«Μπαμπά, σήκω, σήκω!»
Ο αγώνας ενάντια στις διακρίσεις, στην καταπίεση και την κακομεταχείριση των μαύρων είναι ένας αγώνας που δίνεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Αμερική. Ένας από τους ανθρώπους που έχουν πρωτοστατήσει στην αντιρατσιστική πάλη είναι ο Μέντγκαρ Γουίλι Έβερς, ο οποίος διετέλεσε γραμματέας της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων (ΕΕΠΕΑ) και υπεύθυνος εκστρατείας για τα πολιτικά δικαιώματα.
Η αποφασιστικότητά του να ενταχθεί στον αγώνα κατά των ανισοτήτων είχε αφετηρία τα προσωπικά του βιώματα και ενισχύθηκε μαθαίνοντας για τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι φτωχές μαύρες κοινότητες στον Νότο των ΗΠΑ. Η δουλειά του ως ασφαλιστικός πράκτορας του έδινε τη δυνατότητα να επισκέπτεται πολλά αγροκτήματα στα οποία δούλευαν επίμορτοι αγρολήπτες, οι οποίοι του παρουσίαζαν λεπτομερώς την εικόνα για τη διαβίωσή τους και τη συμπεριφορά που αντιμετώπιζαν από τους λευκούς ιδιοκτήτες γης.
Σημειώνεται ότι μεταξύ του 1889 και του 1940 είχαν λιντσαριστεί στις ΗΠΑ, και κυρίως σε φτωχές αγροτικές περιοχές του Νότου, σχεδόν 3.100 μαύροι. Ο Μέντγκαρ βρισκόταν στην πρώτη γραμμή για τη διερεύνηση αυτών των επιθέσεων και αγωνιζόταν με πάθος για να τις φέρει στη δημοσιότητα. Για να συλλέξει στοιχεία για τα βίαια συμβάντα, μεταμφιεζόταν συχνά σε φτωχό επίμορτο αγρολήπτη, άλλαζε αυτοκίνητα και επισκεπτόταν περιοχές αργά το βράδυ.
Η γνώση του για την κατάσταση και η θέληση που είχε για αντίσταση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης τον έφεραν στη θέση του ηγέτη του κινήματος των μαύρων στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αλλά και στο στόχαστρο των λευκών ρατσιστών. Οι τηλεφωνικές απειλές είχαν μόνιμη θέση στην καθημερινότητα του Έβερς, ενώ το όνομά του βρισκόταν σταθερά στις λίστες θανάτου των ρατσιστών. Στις αρχές του 1963, στο σπίτι του Έβερς τοποθετήθηκε εμπρηστική βόμβα και λίγους μήνες αργότερα, στις 12 Ιουνίου του 1963, δολοφονήθηκε με πισώπλατο πυροβολισμό από τον λευκό εθνικιστή Μπάιρον Ντε Λα Μπέκγουιθ.