Κατέ Καζάντη

29
10

Τι ακριβώς συμβαίνει στο «κράτος των Εξαρχείων»;

Η ουσία είναι πως, μαγικώ τω τρόπω, η τάξις απεκαταστάθη. Τόσο σύντομα, που τρίβεις τα μάτια σου. Όχι πως έφυγαν οι πρεζέμποροι, ετούτοι όμως δεν θεωρήθηκαν ποτέ από το σύστημα ως το μεγάλο πρόβλημα. Οι “γνωστοί άγνωστοι”, όμως, έγιναν καπνός. Και η τηλοψία έπαψε να μεταδίδει τον καιόμενο κάδο. Και τα χημικά εξαντλήθηκαν. Και μένει να εκκρεμεί το ερώτημα πώς τα κατάφερε η δεξιά. Και πού, ακριβώς, κάτω από ποια σκέπη, διαμένουν τώρα οι νεαροί ταραξίες. Τώρα, λοιπόν, που ένα βίντεο, με μαινόμενο άνδρα των ΜΑΤ να σπάει, παντελώς αναίτια, βιτρίνα καταστήματος στα Εξάρχεια, τα άνωθεν ερωτήματα γίνονται, ξανά, επίκαιρα. Όπως επίσης και ο ρόλος των μηχανισμών καταστολής, με τις ρίζες στα πιο βαθιά σκοτάδια του αυταρχισμού, που έρχονται, ή δεν έρχονται, στην επιφάνεια αναλόγως των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Και στους οποίους μηχανισμούς οι κυβερνήσεις δεν έχουν πάντα πρόσβαση, όταν μάλιστα η ιδεολογική διαφορά είναι τέτοια που δεν το επιτρέπει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αξίζει τον κόπο να δει κανείς/μια έναν επονομαζόμενο μπάχαλο να σπάει βιτρίνα και ευθύς αμέσως τον άνδρα των ΜΑΤ να πράττει το ίδιο. Βρείτε, εάν υπάρχουν, τις διαφορές. Ιδού μια ωραία και ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά.   
15
10

Κατέ Καζάντη: Στα βουλεβάρτα του ξεδιάντροπου βοναπαρτισμού

Η ξεδιαντροπιά πάει χέρι χέρι με τον ηγεμονισμό. Ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, ας πούμε, ο ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα, αφού κέρδισε τις εκλογές, με την ξεδιαντροπιά του ηγεμόνα που τον διακατείχε, κατάργησε τη γαλλική δημοκρατία και στέφτηκε αυτοκράτορας (1851). Κι ενώ το αίμα των εργατών, μετά το πέρας των λεγόμενων “τριών αιματηρών ημερών”, δεν είχε καλά καλά στεγνώσει στους δρόμους των Παρισίων, αποφάσισε να φτιάξει νέα βουλεβάρτα. Τα βουλεβάρτα εκείνα θεωρήθηκαν εργαλεία διείσδυσης του κεφαλαίου σε λαϊκές περιοχές της πρωτεύουσας. Με τη δημιουργία τους καταστράφηκαν διάφορες “διαβολικές” συνομοταξίες πολιτών, όπως των βυρσοδεψών επί παραδείγματι, οι οποίες, συχνά πυκνά, χαλούσαν την αστική γαλήνη. Η αρχιτεκτονική τους και ο μνημειακός χαρακτήρας τους απηχούσε την παντοδυναμία του αυτοκράτορα και την κοινωνική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης Αλλά τα νέα βουλεβάρτα ήταν, πρωτίστως, δημόσιες επενδύσεις, σχεδιασμένες όμως για να προωθήσουν τα ιδιωτικά κέρδη. Κι επειδή, κατά Χομπσμπάουμπ, μπαίνουμε πια στη λεγόμενη “εποχή του κεφαλαίου”, ο χαρακτήρας της πόλης αλλάζει, η οποία εκπίπτει σε χώρο εμπορικών μοναχά δραστηριοτήτων, κατάσταση που αποκλείει τον λαό. Κι όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν λάτρης της τρυφής, το υπόδειγμά του ακολούθησε, μιμητικά, η κυρίαρχη αστική τάξη. Ιδεολογικοί απόγονοι της λουδοβίκειας πρακτικής υπάρχουν πολλοί, παντού στον κόσμο. Είναι αυτοί “της οικογενείας” με τα κληρονομικά δικαιώματα, οι πορφυρογέννητοι. Που αυταρχικά κι αυθάδικα θαρρούν πως ο κόσμος τους ανήκει κι οι λαοί τους χρωστάνε. Σπαταλούν χρήμα, χτίζοντας, γκρεμίζοντας και πάλι απ’ την αρχή, δίχως να δίνουν λογαριασμό. Στο δήμο της Αθήνας, ο ανιψιός, ο γιος κι ο εγγονός, ο μαστροχαλαστής, ουδόλως κόπτεται για το φιάσκο του Περιπάτου του και την κακή του φήμη. Έχει να ονειρεύεται τα βουλεβάρτα του, μετά βαΐων και πλατάνων, λησμονώντας πως έχει ο καιρός γυρίσματα.
01
10

Κατέ Καζάντη: The Bachelor, το σόου της γυναικείας κακοποίησης

Οι γυναικοκτόνοι και οι λοιποί κακοποιητές δεν φυτρώνουν παρασιτικά, ανάμεσα σε λιβάδια με τριαντάφυλλα και άλλα καλλωπιστικά φυτά. Καθορίζονται από τις συνθήκες της ύπαρξής τους και όχι μοναχά τις υλικές: καθορίζονται κυρίως από την κουλτούρα της εποχής η οποία πριμοδοτεί ή δεν πριμοδοτεί την ανισότητα των φύλων και τους επιτρέπει ή δεν τους επιτρέπει να φέρονται αυταρχικά, με βάση ένα, τρόπον τινά, κατεστημένο εθιμικό πατριαρχικό δίκαιο. Οι εκφάνσεις μιας τέτοιας κακοποιητικής κουλτούρας γίνονται παραπάνω από φανερές στην βιομηχανία του θεάματος. Η αναπαραγωγή των στερεοτυπικών ρόλων, από το χοντροκομμένο γυναίκα πρωτίστως μάνα πλένει πιάτα, άντρας κουβαλητής, μέχρι τη σεξουαλικοποίηση της γυναικείας ταυτότητας, με την αποθέωση μιας στερεοτυπικής ομορφιάς κ.ο.κ., λειτουργεί σε δυο επίπεδα: ως καταπιεστικός μηχανισμός για τα θηλυκά και ως μηχανισμός επικύρωσης της αρσενικής κυριαρχίας, ταυτόχρονα. Η φιλοσοφία του “άντρας είμαι, ό,τι θέλω κάνω” και οι γυναίκες κτήμα μου υποκρύπτεται παντού: πίσω από την κυρίαρχη θρησκεία με τον ώμο του Αδάμ, πίσω από την ιεροποίηση της μητρότητας, πίσω από την ενοχή της σεξουαλικής απόλαυσης. Υποκρύπτεται, στις σύγχρονες κοινωνίες, πίσω από τις περισσότερες, δήθεν για “λαϊκή κατανάλωση”, εκπομπές της τηλεόρασης, κι ας παραμένει ζητούμενο αν οι ινστρούχτορες της τηλοψίας γνωρίζουν τι εστί λαός. Κι επειδή συχνά αναφέρεται ο ρόλος της μάνας, άρα της γυναίκας, στην ανατροφή των κακοποιητών, λογική που μετατρέπει και πάλι το θύμα σε θύτη, απαλλάσσοντας από κάθε ενοχή τους όντως ενόχους, να κραυγάζεις με κάθε ευκαιρία τις ευθύνες των από πάνω, που κατασκευάζουν αξιακά συστήματα και ανθρωπολογικά πρότυπα, είναι χρέος. Κορωνίδα του είδους που χαϊδολογεί τα ένστικτα του κυρίαρχου “ό,τι θέλω κάνω”, το διαβόητο The Bachelor. Το οποίο, σημειωτέον, προβλήθηκε σε ένα σωρό χώρες του δυτικού κόσμου, από τις ΗΠΑ όπου και δημιουργήθηκε, μέχρι την Αυστραλία, τη Σουηδία ή τη Ρουμανία. Στην Ελλάδα προβάλλεται για δεύτερη σεζόν. Φυσικά, ουδείς θεσμός παρενέβη για την απαγόρευση της προβολής του, πουθενά. Συνεχίζει απρόσκοπτα τον κακοποιητικό του ρόλο, με τον αφέντη να διαλέγει γυναίκα από το χαρέμι κατά τις ορέξεις του. Έτσι, η αδυνατότητα του αρσενικού να κατανοήσει ότι το όχι είναι όχι, γίνεται υπόθεση ενός συγκεκριμένου πολιτισμού ο οποίος παράγει και καταναλώνει τέτοια σκουπίδια.
29
09

