Η αντίπαλη πλευρά χρειάζεται να σκεφτεί σε τρία επίπεδα. Πρώτον, πώς από την έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 έως περίπου το 2014 η διαμαρτυρία επανανομιμοποιήθηκε ως τρόπος διεκδίκησης αιτημάτων, μέσα από συχνά δυναμικές κινητοποιήσεις σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Παρόλο που οι τότε δημοσιολογούντες των ΜΜΕ ήταν εξίσου εναντίον των κινημάτων, εντούτοις δεν τα κατάφερναν να κοντύνουν την ηγεμονία των ιδεών εκείνων των δρώντων. Οι ερμηνείες είναι πολλαπλών καταβολών, ωστόσο εκείνο που έχει ουσία να τονιστεί είναι ότι αυτά έγιναν υπό την υπόμνηση πως οι κινητοποιούμενοι αναλάμβαναν το κόστος να συγκρουστούν, να προσπαθήσουν να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους, να περισώσουν ό,τι μπορούν. Και το έκαναν αυτό και επειδή η εξουσία φάνταζε να τρεκλίζει, το παλιό φαινόταν να πεθαίνει.
Δεύτερον, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που η καταστολή ήταν πολύ λιγότερη ποιοτικά και ποσοτικά, παρά το ότι η ΔΕΛΤΑ διαλύθηκε κ.ο.κ., είναι σαφές πως θεσμικές, στρατηγικές τομές στη δομή και νοοτροπία της αστυνομίας δεν έγιναν. Δεν είναι της ώρας να πούμε το γιατί αυτή τη στιγμή, ωστόσο το γεγονός είναι ότι χάθηκε η πολιτική ευκαιρία, το μομέντουμ να αναδιοργανωθεί το αστυνομικό σώμα με όσο το δυνατόν πιο δημοκρατικό τρόπο. Η κοινωνική αυτή αναμονή, που έρχονταν από την προηγούμενη περίοδο που περιγράψαμε πριν, δεν εκπληρώθηκε. Τούτο δεν απογοήτευσε απλώς τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κατέστησε και ασύδοτους τους θύλακες εντός της ελληνικής αστυνομίας που περιμέναν να πάρουν εκδίκηση: «αυτό ζητούσαμε, να λυθούν τα χέρια μας», είχε πει λακωνικότερα ένας συνδικαλιστής της ΕΛΑΣ το 2019.
Τρίτον, και για να αφήσουμε τις εξουσίες, η καταστολή μπορεί να επιφέρει ενδυνάμωση των κινητοποιήσεων, ακόμα κι αν στην αρχή φαίνονται κοστοβόρες. Οι διαδηλωτές μπορούν να φανταστούν καινοτόμους τρόπους διαμαρτυρίας, που κατεβάζουν το κόστος κινητοποίησης για εκείνους και ανεβάζουν το κόστος καταστολής για το κράτος. Μια πρώτη κίνηση ήδη έγινε την 6η Δεκέμβρη και θα συνεχιστεί: στην Πετρούπολη, στο Περιστέρι, στην Κυψέλη κ.ο.κ. διοργανώθηκαν μικροκινητοποιήσεις πέρα από εκεί που φυλούσε η αστυνομία. Η δυσκολία για καινοτομία δεν σημαίνει και αδυνατότητα για αλλαγή του ρεπερτορίου δράσης. Είναι αναγκαίο να σκεφτούμε αυτή την περίοδο πέρα από την αίγλη ή τα στραπάτσα του παρελθόντος και την ανάγκη για συμμαχίες σαν συνδετικό κρίκο με αυτό. Αλλιώς θα μας νικάει ο Χρυσοχοΐδης, κι όσο να πεις είναι ντροπή και η ντροπή (ή/και η οργή) συνιστά πολύτιμο κινηματικό πόρο.