Macro

Αννέτα Καββαδία: Έξις δευτέρα φύσις

«Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Κάπως έτσι πορεύεται από την αρχή της διακυβέρνησής της η ΝΔ, ακριβώς έτσι έστησε –και συνεχίζει να στήνει– το επικοινωνιακό της αφήγημα και ουδόλως προτίθεται να αναθεωρήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και όταν τα στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα –όπως πχ η κατάταξη της Ελλάδας στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου ή η προτελευταία θέση σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των πολιτών– ακόμα και τότε, επιχειρείται η πλήρης διαστρέβλωση της εικόνας. Έχοντας υφάνει γύρω της ένα ισχυρότατο δίχτυ προστασίας, με τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ όχι απλώς να τη στηρίζουν, αλλά να έχουν δημιουργήσει ασφυκτικές και πρωτοφανείς συνθήκες σε ό,τι αφορά την ενημέρωση του λαού, επιδίδεται σε έναν αγώνα χωρίς αρχές και κανόνες, όπου η εξαφάνιση κάθε άλλης άποψης, η διαστρέβλωση, η συκοφαντία, ακόμα και η δολοφονία χαρακτήρων, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και εντάσσονται σε ένα πολιτικό σχέδιο, η επιτυχία του οποίου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και τον «στραγγαλισμό» κάθε αντίθετης φωνής. Κάτι που φυσικά επιτυγχάνεται, αν ρίξει κανείς μια ματιά στα τηλεοπτικά προγράμματα από τα οποία –πλην ελάχιστων, μεμονωμένων περιπτώσεων– εκλείπουν εντελώς οι πολιτικές εκπομπές.

Λογοκρισία και στα social media

Κι αφού, λοιπόν, είναι αυτό το πλαίσιο, ποια ανάγκη ωθεί την κυβέρνηση να επιχειρεί –μέσω των μηχανισμών που διαθέτει– να βάλει χέρι και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης; Η ερώτηση φαντάζει οξύμωρη, αν αναλογιστεί κανείς τον στρατό των πληρωμένων τρολ της ΝΔ που αναλαμβάνουν, με το αζημίωτο, να σπιλώνουν υπολήψεις, να εκτοξεύουν απειλές, να βρίζουν και να συκοφαντούν (τελευταίο παράδειγμα, και πάλι, ο διασώστης Ιάσονας Αποστολόπουλος, ο οποίος δεν έκανε τίποτα άλλο από το να μιλήσει για παράνομες επαναπροωθήσεις και απωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο, αυτές που ανάγκασαν σε παραίτηση τον πρώην επικεφαλής της Frontex, και ο οποίος δέχεται τις τελευταίες ημέρες σωρεία διαδικτυακών απειλών).

Είναι, όμως, οξύμωρη η ερώτηση – διαπίστωση; Για να δούμε… Τις προηγούμενες ημέρες γίναμε μάρτυρες δύο περιστατικών –που έρχονται σε συνέχεια παρόμοιων, στο παρελθόν, περιστατικών εις βάρος «αντιφρονούντων», δημοσιογράφων και όχι μόνο– και τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή αυτών των σκέψεων. Το πρώτο περιστατικό αφορούσε το κατέβασμα από το facebook ενός βίντεο της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, με το οποίο –υπό τον τίτλο: «ένα ευχαριστώ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη»– στηλίτευε τα κακώς κείμενα: ακρίβεια, ανεργία, υπέρογκα ενοίκια. Το δεύτερο, το κατέβασμα –και πάλι από το facebook– ανάρτησης της Πρωτοβουλίας «Όχι Αστυνομία στα Πανεπιστήμια», μια σελίδα την οποία ακολουθούν σταθερά στο fb 20.000 χρήστες και την τελευταία χρονιά δέχθηκε 300.000 μοναδικούς επισκέπτες. Να θυμηθούμε στο σημείο αυτό, την εντονότατη ενόχληση που είχε προκαλέσει στο Μαξίμου η επιτυχία του καυστικού βίντεο του Μιθριδάτη, το «κόψιμο» από την ΕΡΤ του τραγουδοποιού Δημήτρη Μητσοτάκη μετά την απάντησή του –μέσω twitter– στον γιο του πρωθυπουργού, ή το κατέβασμα του λογαριασμού του stand up κωμικού, Χριστόφορου Ζαραλίκου, στο twitter.

Σχέδιο «μετασχηματισμού» του κριτικού λόγου

Είναι προφανές πως η κυβέρνηση της ΝΔ ενοχλείται. Ενοχλείται όταν υπάρχουν έστω και χαραμάδες κριτικού λόγου. Και αυτή τη στιγμή, ο μόνος χώρος δημόσιου διαλόγου, που όχι μόνο ασκεί κριτική σε θέματα που αποκρύπτονται συνήθως από τα συστημικά ΜΜΕ, αλλά πολλές φορές λειτουργεί αποτρεπτικά και ακυρωτικά σε αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές ενέργειες της κυβέρνησης, είναι ο χώρος των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.

Γι’ αυτό και όπως φαίνεται, αναζητείται εδώ και καιρό τρόπος χειραγώγησής τους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχεδόν προανήγγειλε την πρόθεσή του για έλεγχο του διαδικτύου, μιλώντας στη Βουλή στις 12/3/21, αλλά και σε συνέντευξή του στην Καθημερινή στις 4/7/21. Στην ομιλία του στο αμερικανικό Κογκρέσο στις 18/5/22, αλλά και λίγο αργότερα στο Νταβός στις 25/5/22. Κοινή συνισταμένη των τοποθετήσεών του, η ανάγκη «μετασχηματισμού των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), ώστε να είναι λιγότερο διαβρωτικά», ή η ανάγκη «αντιμετώπισης των στεγανών και των στερεοτύπων που αναπαράγονται εντός των ΜΚΔ, κάτι που αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία και το επίπεδο του διαλόγου», όπως είπε.

Επικαλούμενος τις υπαρκτές τοξικές και κακοποιητικές αναρτήσεις, τη ρητορική μίσους και τη δολοφονία χαρακτήρων, στην οποία επιδίδονται κατά κόρον χρήστες του διαδικτύου –στους οποίους, ωστόσο, έχει σαφέστατα επενδύσει η ΝΔ, αφού τα πληρωμένα τρολ του Μαξίμου και της Πειραιώς δεν κάνουν καν τον κόπο να κρυφτούν– ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του επιχειρούν να μεταφέρουν και στο διαδίκτυο το μοντέλο της απόλυτης χειραγώγησης, που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ.

Ούτε σχισμή αμφισβήτησης

Θα αναρωτηθεί, ωστόσο, κανείς: μα, είναι δυνατόν η ΝΔ –το κόμμα με χρέη 392 εκατομμύρια ευρώ, το κόμμα που έκανε μία από τις πιο πολυδάπανες διαφημιστικές καμπάνιες στο διαδίκτυο και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης από το 2019 μέχρι το 2020, και που, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Google, κατατάσσεται δεύτερο πανευρωπαϊκά στη σχετική λίστα– να θέλει να απονευρώσει ένα τέτοιο εργαλείο; Το θέμα είναι τι μετράει περισσότερο στην κυβερνητική ζυγαριά: η διατήρηση ενός χώρου, στον οποίο ναι μεν έχει επενδύσει, αλλά λειτουργεί και ως χώρος αμφισβήτησης της πολιτικής της –με όλους τους κινδύνους που αυτή η αμφισβήτηση συνεπάγεται για το παρόν και το (εκλογικό) μέλλον της– ή ο πλήρης έλεγχός του, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται και τη δική της μειωμένη επιδραστικότητα σε αυτό το πεδίο;

Ρίχνοντας μια ματιά στη μιντιακή πραγματικότητα της χώρας μας, με τις κάθε είδους λίστες Πέτσα να έχουν διαμορφώσει την εικόνα, μάλλον καθίσταται αυτονόητη η απάντηση. Τα ελέγχει, άλλωστε, (σχεδόν) όλα. Και αυτό που περισσότερο μετράει για τη ΝΔ, σε προεκλογική μάλιστα περίοδο, είναι να μην υπάρξει ούτε σχισμή αμφισβήτησης. Και στη βάση αυτή, παίρνονται οι αποφάσεις.

Αννέτα Καββαδία