Βασίλης Ρόγγας

15
02

Βασίλης Ρόγγας: Ο νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση είναι «δροσερή πνοή για τη Δημοκρατία»!

Τι κι αν ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ του επεσήμανε πως οι «αιώνιοι φοιτητές» δεν κοστίζουν τίποτα στο ελληνικό δημόσιο; Τι κι αν όλη η αντιπολίτευση του τόνιζε τη βία και τις μπιζνες της ΔΑΠ και επίορκων δεξιών καθηγητών; Τι κι αν ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε πως το νομοσχέδιο δεν πρέπει να ψηφιστεί εν μέσω καραντίνας, γιατί δεν αφορά την πανδημία και έτσι ο διάλογος είναι ανεπαρκής; Τι κι αν πετιούνται έξω 25 χιλιάδες φοιτητές σύμφωνα με κόφτη του 10; Κανένα πρόβλημα, για την κυβέρνηση. «Περικοπές εισακτέων, κλείσιμο πανεπιστημιακών τμημάτων, ειδικοί φρουροί και αστυνομικά τμήματα στις πανεπιστημιουπόλεις, κάμερες στα αμφιθέατρα και στις συνελεύσεις των φοιτητών: να το όραμα της ΝΔ για την Παιδεία» συνόψισε ο Νίκος Φίλης τομεάρχης Παιδείας και εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ. «Σηκώνετε σκόνη για να κρύψετε από τη δημόσια συζήτηση το συμβόλαιο συμφερόντων που εκτελείτε, παρακάμπτοντας το ίδιο το Σύνταγμα, με τους ιδιοκτήτες κολεγίων τριετούς φοίτησης και μάλιστα αμφιβόλου επιστημονικής και εκπαιδευτικής επάρκειας» συνέχισε ο Αλέξης Τσίπρας και υπενθύμισε πως «τα πτυχία των οποίων τα εξισώσατε πριν ένα μήνα, σε ό,τι αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά των ΑΕΙ». Ωστόσο μάλλον ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης έθεσε καλύτερα από όλους το ζήτημα: «Πιστεύετε στην λογική που έχει ακουστεί από τα χείλη του ίδιου του πρωθυπουργού, ότι ο γιος του ψυκτικού πρέπει να παραμείνει ψυκτικός. Σας ενοχλεί η δυνατότητα που δίνει η εκπαίδευση, έτσι ώστε να υπάρχει μια κοινωνική κινητικότητα, ανέλιξη. Δεν αντιμετωπίζετε την εκπαίδευση ως αυταξία, η οποία λειτουργεί απελευθερωτικά για τον άνθρωπο. Θεωρείτε ότι οι κοινωνικές ανισότητες είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής. Κι αυτό το έχει πει ο πρωθυπουργός. Οι κοινωνικές ανισότητες ως αποτέλεσμα φυσικής επιλογής».
02
02

Βασίλης Ρόγγας: Ποιος φοβάται από την πολιτική βία;

Εκείνο που περισσότερο εννοούν όσοι θεωρούν το ζήτημα της πολιτικής βίας μείζον στην ελληνική κοινωνία, είναι πως η Αριστερά συχνά υπερασπίζεται στα δικαστήρια τα δημοκρατικά δικαιώματα αντιεξουσιαστών και μελών ένοπλων οργανώσεων. Πράγματι αυτό συμβαίνει, ωστόσο από τη σκοπιά του κράτους δικαίου και από καμία άλλη και τούτη τη φιλελεύθερη -στην ουσία- σημαία θα έπρεπε να την κρατάνε αυτοί που σήμερα εκτοξεύουν την κατηγορία. Κι είναι και ένα ακόμα. Όταν οι ενάντιοι στην πολιτική βία δεν βρίσκουν κουβέντα να πουν για την αστυνομική βία που πλειοψηφικά στρέφεται εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της Δεξιάς, των μεταναστών, των νέων κ.ο.κ., τότε η ισχύς του λόγου τους ή, εν πάσει περιπτώσει, η ειλικρίνειά τους μειώνεται. Πράγματι λοιπόν, ας ξεκινήσει μια ειλικρινής συζήτηση για τη βία. Χρειάζονται εκατέρωθεν παραδοχές, με το βάρος, όμως, να πέφτει καταρχάς και καταρχήν σε εκείνους που το θέτουν, αλλά και κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα.
17
12

