάρα στο κυρίαρχο πνεύμα.

 

Σημειώσεις

1.   Βλέπε σχετικά, ανάμεσα σε άλλα στο: Σ. Σεφεριάδης (2010), Ο άδηλος ρόλος των συλλογικών δράσεων στην ελληνική καθεστωτική αλλαγή (1974): προκαταρκτικές σκέψεις για το Πολυτεχνείο, στο Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 36, σελ. 119-133