Τη νύχτα εκείνη, η Σταματίνα Κανελλοπούλου, εργάτρια από το Περιστέρι, έπεσε αναίσθητη και αιμόφυρτη από αλλεπάλληλα χτυπήματα αστυνομικών κλομπ στην οδό Πανεπιστημίου. Μια ομάδα αστυνομικών την ξυλοκόπησε και τη χτύπησε αλύπητα στο κεφάλι και στο σώμα. Μεταφέρθηκε αναίσθητη στο «Ιπποκράτειο» όπου άφησε την τελευταία της πνοή, προτού οι γιατροί της προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Το πόρισμα του ιατροδικαστή συγκλονίζει: 18 χτυπήματα στο κρανίο, πολλαπλά κατάγματα και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση.
Ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής συμμετείχε στη συγκεκριμένη πορεία με τους συντρόφους του της «Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου». Στην Πλατεία Συντάγματος έγινε θύμα άγριας επίθεσης των ΜΑΤ, η οποία τον άφησε επί τόπου βαριά τραυματισμένο. Μάλιστα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Κουμής δεν είχε λάβει καν μέρος στα επεισόδια, αλλά καθόταν σε παρακείμενο καφενείο την ώρα των επεισοδίων. Ο Κουμής μεταφέρεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο και το βράδυ της Κυριακής είναι ήδη κλινικά νεκρός. Την Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου, κηδεύεται στην Κύπρο και αμέσως μετά πραγματοποιείται πορεία διαμαρτυρίας προς την Ελληνική Πρεσβεία της Λευκωσίας. (...)
Την ευθύνη για τα αιματηρά γεγονότα ο πολιτικός κόσμος αποφάσισε να τη ρίξει στους διαδηλωτές. Στις 10 το βράδυ της ημέρας των επεισοδίων ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει ότι «μικρές ομάδες ανευθύνων στοιχείων και προβοκατόρων άγνωστης και ύποπτης προέλευσης δημιούργησαν θλιβερά έκτροπα με προφανή σκοπό να αμαυρώσουν και να δυσφημήσουν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο του Πολυτεχνείου». Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση περιορίστηκε να εκφράσει την οργή της για τις «οργανωμένες ομάδες αναρχικών και εξτρεμιστικών στοιχείων» που «αμαύρωσαν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο και προκάλεσαν βάναυσα τα δημοκρατικά και ειρηνικά αισθήματα του συνόλου του ελληνικού λαού». Σε ό,τι αφορά το θάνατο της Κανελλοπούλου, η κυβέρνηση περιορίσθηκε να δηλώσει ότι «για τις συνθήκες υπό τις οποίες σημειώθηκε ο θάνατος νεαρής εργάτριας διετάχθησαν διοικητικές ανακρίσεις».
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή μία εβδομάδα αργότερα ο πρωθυπουργός, κ.Ράλλης, έκανε την εξής δήλωση που έμεινε στην ιστορία: «Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη». «Θα ήταν σε θέση, πραγματικά, η Αστυνομία στο σημείο της σύγκρουσης να προχωρήσει με ελιγμό τέτοιο, ώστε να αποκοπεί, το επαναλαμβάνω, το σώμα των 2.000 εξτρεμιστών και εκεί να τους αντιμετωπίσει», δήλωσε από την πλευρά του και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όσο για τις «διοικητικές ανακρίσεις» για το θάνατο των δύο διαδηλωτών καμία απάντηση δε δόθηκε, κανένας ένοχος δεν τιμωρήθηκε. Τα ονόματά τους κοντεύουν να ξεχαστούν στις μέρες μας, τοποθετούμενα στον τραγικό κατάλογο των νεκρών αγωνιστών για τους οποίους δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη.