Αννέτα Καββαδία

20
09

Αννέτα Καββαδία: Ακριβώς όπως τα λέτε, κύριε Μητσοτάκη…

Η ζώσα πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έτσι όπως αυτή βρίσκει πλήρη εφαρμογή στις βάρβαρες πολιτικές της ΝΔ, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού ή απόσυρσης. Και η επιλογή μεταξύ των δύο κόσμων, καθίσταται πλέον αναπόφευκτη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα –με τη συνένοχη σιωπή της κυβέρνησης απέναντι στη, φασιστικής κοπής, συμπεριφορά του Κ. Μπογδάνου και τη δημόσια στοχοποίηση νηπίων μεταναστευτικής καταγωγής εκ μέρους του– είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα που δείχνουν τον δρόμο. Και καθιστούν την επιλογή, εύκολη τελικά υπόθεση. Γιατί όπως γράφει ο Μπόμπιο, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι «που η πολιτική τους δράση θα υποκινείται από μια μύχια αίσθηση ανικανοποίητου και που θα υποφέρουν μπροστά στις αδικίες των σύγχρονων κοινωνιών… θα διατηρούν ζωντανά τα ιδεώδη που έχουν συνυπογράψει εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα όλα τα αριστερά κινήματα της Ιστορίας». Ναι, το πολιτικό, πολιτιστικό, αξιακό χάσμα που χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά είναι τεράστιο. Αβίαστα βγαλμένη από το στόμα του Κυριάκου Μητσοτάκη η αλήθεια αυτή, συνηγορεί στο ότι οι μάχες που έχουμε μπροστά μας έχουν ήδη προκαθορισμένη αφετηρία, προκαθορισμένο περιεχόμενο, προκαθορισμένο στόχο. Το πώς θα δοθούν οι μάχες αυτές, με ποια χαρακτηριστικά και ποια θα είναι η έκβασή τους, έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό να κάνει και με τη σαφήνεια του στίγματος που θα εκπέμψουν οι δυνάμεις της Αριστεράς και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου. Η εκ νέου κινητοποίηση των ευάλωτων, λαϊκών στρωμάτων, η επανάκτηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, η επαναδημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τη νεολαία, δεν είναι καθόλου εύκολος στόχος. Επιτυγχάνεται μόνο με την αλήθεια, τον ξεκάθαρο λόγο, τη δημιουργία προοπτικής. Και υπονομεύεται από το θολό αφήγημα, τις παλινωδίες, την ενσωμάτωση.
13
09

Αννέτα Καββαδία: Πολέμησε τον Δεκέμβρη…

«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» τραγουδούσε ο Μίκης και μαζί του μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που του οφείλουν το ευ σκέπτεσθαι, τις αξίες και την πολιτικοποίησή τους. Και ήταν πραγματικά ανατριχιαστικό να βλέπει κανείς αυτό το ανομοιογενές πλήθος να κατακλύζει τον χώρο γύρω από τη Μητρόπολη προκειμένου να πει το τελευταίο αντίο, να τον αποχαιρετά τραγουδώντας «η ζωή τραβά την ανηφόρα». Όχι, η μουσική του Μίκη δεν γράφτηκε εν κενώ. Έχει σαφές ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο το οποίο δεν μπορεί να απαλειφθεί. Και ο ίδιος δεν ήταν «πολιτικά μόνος», ούτε «ανένταχτος». «Να αφήσω αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής», ζήτησε με επιστολή του προς τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ενώ για τον τάφο του θα επέλεγε τη φράση: «Πολέμησε τον Δεκέμβρη», όπως ο ίδιος είχε εκμυστηρευθεί. Αυτά δεν τον αφήνουν έξω από ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο καθιστώντας κυρίαρχη τη σύνδεσή του με την Αριστερά. Όσο κι αν η δεξιά παράταξη, με πρόσχημα την οικουμενικότητα του έργου του, επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το εθνικό πένθος. Ναι, χωρίς το Μίκη θα ήμασταν αλλιώς…
07
09

Αννέτα Καββαδία: Φτιαχτή πραγματικότητα με ημερομηνία λήξης

Η απροκάλυπτη χρήση του δημοσιογραφικού λόγου –με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις– ως όχημα προώθησης της κυβερνητικής ατζέντας της ΝΔ, τείνει να γίνει πια ο κανόνας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο ορισμός της έννοιας «είδηση» να αποκτά πια νέο περιεχόμενο: δεν έχει να κάνει δηλαδή με το ποιο γεγονός έχει βαθύτερη και ουσιαστικότερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο, αλλά ποιο γεγονός είτε ενεργοποιεί συναισθηματικά ανακλαστικά στο θεατή είτε εξυπηρετεί το κυβερνητικό αφήγημα. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων, οι οποίοι πριν ψηφίσουν είναι τηλεθεατές ή χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χειραγωγείται με βάση τα συναισθήματά του και από την αφήγηση ιστοριών. Όχι από γεγονότα. Ο δημόσιος λόγος, λοιπόν, δεν χρειάζεται να είναι πια έγκυρος για να είναι αποτελεσματικός. Αρκεί να είναι αληθοφανής, να μοιάζουν όσα λέγονται ως εύλογα, ικανά να κινητοποιούν το κοινό. Την ίδια ώρα, αρκεί να αποσιωπηθούν ειδήσεις που βλάπτουν το κυβερνητικό αφήγημα έτσι ώστε να περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο πως συγκεκριμένα προβλήματα δεν υφίστανται. Αρκεί –σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν στελέχη μεγάλων συστημικών εφημερίδων παραδέχονταν και μιλούσαν σε επιστολές παραίτησής τους για τον «αγώνα που δώσαμε οι δημοσιογράφοι (σσ. συγκεκριμένου εκδοτικού συγκροτήματος) ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ»– να δηλώνεται και να αποδεικνύεται με κάθε τρόπο η προσήλωση στις βουλές των σημερινών κυβερνώντων. Όμως οι αυξήσεις-φωτιά στα είδη διατροφής, στο ψωμί, στο ρεύμα, στη βενζίνη, η τραγική κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οι απαράδεκτες συνθήκες στα νοσοκομεία, τα κοντέινερς –εν είδει αιθουσών– στις αυλές των σχολείων, ακόμα κι αν δεν βρίσκουν τη θέση τους στην ιεράρχηση των δελτίων ειδήσεων, είναι η ζώσα πραγματικότητα. Που όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να την εξωραΐσουν, όσο κι αν θυσιάζουν, με το αζημίωτο φυσικά, τον δημοσιογραφικό λόγο –τον, ως οφείλει να είναι, πολυφωνικό, δημοκρατικό, δημιουργικό, με αποχρώσεις και σεβασμό στη διαφορετικότητα δημοσιογραφικό λόγο– στο βωμό πολιτικών, κομματικών, επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων, δεν μπορούν να αντιστρέψουν το γεγονός πως η πραγματικότητα είναι εδώ. Και επιμένει. Είναι λοιπόν απορίας άξιο (ή μήπως όχι;) το πώς ενώ όλες οι έρευνες καταγράφουν θεαματική υποχώρηση της αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ, αυτά δείχνουν όχι μόνο να μην προβληματίζονται, όχι μόνο να μην αναζητούν τα αίτια αυτής της πτώσης αλλά να επιμένουν στον άκριτο εναγκαλισμό με τη συγκεκριμένη πολιτική κάστα που μας κυβερνά. Επιμένουν να κατασκευάζουν μια πραγματικότητα που πόρρω απέχει από τα καθημερινά βιώματα του μέσου πολίτη της χώρας ποντάροντας σε μια πλασματική παντοδυναμία που έχει όμως από καιρό εκλείψει. «Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», είναι το μότο τους και σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση, συναγωνίζονται σε αναλγησία. Ο καθένας ωστόσο έχει τις ευθύνες του και τις επιλογές του. Το «ως εδώ» σε αυτή την κατασκευασμένη πολιτικοδημοσιογραφική «φούσκα» φαντάζει ως η μόνη επιλογή…
02
08

Αννέτα Καββαδία: Πράξεις για παράσημο, απόψεις για αποκλεισμό

Ο Ιάσονας Αποστολόπουλος βρέθηκε στο στόχαστρο όχι για τις πράξεις του αλλά για τις απόψεις του. Κι αυτό είναι το επικίνδυνο. Η αναβίωση δηλαδή άλλων εποχών, όταν η ποινικοποίηση της γνώμης οδηγούσε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Κι εδώ είναι η μεγάλη ευθύνη της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η οποία, αντί να υπερασπιστεί την αρχική της απόφαση και να βραβεύσει τις πράξεις του διασώστη (που αυτές ήταν και το κίνητρο για να συμπεριληφθεί στην αρχική λίστα), αποδέχτηκε –εμμέσως πλην σαφώς– ότι οι δημόσια εκφρασμένες κριτικές απόψεις του αναιρούν τη σπουδαιότητα των πράξεών του οι οποίες παύουν αυτόματα να θεωρούνται άξιες για βράβευση! Τι μας λένε, δηλαδή; Ότι η πολιτεία  δεν είναι δυνατόν να βραβεύσει κάποιον ο οποίος την έχει κριτικάρει; Ότι πρέπει να σιωπούμε για να μη θιγεί η εικόνα της χώρας ή ότι είναι λάθος να απαιτούμε να αλλάξει στάση η Ελλάδα και τα σώματα ασφαλείας να σέβονται τη νομιμότητα; Ότι η δημοκρατία που ευαγγελίζονται δεν είναι τόσο ανεκτική στην κριτική; Λέει σε ένα σημείο συνέντευξής του στον ιστότοπο ieidiseis.gr, ο κοσμήτορας πολιτικών επιστημών του Παντείου, Δημήτρης Χριστόπουλος: «Θεωρώ ότι στην Ελλάδα σήμερα βιώνουμε μια στρατηγική ιδεολογική επίθεση ενός νεοσυντηρητικού αυταρχισμού που δεν κομίζει καλά νέα στην ποιότητα της δημοκρατίας μας. Σε αυτό πρωταγωνιστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με όλα τα πρωτοπαλίκαρα της μεταπολιτευτικής Άκρας Δεξιάς που έχει δίπλα του. Και αυτές οι πολιτικές επιλογές στο τέλος θα καταπιούν και τον ίδιο». Η προσωπική τύχη του Κ. Μητσοτάκη μάς αφήνει παγερά αδιάφορους. Η ποιότητα της δημοκρατίας όμως, είναι υπόθεση όλων. Γι’ αυτό και οι ευθύνες της Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αντιστρόφως ανάλογες με το ρόλο που της επιφυλάσσει το σύνταγμα. Από την ίδια εξαρτάται πώς θα διαχειριστεί το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Ο ευτελισμός του, πάντως, δεν θα έπρεπε να είναι στις επιλογές της.  
26
07

