Η απροκάλυπτη χρήση του δημοσιογραφικού λόγου –με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις– ως όχημα προώθησης της κυβερνητικής ατζέντας της ΝΔ, τείνει να γίνει πια ο κανόνας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο ορισμός της έννοιας «είδηση» να αποκτά πια νέο περιεχόμενο: δεν έχει να κάνει δηλαδή με το ποιο γεγονός έχει βαθύτερη και ουσιαστικότερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο, αλλά ποιο γεγονός είτε ενεργοποιεί συναισθηματικά ανακλαστικά στο θεατή είτε εξυπηρετεί το κυβερνητικό αφήγημα. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων, οι οποίοι πριν ψηφίσουν είναι τηλεθεατές ή χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χειραγωγείται με βάση τα συναισθήματά του και από την αφήγηση ιστοριών. Όχι από γεγονότα. Ο δημόσιος λόγος, λοιπόν, δεν χρειάζεται να είναι πια έγκυρος για να είναι αποτελεσματικός. Αρκεί να είναι αληθοφανής, να μοιάζουν όσα λέγονται ως εύλογα, ικανά να κινητοποιούν το κοινό.
Την ίδια ώρα, αρκεί να αποσιωπηθούν ειδήσεις που βλάπτουν το κυβερνητικό αφήγημα έτσι ώστε να περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο πως συγκεκριμένα προβλήματα δεν υφίστανται. Αρκεί –σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν στελέχη μεγάλων συστημικών εφημερίδων παραδέχονταν και μιλούσαν σε επιστολές παραίτησής τους για τον «αγώνα που δώσαμε οι δημοσιογράφοι (σσ. συγκεκριμένου εκδοτικού συγκροτήματος) ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ»– να δηλώνεται και να αποδεικνύεται με κάθε τρόπο η προσήλωση στις βουλές των σημερινών κυβερνώντων. Όμως οι αυξήσεις-φωτιά στα είδη διατροφής, στο ψωμί, στο ρεύμα, στη βενζίνη, η τραγική κατάσταση στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οι απαράδεκτες συνθήκες στα νοσοκομεία, τα κοντέινερς –εν είδει αιθουσών– στις αυλές των σχολείων, ακόμα κι αν δεν βρίσκουν τη θέση τους στην ιεράρχηση των δελτίων ειδήσεων, είναι η ζώσα πραγματικότητα. Που όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να την εξωραΐσουν, όσο κι αν θυσιάζουν, με το αζημίωτο φυσικά, τον δημοσιογραφικό λόγο –τον, ως οφείλει να είναι, πολυφωνικό, δημοκρατικό, δημιουργικό, με αποχρώσεις και σεβασμό στη διαφορετικότητα δημοσιογραφικό λόγο– στο βωμό πολιτικών, κομματικών, επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων, δεν μπορούν να αντιστρέψουν το γεγονός πως η πραγματικότητα είναι εδώ. Και επιμένει.
Είναι λοιπόν απορίας άξιο (ή μήπως όχι;) το πώς ενώ όλες οι έρευνες καταγράφουν θεαματική υποχώρηση της αξιοπιστίας των ελληνικών ΜΜΕ, αυτά δείχνουν όχι μόνο να μην προβληματίζονται, όχι μόνο να μην αναζητούν τα αίτια αυτής της πτώσης αλλά να επιμένουν στον άκριτο εναγκαλισμό με τη συγκεκριμένη πολιτική κάστα που μας κυβερνά. Επιμένουν να κατασκευάζουν μια πραγματικότητα που πόρρω απέχει από τα καθημερινά βιώματα του μέσου πολίτη της χώρας ποντάροντας σε μια πλασματική παντοδυναμία που έχει όμως από καιρό εκλείψει. «Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», είναι το μότο τους και σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση, συναγωνίζονται σε αναλγησία. Ο καθένας ωστόσο έχει τις ευθύνες του και τις επιλογές του. Το «ως εδώ» σε αυτή την κατασκευασμένη πολιτικοδημοσιογραφική «φούσκα» φαντάζει ως η μόνη επιλογή…