Η καταστολή ως ευκαιρία

Η αντίπαλη πλευρά χρειάζεται να σκεφτεί σε τρία επίπεδα. Πρώτον, πώς από την έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 έως περίπου το 2014 η διαμαρτυρία επανανομιμοποιήθηκε ως τρόπος διεκδίκησης αιτημάτων, μέσα από συχνά δυναμικές κινητοποιήσεις σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Παρόλο που οι τότε δημοσιολογούντες των ΜΜΕ ήταν εξίσου εναντίον των κινημάτων, εντούτοις δεν τα κατάφερναν να κοντύνουν την ηγεμονία των ιδεών εκείνων των δρώντων. Οι ερμηνείες είναι πολλαπλών καταβολών, ωστόσο εκείνο που έχει ουσία να τονιστεί είναι ότι αυτά έγιναν υπό την υπόμνηση πως οι κινητοποιούμενοι αναλάμβαναν το κόστος να συγκρουστούν, να προσπαθήσουν να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους, να περισώσουν ό,τι μπορούν. Και το έκαναν αυτό και επειδή η εξουσία φάνταζε να τρεκλίζει, το παλιό φαινόταν να πεθαίνει. Δεύτερον, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που η καταστολή ήταν πολύ λιγότερη ποιοτικά και ποσοτικά, παρά το ότι η ΔΕΛΤΑ διαλύθηκε κ.ο.κ., είναι σαφές πως θεσμικές, στρατηγικές τομές στη δομή και νοοτροπία της αστυνομίας δεν έγιναν. Δεν είναι της ώρας να πούμε το γιατί αυτή τη στιγμή, ωστόσο το γεγονός είναι ότι χάθηκε η πολιτική ευκαιρία, το μομέντουμ να αναδιοργανωθεί το αστυνομικό σώμα με όσο το δυνατόν πιο δημοκρατικό τρόπο. Η κοινωνική αυτή αναμονή, που έρχονταν από την προηγούμενη περίοδο που περιγράψαμε πριν, δεν εκπληρώθηκε. Τούτο δεν απογοήτευσε απλώς τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κατέστησε και ασύδοτους τους θύλακες εντός της ελληνικής αστυνομίας που περιμέναν να πάρουν εκδίκηση: «αυτό ζητούσαμε, να λυθούν τα χέρια μας», είχε πει λακωνικότερα ένας συνδικαλιστής της ΕΛΑΣ το 2019. Τρίτον, και για να αφήσουμε τις εξουσίες, η καταστολή μπορεί να επιφέρει ενδυνάμωση των κινητοποιήσεων, ακόμα κι αν στην αρχή φαίνονται κοστοβόρες. Οι διαδηλωτές μπορούν να φανταστούν καινοτόμους τρόπους διαμαρτυρίας, που κατεβάζουν το κόστος κινητοποίησης για εκείνους και ανεβάζουν το κόστος καταστολής για το κράτος. Μια πρώτη κίνηση ήδη έγινε την 6η Δεκέμβρη και θα συνεχιστεί: στην Πετρούπολη, στο Περιστέρι, στην Κυψέλη κ.ο.κ. διοργανώθηκαν μικροκινητοποιήσεις πέρα από εκεί που φυλούσε η αστυνομία. Η δυσκολία για καινοτομία δεν σημαίνει και αδυνατότητα για αλλαγή του ρεπερτορίου δράσης. Είναι αναγκαίο να σκεφτούμε αυτή την περίοδο πέρα από την αίγλη ή τα στραπάτσα του παρελθόντος και την ανάγκη για συμμαχίες σαν συνδετικό κρίκο με αυτό. Αλλιώς θα μας νικάει ο Χρυσοχοΐδης, κι όσο να πεις είναι ντροπή και η ντροπή (ή/και η οργή) συνιστά πολύτιμο κινηματικό πόρο.
11
12