Αννέτα Καββαδία: Υποκρισία, εμμονές και στο βάθος ιδεοληψία

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων που μας κυβερνά, απεχθάνεται το δημόσιο πανεπιστήμιο. Και τα αίτια αυτής της απέχθειας, πέραν της αλλεργίας για τα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να αναζητηθούν –όσο και αν ακουστεί κλισέ– στην ιδεολογία της Δεξιάς σε σχέση με τον περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας και τα κοινωνικά στεγανά. Η πρόθεση και η αντίληψή τους για σχολεία πολλών ταχυτήτων, καθώς και η «σφαγή» εισακτέων που γίνεται αυτές τις μέρες, δεν είναι τίποτα άλλο από την ακραία απόληξη της δεξιάς ιδεοληψίας περί ψευδώνυμης αριστείας. Μεγαλωμένοι, οι περισσότεροι, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, με το μέλλον τους προδιαγεγραμμένο, που ούτε είχαν, ούτε ήθελαν ποτέ να έχουν σχέση με τα παιδιά των δημόσιων σχολείων, που δεν σέβονται τη φοβερή αυτή δοκιμασία των πανελλαδικών εξετάσεων, η οποία περιλαμβάνει όλη την οικογένεια, δεν αισθάνονται την παραμικρή τύψη για τον αποκλεισμό του σχεδόν 1/3 όσων έδωσαν εξετάσεις, καθώς με βάση τη θεώρησή τους, «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι στο πανεπιστήμιο». Εμμονικά ιδεοληπτικοί, μεθοδεύουν ένα οπισθοδρομικό και αναχρονιστικό δημόσιο σχολείο, με εξοβελισμένα μαθήματα όπως αυτά της Κοινωνιολογίας και της Καλλιτεχνικής Παιδείας, αποδεικνύοντας το πώς αντιλαμβάνονται τον αταξικό (όπως θα έπρεπε να είναι) χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Η σύγχρονη Αριστερά έχει την ευθύνη να περιγράψει ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Όχι στο οικονομίστικο επίπεδο ή στο επίπεδο μιας επίπλαστης «ανάπτυξης», αλλά στο πλαίσιο μιας απελευθερωτικής διαδικασίας. Τα θολά ιδεολογήματα και τα αμφίσημα της «οικονομίας της γνώσης» δεν εξυπηρετούν αυτή την προοπτική. Και σίγουρα δεν αφήνουν το περιθώριο να προτεραιοποιηθούν τα κεφαλαιώδη της εκπαίδευσης, της έρευνας, της δίκαιης ανάπτυξης, της προσωπικής και συλλογικής ευτυχίας.
19
07

Αννέτα Καββαδία: Φεμινισμός: Συλλογική διεκδίκηση – πολιτική πρόταση

Η σημερινή εικόνα –με το ελληνικό και διεθνές #metoo να ανοίγει στόματα, με τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να αυτοοργανώνονται, με ένα παρεμβατικό κίνημα δικηγόρων να πρωτοστατεί– δεν είναι άσχετη με τους πολύχρονους αγώνες, τόσο σε πολιτικό/κινηματικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, που προηγήθηκαν. Αγώνες στους οποίους επένδυσε το φεμινιστικό κίνημα, ένα από τα αποτελέσματα των οποίων αποτυπώνεται στην έκταση που παίρνει σήμερα η δημόσια ορατότητα της σύγκρουσης. Σε μια στιγμή μάλιστα που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επιχειρείται να εμπεδωθεί η ιδεολογική κυριαρχία της Δεξιάς –με αφομοιωτικές, μεταξύ άλλων, χειρονομίες (επιτροπή για την εθνική στρατηγική ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ+ από τη μια, «εξωγήινοι» στον Υμηττό από την άλλη) που στοχεύουν στην οικειοποίηση των μακροχρόνιων αγώνων– έχει σημασία η υπενθύμιση των όσων προηγήθηκαν. Όχι μόνο ως φόρος τιμής, αλλά γιατί δημιούργησαν εκείνο το υπόβαθρο στο οποίο συναντιέται και χτίζεται σήμερα το πιο ριζοσπαστικό, ανυποχώρητο, διεκδικητικό κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος που απαιτεί ασφάλεια, διαφάνεια, λογοδοσία για όλ@. Που δεν διστάζει να καταγγείλει και που διεκδικεί να το βλέπουν, να το ακούν. Γιατί στην εμπέδωση της αντίληψης πως εγκλήματα σαν της Ηλιούπολης, εγκλήματα που διαιωνίζουν τον κύκλο της κακοποίησης γυναικών και θηλυκοτήτων, σχετίζονται ευθέως με διακρίσεις και στερεότυπα, αλλά και απέναντι σε ένα σύστημα που αποθεώνει τον ατομικισμό, λοιδορεί τη συλλογικότητα, ευνοεί τους διαχωρισμούς, είναι κομβικής σημασίας οι ιδεολογικοπολιτικές αναφορές και αφετηρίες. Γιατί το αίτημα για εκδημοκρατισμό της αστυνομίας και ξήλωμα των ακροδεξιών θυλάκων στους κόλπους της, για ύπαρξη δομών για γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που βιώνουν κακοποίηση ή απειλή, για ενημέρωση, εκπαίδευση, ευαισθητοποίηση από το σχολείο (στον αντίποδα της κατάργησης πχ των θεματικών εβδομάδων) και τα ΜΜΕ μέχρι τη γειτονιά, δεν είναι αιτήματα «ορφανά» ιδεολογικού προσήμου. Η σερβιτόρα στην Ηλιούπολη, όπως και οι αυτόπτες μάρτυρες στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα που «δεν κοίταξαν τη δουλειά τους», δεν γύρισαν την πλάτη και κατέθεσαν στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αντιστάθηκαν στην κυρίαρχη κουλτούρα της κοινωνικής απάθειας (που τεχνηέντως καλλιεργείται). Και αυτό είναι, αν μη τι άλλο, ελπιδοφόρο…
12
07

