Η λατρεία του τέλους
Η πολιτική στο επίπεδο της κυβέρνησης καθίσταται ολοένα και περισσότερο τέχνη της διαχείρισης των κρίσεων και η συγχώνευση θεάματος και πολιτικής το επικυρώνει. Δηλαδή, αν δεν αντιμετωπιστούν οι ενδημικές κρίσεις με επικοινωνιακή υπεροπλία (δηλαδή, στην εποχή μας με θέαμα, δραματοποίηση), τότε η απόδοση υπαιτιότητας για αυτές θα καταστρέψει πολιτικά αυτούς που κυβερνούν. Οι πολίτες αδυνατούν -μπουκωμένοι με εικόνες διαρκούς «βιβλικής καταστροφής»- να αντιληφθούν πως η κυρίαρχη πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με μερίδες κεφαλαιούχων που κατέχουν τα ΜΜΕ, ευθύνονται για τον αποπροσανατολισμό τους. Εδώ το ψέμα, ανάμεσα σε άλλα, εδράζεται στην αναπαραγωγή «εικόνων που σοκάρουν», δηλαδή στο «τι» και στο «πώς» έγινε το κακό που μας βρήκε και ουδόλως στο «ποιοι έχουν την ευθύνη» και στο «ποιο σχέδιο θα εκπονήσουμε για να μην ξανασυμβεί». Τούτα θα έπλητταν καίρια τους εντολείς της θεαματικής αυτής αναπαραγωγής και ίσως τους ανάγκαζαν σε απόσυρση, κατάσχεση περιουσίας, φυλάκιση.
Λόγου χάρη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχει επενδύσει με όρους μονοκαλλιέργειας σχεδόν στην επικοινωνία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Η κυβερνώσα παράταξη δεν έχει ευθύνες για τον κορονοϊό, δεν έχει ευθύνες για τις Μυκήνες, για την Καρδίτσα κ.ο.κ. Για όλα φταίει κάτι αδύνατον να το αντιμετωπίσουμε, αλλά ακόμα κι αν έτσι είναι, δεν θα εκπονήσουμε σχεδιασμό για να το αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Η παθολογική αγάπη της Δεξιάς για την αύξηση της επικράτειας του εμπορεύματος καθιστά ευπώλητο εμπόρευμα την καταστροφή, εργαλείο αναπαραγωγής της ή έστω αποποίησής των ευθυνών της. Το τέλος και οι προεικονιστικές του παρουσίες στις λογιών λογιών καταστροφές είναι εκ της παρουσίασής τους η βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής: φυτεύεις θέαμα δια της κοινοτοπίας του Κακού (που μας βρήκε), θερίζεις ησυχία.