Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συστηματικός πολιτικός αναλυτής για να εντοπίσει ότι η Ν.Δ. στην επικοινωνιακή ρητορική της δεν χρησιμοποιεί ποτέ για παράδειγμα, τον όρο ανεργία. Αρέσκεται στον όρο απασχόληση και στα συναφή. Το ίδιο συμβαίνει με το κράτος πρόνοιας, με το κοινωνικό κράτος ή με το κράτος δικαίου. Ποτέ επίσης δεν νοηματοδοτεί και δεν συνδέει άρρηκτα την ανάπτυξη με την πρόοδο, δηλαδή με τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, με τα εργασιακά δικαιώματα, με την προστασία του περιβάλλοντος και γενικά με την υπεράσπιση κοινωνικών κατακτήσεων. Ούτε βέβαια συνδέει την ανάπτυξη με τη δημοκρατία.
Προφανώς, επομένως, η Δεξιά καταπιέζεται από την αδιαμφισβήτητη υπεροχή και πληρότητα του ιδεολογικού λόγου της Αριστεράς. Αυτό δεν μπορεί να το αντέξει, πολύ περισσότερο τώρα, που διακατέχεται από το άγχος να προσδώσει στην εκλογική νίκη της χαρακτηριστικά στρατηγικής νίκης. Θα έλεγε κανείς ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αισθάνονται ότι είναι γι’ αυτούς ευκαιρία να κατοχυρώσουν άπαξ διά παντός, την ιδιοκτησία τους στο κράτος, κάτι που αμφισβητήθηκε έμπρακτα μέσα στην οικονομική κρίση και ιδιαίτερα με την Αριστερή διακυβέρνηση. Κυρίως αυτό δεν το άντεξαν με τίποτα!
Όλα αυτά έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και είναι ακριβώς αυτά που μας υποχρεώνουν και μας δεσμεύουν να συγκροτήσουμε τη δομική και προγραμματική μας αντιπολίτευση όχι μόνο με όρους εκλογικής τακτικής, αλλά κυρίως με όρους στρατηγικής προοπτικής. Δεν έχουμε χρόνο. Αυτόν τον αντιπολιτευτικό λόγο μας τον χτίζουμε τώρα και καθημερινά, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να τον αναδείξουμε ως πρώτη προτεραιότητα στην προσυνεδριακή συλλογική διαδικασία και στις αποφάσεις του συνεδρίου. Έχουμε πλέον τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες από όλη την τελευταία δεκαετία, κυρίως όμως από την άσκηση της κυβερνητικής ευθύνης. Γι’ αυτό και η εμβάθυνση της αξιολόγησης όλης αυτής της εμπειρίας, η λογοδοσία και ο αναστοχασμός πρέπει να γίνουν τα ισχυρότερα όπλα μας και να μην τα φοβηθούμε.