Αννέτα Καββαδία: Πείθω, πείθεις, πείθει…

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: ο εμβολιασμός είναι από τα σημαντικότερα «όπλα» απέναντι στην πανδημία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η αύξηση των εμβολιασμένων θα περιορίσει τους κινδύνους. Δεν θα τους εξαλείψει, αλλά θα τους περιορίσει. Και η παραδοχή αυτή καθιστά τους πολίτες συνυπεύθυνους στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το 4ο κύμα της πανδημίας, το οποίο μας χτυπά ήδη την πόρτα. Ειδικά από την στιγμή που ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός, καθένας και καθεμιά αναλαμβάνει και την ευθύνη των πράξεών του. Αυτή είναι, όμως, η μία πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, μπορεί η ατομική ευθύνη να υποκαταστήσει την κρατική μέριμνα; Μπορεί η άρνηση ορισμένων να εμβολιαστούν να αποτελεί άλλοθι για το κυβερνητικό αλαλούμ και να απαλλάσσει από τις ευθύνες της την πολιτεία; Πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι η κυβέρνηση όταν αντί να επιδοθεί σε μια εκστρατεία πειθούς για τη σημασία των εμβολιασμών, τους υπονομεύει καθημερινά με επιπόλαιες αναρτήσεις για την επιτυχία της στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και προσπαθεί μετά, με μαστίγιο και καρότο, να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, νίπτοντας τας χείρας της για τις κοινωνικές εντάσεις που προκαλεί; Όταν αντί να ενθαρρύνεται και να επιβάλλεται η εδραίωση της επιστήμης και του ορθού λόγου σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου –σχολεία, ΜΜΕ, πολιτική– όχι απλώς υπονομεύονται, αλλά «στήνονται στο απόσπασμα»; (Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η κατάργηση των κοινωνικών επιστημών και η μείωση ωρών μαθημάτων όπως της χημείας. Η ασυδοσία και η ροπή «μεγαλοδημοσιογράφων» σε κάθε λογής παραδοξολογία χωρίς ουσιαστικό αντίλογο ή η εμφανής –παρά τις τελευταίες συναντήσεις του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο– απροθυμία της κυβέρνησης να μιλήσει ανοιχτά, φοβούμενη το πολιτικό κόστος, για τις ευθύνες της εκκλησίας στη διασπορά του ιού). Όταν χωρίς αιδώ οι κυβερνώντες «εργαλειοποιούν» την επιτροπή των ειδικών, οι οποίοι αντί να αντιδράσουν, δέχονται να χρησιμοποιείται η επιστημοσύνη τους στο βωμό κομματικών σκοπιμοτήτων; Ισχυρίζομαι πως η πλειονότητα όσων έχουν αμφιβολίες για τον εμβολιασμό, δεν ανήκουν στην κατηγορία των «ψεκασμένων», αυτών που θεωρούν ότι «θα μας βάλουν τσιπάκι». Οι πολλοί έχουν λάθος ή ελλιπή ενημέρωση, κάτι για το οποίο ευθύνονται και όσοι από το πολιτικό φάσμα ή την επιστημονική κοινότητα εξέπεμψαν τόσα αντικρουόμενα μηνύματα (δεν μιλώ για τους «αρνητές», αυτοί δεν θα πειστούν ποτέ).
05
07