Ο λαός σώζει τον λαό

Έπειτα από τις μεγάλες κινητοποιήσεις της αντιμνημονιακής καμπάνιας το 2012, η δράση πολλών κατευθύνθηκε σε εγχειρήματα αλληλεγγύης. Τροφή, ρεύμα, στέγη, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, διασκέδαση και τέχνες θεωρήθηκαν από μεγάλη μερίδα του ανταγωνιστικού κινήματος πως χρειάζεται να καλυφθούν οπωσδήποτε. Ήταν εκείνες οι χρονιές, το 2013 και το 2014, που λόγω της οικονομικής κρίσης συσσωρεύονταν η δυσπραγία και ταυτόχρονα άνθισαν τα «σπάμε τους μεσάζοντες», τα κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, ωδεία και φροντιστήρια, τράπεζες χρόνου, ανταλλακτικά παζάρια, καταλήψεις και κοινωνικές κουζίνες. Ενδεικτικό είναι πως το 2014 λειτουργούσαν στην Ελλάδα 92 Κοινωνικά Ιατρεία [Π.χ. βλέπε Ηρώ Ευλαμπίδου, Μανόλης Κογεβίνας (2017), Κοινωνικά ιατρεία στην Ελλάδα: μελέτη ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος]. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαφής η κινηματική ύφεση αλλά και η καλυτέρευση των συνθηκών ζωής για πολλούς από όσους είχαν σφοδρά πληγεί, με διεύρυνση της κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς φυσικά να εκλείπουν τα προβλήματα. Το 2020 η ανάγκη για επανεφεύρεση της κινηματικής αλληλεγγύης φάνηκε ήδη από την πρώτη καραντίνα. Ενημερωτικοί, κινηματικοί και διαχειριστικοί ψηφιακοί κόμβοι δημιουργήθηκαν αμέσως και φυσικά από πίσω άνθρωποι οργανωμένοι ή με αναφορά στη ριζοσπαστική αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό χώρο προσπάθησαν για το καλύτερο. Η «Ομάδα ενημέρωσης και αλληλοβοήθειας ενάντια στην ασθένεια COVID-19» και οι σελίδες «Covid19: Κανένας Μόνος / Καμία Μόνη» και «Μένουμε Ενεργοί - υγεία, συλλογικότητα, αλληλεγγύη» παραμένουν οι πλέον πολυπληθείς. Ωστόσο η έμπρακτη, υλική αλληλεγγύη στη δεύτερη καραντίνα που διανύουμε έχει επεκταθεί και συνεχίζει να επεκτείνεται.
23
11

Το μίσος για τη νεολαία

Ας είναι κατανοητό πως η δέουσα απάντηση στο «μίσος για τη νεολαία» είναι η κατοπτρική «αβάντα στη νεολαία» και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που ως στιγμής δείχνει να μπορεί να επινοεί. Αλλά έχει και λίγο ακόμη. Οι νέοι άνθρωποι δεν ζητούν απλώς μεγαλύτερους μισθούς, καλό σπίτι, γρήγορες μεταφορές. Αυτά είναι τα υλικά μιας στεγνής ζωής, όταν μόνο αυτά υφίστανται. Ενοχές, αγωνίες, καταθλίψεις, αδυνατότητα αγαπητικών σχέσεων, απελπισίες, κενή αλλά δεσπόζουσα εαυτότητα, αίσθημα αναυθεντικότητας, βουλιμικό καταβρόχθισμα εμπειριών που δεν μειώνουν το κενό, πλέκουν το υφάδι της απάντησης στο πρόβλημα: την έλλειψη πλούσιων νοημάτων, την ανάγκη αποκατάστασης του πνεύματος.   Και η αποκατάσταση του πνεύματος σε ένα στεγνό από πνεύμα κόσμο έρχεται –στην αρχή τουλάχιστον– μέσα από τη σφαλιάρα στο κυρίαρχο πνεύμα.
14
10