Αννέτα Καββαδία: Αριστερή ματιά, αριστερά προτάγματα

Αναμφίβολα, η εποχή που ζούμε θέτει τα ερωτήματα με τα οποία οφείλουμε να αναμετρηθούμε. Και η Αριστερά οφείλει να συμπυκνώνει από την σκοπιά του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της κοινωνίας. Σαφώς και σήμερα δεν αρκεί ένα φύλλο πορείας από τα άπαντα του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν, όπως παλιά. Χρειάζεται πυξίδα, αλληλεγγύη, γενναιότητα. Χρειάζεται τα κόμματα της Αριστεράς να είναι τόποι ήθους, μέσα σε ένα περιβάλλον διάβρωσης κάθε δημόσιου χώρου με κοινωνική αποστολή. Και εχθρικοί τόποι για τα κάθε λογής νέα κατεστημένα, για τον ελιτισμό, την εξουσιαστική λογική, τις πολιτικές στροφές, τη συνύφανση με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Έτσι ώστε να (ξανα)γίνουν ελκυστικά και για τους νέους –αποστασιοποιημένους από την πολιτική– ανθρώπους. Προσοχή όμως: η νεολαία να έρθει όχι απλώς για να μας στηρίξει, αλλά για να μας «αποσταθεροποιήσει». Να φέρει τον αέρα της αμφισβήτησης, τα αδυσώπητα ερωτηματικά της, τα νέα μέτωπα πάλης της δικής της εποχής. Μιλάμε για νέους ανθρώπους που ζουν την κρίση της εκπαίδευσης, την ανεργία, την πτώση των αξιών. Που έχουν ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση για το δικαίωμά τους στην αποτυχία και στο λάθος, για τη δεύτερη και τρίτη ευκαιρία, για το «μαζί», για την απελευθέρωση από την αφόρητη πίεση της κατάκτησης της ατομικής πρωτιάς. Άνθρωποι που ήταν αγέννητοι όταν κατέρρεε ο «σοσιαλιστικός κόσμος», που δεν έζησαν ούτε τη μεγάλη προσδοκία ούτε την καθολική πτώση. Δεν ήταν εκεί, όπως πολλές και πολλοί από εμάς, ούτε «πριν» ούτε «τότε». Είναι μπροστά σε ένα ξένο, ακατανόητο και σιβυλλικό «μετά». Δεν κατανοούν εύκολα τον δικό μας κόσμο ιδεών. Και ο καλύτερος κόσμος που αποζητάμε δεν θα είναι ποτέ εφικτός, αν δεν γίνει ο κόσμος της νεολαίας. Όχι μιας μικρής της ομάδας αλλά της πλειονότητάς της. Αυτό που αντιστοιχεί στην Αριστερά είναι όχι να περιγράφει αλλά να δίνει λύσεις στις εκρηκτικές κοινωνικές αντιθέσεις. Που τις αντιλαμβανόμαστε τόσο περισσότερο, όσο λιγότερο κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη.
28
06

Αννέτα Καββαδία: Και στο βάθος alt right

Εδραίωση, λοιπόν, και ενίσχυση ενός κοινωνικού συντηρητισμού –με εμφανείς, συχνότατα, ακροδεξιές επιρροές– είναι ο διακηρυγμένος στόχος της Δεξιάς. Ούτε τον κρύβει, ούτε αισθάνεται άσχημα για αυτόν. Για την επίτευξή του χρησιμοποιεί όλα τα μέσα, στην ιεράρχηση των οποίων η καλλιέργεια ενός συλλογικού υποσυνείδητου απαλλαγμένου από «επικίνδυνες» ιδεολογικές «στρεβλώσεις», αξιολογείται πολύ ψηλά. Γι’ αυτό και το συστηματικό ξήλωμα κατακτήσεων του παρελθόντος, γι’ αυτό και η (στα όρια της εμμονής) προσπάθεια απαξίωσης αιτημάτων του παρόντος –με χαρακτηριστικό παράδειγμα, και λόγω τραγικής συγκυρίας, τη δυσανεξία να εισαχθεί ο όρος γυναικοκτονία στο Ποινικό Δίκαιο (καθώς κάτι τέτοιο «απειλεί» συγκεκριμένες δομές και νόρμες)- γι’ αυτό και η μύηση των πολιτών στο «ασφαλές», στο «πικάντικο», στο «εύκολο», στο «δήθεν», γι’ αυτό και η ανοχή – αν όχι η υποδαύλιση – σε ό,τι δυναμιτίζει τη διεκδίκηση, νεκρώνει την ενσυναίσθηση, συκοφαντεί τη συλλογικότητα. Γιατί αν κάτι μπορεί να αντικρούσει τη σχεδιασμένη επίθεση της Δεξιάς, αν κάτι μπορεί να αποτελέσει το αντίβαρο στην αποδυνάμωση των κοινωνικών αντιστάσεων, αυτό δεν είναι παρά η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Που για να πραγματωθεί, ωστόσο, χρειάζεται προσήλωση – ασχέτως κομματικού ρίσκου και κόστους - σε αρχές, ιδέες και αξίες. Έτσι ώστε στην επόμενη ανατριχιαστική είδηση, να μην ξαναψάχνουμε…σύννεφο να πέσουμε.
14
06

Αννέτα Καββαδία: Αριστερά – Δεξιά: πάντα εδώ

Η νέα διαιρετική τομή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Αφορά τι κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε: βασισμένη στην ιδιωτικοποίηση, την ευελιξία, την ανασφάλεια, τις ανισότητες και την ξενοφοβία ή στον επανασχεδιασμό του παραγωγικού ιστού της χώρας, την προάσπιση του δημοσίου και του κοινού, τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας; Αφορά τη μάχη για την κυριαρχία των πανανθρώπινων αξιών της Αριστεράς: την οικουμενικότητα, τον διεθνισμό, την αλληλεγγύη, την ισότητα, την κοινωνική ευθύνη, την ηθική διάσταση της πολιτικής. Αυτά τα άυλα και οραματικά αιτήματα που εμπνέουν, κατακτούν συνειδήσεις, εξάπτουν το φαντασιακό, προκαλούν συναισθηματικές ταυτίσεις, προσθέτουν πλούτο νοήματος. Η διαχρονική, επίμονη, λοιπόν, προσπάθεια να καταστούν οι ιδέες της Αριστεράς πλειοψηφικές, έτσι ώστε να αποτελέσουν το οπλοστάσιο των υποτελών τάξεων, δεν πρέπει επ’ ουδενί να υπονομευθεί μέσα από επιλογές που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της. Η επιλογή της κεντροποίησης, την οποία τόσο ανάγλυφα αποδομεί ο Γιατζόγλου, δεν μπορεί να συνιστά επί της ουσίας ούτε καν επιλογή. Αλλού πρέπει να πέσει το βάρος: στο μπόλιασμα του αναγκαίου θεωρητικού αναστοχασμού και της επικαιροποιημένης ταξικής ανάλυσης, με νέες διεκδικήσεις όπως για παράδειγμα: η ενσωμάτωση των εξαιρετικά επίκαιρων περιβαλλοντικών ζητημάτων, η κινηματική δυναμική των ζητημάτων έμφυλης βίας και δολοφονικής δυσανεξίας στη διαφορετικότητα (υποθέσεις Ελένης Τοπαλούδη, Ζακ Κωστόπουλου), η επανασύσταση του κράτους δικαίου απέναντι στη δεξιά τιμωρητική διάσταση του κράτους (υπόθεση Δημάκη), η αποδοχή μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας με την ενσωμάτωση προσφύγων και μεταναστών και ούτω καθεξής. Το υπό ψήφιση εργασιακό νομοσχέδιο –όπως και αντίστοιχα που προηγήθηκαν (Παιδείας, Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη, Μετανάστευσης, Περιβάλλοντος)– δεν είναι αταξικό. Έχει συγκεκριμένη στόχευση, πλήττει συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, ευνοεί συγκεκριμένες άλλες. Συμπυκνώνει με άλλα λόγια, και αυτό, τη διαιρετική τομή μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς. Μια τομή που είναι εδώ, που ήταν ανέκαθεν εδώ. Και που οι δυνάμεις της Αριστεράς έχουν κάθε λόγο να την υπηρετούν και να την αναδεικνύουν αφού είναι αυτή –και το ενσώματο υποκείμενό της– που υπαγορεύει το αφήγημα που κάθε φορά πρέπει να ακολουθηθεί.