Η λατρεία του τέλους

Η πολιτική στο επίπεδο της κυβέρνησης καθίσταται ολοένα και περισσότερο τέχνη της διαχείρισης των κρίσεων και η συγχώνευση θεάματος και πολιτικής το επικυρώνει. Δηλαδή, αν δεν αντιμετωπιστούν οι ενδημικές κρίσεις με επικοινωνιακή υπεροπλία (δηλαδή, στην εποχή μας με θέαμα, δραματοποίηση), τότε η απόδοση υπαιτιότητας για αυτές θα καταστρέψει πολιτικά αυτούς που κυβερνούν. Οι πολίτες αδυνατούν -μπουκωμένοι με εικόνες διαρκούς «βιβλικής καταστροφής»- να αντιληφθούν πως η κυρίαρχη πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με μερίδες κεφαλαιούχων που κατέχουν τα ΜΜΕ, ευθύνονται για τον αποπροσανατολισμό τους. Εδώ το ψέμα, ανάμεσα σε άλλα, εδράζεται στην αναπαραγωγή «εικόνων που σοκάρουν», δηλαδή στο «τι» και στο «πώς» έγινε το κακό που μας βρήκε και ουδόλως στο «ποιοι έχουν την ευθύνη» και στο «ποιο σχέδιο θα εκπονήσουμε για να μην ξανασυμβεί». Τούτα θα έπλητταν καίρια τους εντολείς της θεαματικής αυτής αναπαραγωγής και ίσως τους ανάγκαζαν σε απόσυρση, κατάσχεση περιουσίας, φυλάκιση. Λόγου χάρη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχει επενδύσει με όρους μονοκαλλιέργειας σχεδόν στην επικοινωνία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Η κυβερνώσα παράταξη δεν έχει ευθύνες για τον κορονοϊό, δεν έχει ευθύνες για τις Μυκήνες, για την Καρδίτσα κ.ο.κ. Για όλα φταίει κάτι αδύνατον να το αντιμετωπίσουμε, αλλά ακόμα κι αν έτσι είναι, δεν θα εκπονήσουμε σχεδιασμό για να το αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Η παθολογική αγάπη της Δεξιάς για την αύξηση της επικράτειας του εμπορεύματος καθιστά ευπώλητο εμπόρευμα την καταστροφή, εργαλείο αναπαραγωγής της ή έστω αποποίησής των ευθυνών της. Το τέλος και οι προεικονιστικές του παρουσίες στις λογιών λογιών καταστροφές είναι εκ της παρουσίασής τους η βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής: φυτεύεις θέαμα δια της κοινοτοπίας του Κακού (που μας βρήκε), θερίζεις ησυχία.
05
10

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020, 09:30, Εφετείο Αθηνών: Tο βροντερό παρόν των πεισμωμένων

Μια απόφαση που θα καταδικάζει τους φασίστες ως εγκληματική οργάνωση θα είναι το αποτέλεσμα δεκάδων συνδυασμένων παραγόντων. Ας είναι και το αποτέλεσμα της μεγαλειώδους εμφάνισης του κόσμου που δεν έχει τα συνήθη χαρακτηριστικά του αντιφασίστα ή εκείνου που "πρέπει να είναι εκεί".  Αυτός είναι ο Κόσμος των Μελισσών που περιέγραφε ο Θανάσης Καμπαγιάννης στην αγόρευσή του. Άνθρωποι που ενστικτωδώς ή από εμπειρία, με το καλό και όχι μόνο, χωρίς να χρησιμοποιούν βαρύ πολιτικό λεξιλόγιο, κατά μόνας, λίγοι ή και πολλοί μαζί έγιναν το φράγμα στην άνοδο του ναζισμού.   Όπως παππούδες και γιαγιάδες στα λεωφορεία που ξέρουν από μετανάστευση και προσφυγιά και δεν το βουλώνουν όταν προσβάλουν τους αλλοδαπούς συμπολίτες μας. Όπως ο κόσμος του Περάματος που αγκάλιασε τους Αιγύπτιους αλιεργάτες έπειτα από την επίθεση που δέχτηκαν. Όπως οι δυο κοπέλες, εκείνες οι συγκεκριμένες δυο κοπέλες, που έγιναν αυτόπτες μάρτυρες στη δολοφονία του Φύσσα και δεν κάθισαν στα αυγά τους, πήγαν και κατέθεσαν. Όπως οι γιαγιάδες της Λέσβου ή της Δυτικής Μακεδονίας που συμπονούσαν, μαγείρευαν και καλωσόριζαν τους Σύριους πρόσφυγες το 2015. Όπως οι χιλιάδες χιλιάδων που έστειλαν μια και δυο και πολλές φορές φαγητό, κουβέρτες, σκηνές για όλους τους πρόσφυγες και πρόσφατα για τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που έφυγαν από την κόλαση της Μόρια αφόρου κάηκε.   Όπως τα γεμάτα μπαλκόνια σε όλο τον δυτικό Πειραιά την ώρα που περνούσε η αντιφασιστική πορεία για την έβδομη επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Όπως η Μάγδα Φύσσα, άνθρωπος που με την τόσο ευθυτενή στάση του έχει συγκινήσει το πανελλήνιο: «Εσείς θεωρείτε ότι εγώ κάνω κάτι πολύ δυνατό. Εγώ κάνω ό,τι μπορώ να κάνω και για τον Παύλο και για όλα τα παιδιά εκεί έξω που θέλουν να είναι ελεύθερα», είχε δηλώσει τόσο μεστά πριν κάποιο καιρό σε συνέντευξή της. Και δεκάδες χιλιάδες ανώνυμοι, συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες, που με μικρές ή και πιο μεγάλες πράξεις γέρνουν καθημερινά το ζύγι προς τη μεριά της ανθρωπιάς. #ΔενΕίναιΑθώοι #ΟιΝαζίΣτηΦυλακή #ΜένουμεΕνεργοί #ΚανέναςΜόνος
03
10

41 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά

Νίκος Πουλαντζάς: "Το δίλημμα από το οποίο πρέπει να βγούμε είναι στο βάθος το ακόλουθο: είτε να διατηρήσουμε το υφιστάμενο Κράτος, να αρκεστούμε μόνο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία επιφέροντας τις δευτερεύουσες αλλαγές, πράγμα που καταλήγει στον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό και στον λεγόμενο φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό· είτε να αρκεστούμε μόνο στην άμεση δημοκρατία στη βάση ή στο αυτοδιαχειριστικό κίνημα, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, σ έναν κρατιστικό δεσποτισμό ή σε μια δικτατορία των εμπειρογνωμόνων. Πώς να συλλάβουμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του Κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχεριστικών εστιών, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού. ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν είναι επομένως απλός κοινοβουλευτικός ή εκλογικός δρόμος. Το να κερδηθεί η εκλογική πλειοψηφία (στη Βουλή ή για τη θέση του Προέδρου) δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια φάση, όσο κι αν αυτή είναι σπουδαία"
30
06

Μια ταξική πάλη «απρόβλεπτη και καπριτσιόζα». Σκέψεις για το «Ω, λε φιλαλάκο!» του Νίκου Γιαννόπουλου

Διαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατόν να ξαναβγούν στο δρόμο τέτοιοι ανθρωπολογικοί τύποι, αν τελοσπάντων το καλούπι έσπασε ή στην -πικρή- τελική αν χρειάζεται. Παρόλο που η ριζική ενδεχομενικότητα της ιστορίας είναι το μόνο βέβαιο, η τέτοια στάση ζωής σήμερα φαντάζει δύσκολη. Ωστόσο, αν με την ανάγνωση του Φιλαλάκου ζητάς να ξανασυμβούν όλα και καλύτερα, τότε έχεις διαβάσει ένα εμπρηστικό χωρίς μπουκάλι και στουπί βιβλίο. «Ποιοι και ποιες θα σηκώσουν τις κόκκινες και τις μαύρες σημαίες; Όπως πάντα, ο ξεσηκωμός δεν είναι νομοτέλεια, είναι ενδεχόμενο, πολλώ δε μάλλον η νίκη του. Όπως πάντα όμως αυτοί που θα τον διαπράξουν θα είναι οι από κάτω, που μάλλον δεν γνωρίζουν τον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ούτε ίσως ξέρουν ποια ακριβώς ζωή θέλουν, απλώς δεν αντέχουν αυτή που ζουν, οι καταπιεσμένοι και καταπιεσμένες κάθε εποχής, που βρίσκουν τα περάσματα…». Σε κάθε περίπτωση, για πολλές και πολλούς από εμάς, κάθε φορά που βλέπουμε το Νίκο να κάθεται με το λευκό του κρασί και το τσιγάρο του στο Στέκι, στο Αθήναιον, στη Μουριά ο κόσμος γίνεται κατά τι πιο ατόφιος. Ή και κατά πολύ.
17
06

Ο περίπατος;

Κατά τη διάρκεια της καραντίνας αναδείχτηκε πόσο ζωτικός για την ψυχική και σωματική ανάταση είναι ο δημόσιος, δηλαδή ο ανεμπόδιστος από απαγορεύσεις και εμπορεύματα, χώρος. Η υλοποίηση παρεμβάσεων που τον μεγαλώνουν στην Αθήνα, καταστατικά θα έπρεπε να μας βρίσκει σύμφωνους. (...) Αν δε μίκραινε η Πανεπιστημίου -που έκανε τζόγο με τα βρισίδια και την κίνηση- θα ασχολούνταν τα ΜΜΕ με το ζήτημα; Γιατί η κυκλοφορία των αυτοκινήτων είναι τόσο σημαντικό πράγμα και όχι τα ποδήλατα, τα ηλεκτρικά ποδήλατα, τα πατίνια, τα λεωφορεία, τα τρένα, το μετρό; Κι ακόμα περισσότερο: γιατί δεν κάναμε ποτέ κινητοποιήσεις υπέρ των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς; Θυμάμαι, δηλαδή, ιστορίες από τον Πετρούπολη με τον εμβληματικό κομμουνιστή Παξιμαδά να κατεβαίνει στα υπουργεία και να απαιτεί συγκοινωνία για την πόλη του, αλλά αυτά έγιναν πριν 50 χρόνια και παραμένουν ιστορία και όχι πολιτική ύλη στο σήμερα. Καταλαβαίνω επίσης τη δουλειά που έγινε από το Γιάννη Καλαντίδη και τον Τρίτση, ίσως δείχνουν τον εναλλακτικό δρόμο. Η μάχη για μια ανανεωμένη αστικότητα, χωρίς τους αποκλεισμούς κοινωνικής διάκρισης που από τη φύση του παράγει ο καπιταλισμός επιβάλλοντας χώρους και χρόνους πάνω μας, απαιτεί φαντασιακό πέρα και έξω από όσα έχουν υπάρξει: «γιατί να μην αντιτάξουμε εφήμερες πόλεις στην αιώνια πόλη και κινούμενες κεντρικότητες στα μόνιμα κέντρα»;