Κατέ Καζάντη: Όταν η Αριστερά φοβάται την Αριστερά

Η Αριστερά δεν είναι μια αναλώσιμη επινόηση. Είναι, αν όχι ένας επαναστατικός δρόμος συστημικών ανατροπών, ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί το μείζον πρόβλημα του καπιταλισμού, η μεγάλη απόκλιση δηλαδή μεταξύ τής αξίας του κεφαλαίου και των μισθών. Έτσι, ακόμα κι αν οι γηραιότεροι έπεσαν στη συστημική παγίδα της απαξίωσης, οι νέοι έχουν άλλες θέσεις και προθέσεις: δίχως να σημαίνει πως έγιναν αίφνης επαναστάτες κομμουνιστές όσοι γεννήθηκαν μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του '80 και τα μέσα της δεκαετίας του '90, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος Όουεν Τζόουνς, από όσους γνωρίζουν τον Κάρολο Μαρξ, οι μισοί έχουν θετική άποψη γι’ αυτόν, σε σύγκριση με το 40% της γενιάς Χ και μόλις το 20% των baby boomers. Σύμφωνα δε με έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούλιο από το δεξιό Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (ΙΕΑ), οι νεότεροι Βρετανοί πήραν μια αποφασιστική αριστερή στροφή. Σχεδόν το 80% κατηγορεί τον καπιταλισμό για τη στεγαστική κρίση, ενώ το 75% πιστεύει ότι η έκτακτη κλιματική κατάσταση είναι «συγκεκριμένα καπιταλιστικό πρόβλημα». Συνολικά το 67% θέλει να ζήσει κάτω από ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα. Αυτοί που έζησαν και ζουν στο πετσί τους μόνο τις δύο τελευταίες κρίσεις του συστήματος -οικονομική και υγειονομική- και όχι οι, μάλλον βολεμένοι, μικρομεσοαστοί των προαστίων και εκπροσωπούν πράγματα που δεν τα φαντάζονται οι γηραιότεροι, αυτοί που με ένα κλικ αποδομούν ενίοτε τις φρικαλέες εργοδοσίες (βλέπε efood), αυτοί αποτελούν το προνομιακό κοινό των αριστερών ριζοσπαστικών κομμάτων. Όποτε, στα καθ’ ημάς: η κοινωνική ομάδα που στη ΔΕΘ είδε μεν -έστω μερικώς- τον εαυτό της στις εξαγγελίες του σ. Τσίπρα άκουσε μοναχά για την αόριστη, χωρίς πολιτικό πρόσημο “προοδευτική διακυβέρνηση”, με στρογγυλεμένες γωνίες και τον ριζοσπαστισμό να απουσιάζει. Άκουσε για την αντιφατική εντός του καπιταλισμού και αμφισβητούμενη έννοια του “αξιοκρατικού, ακομμάτιστου κράτους”, δίχως πουθενά, μα πουθενά, να αναφέρεται ο όρος Αριστερά. Άκουσε μεν ένα “κοστολογημένο”, στο πλαίσιο του συστήματος λόγο, αλλά όχι και ένα οραματικό αφήγημα που θα εμπεριέχει και τις δέουσες συγκρούσεις. Αυτοί, όμως, οι νέοι ψηφοφόροι δεν “μασάνε” και δεν οφείλουν να “μασάνε” σε τέτοιου τύπου εξαγγελίες. Έτσι, η κατά τα άλλα χρήσιμη προσέγγιση ενός κόσμου εγκλωβισμένου σε σχήματα παλαιάς κοπής -αυτό το νόημα έχει η επίκληση του “προοδευτισμού”-, όταν επιδιώκεται ετεροβαρώς, αφήνοντας στην άκρη το πιο ελπιδοφόρα ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας, λειτουργεί αντιθετικά: δωρίζει επί της ουσίας τους νέους ψηφοφόρους σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς που αυτοπροβάλλονται ως “αριστερότεροι”. Και, ίσως - ίσως, δωρίζει εντέλει ακόμα μια νίκη στον κατεξοχήν αντίπαλο, τη Δεξιά. «Να αγωνιστούμε», λοιπόν, «για τις λέξεις, για τις σωστές λέξεις, από τις πιο σοφές (έννοια, διαλεκτική, αλλοτρίωση κ.λπ.) μέχρι τις πιο απλές (λαός, άνθρωπος, μάζες, ταξική πάλη)» έλεγε ο Αλτουσέρ. «Να αγωνιστούμε πάνω στις αποχρώσεις». Πάνω στις ιδέες, πάνω στις αριστερές ταυτότητες. Κυρίως επειδή, όπως έδειξε η πρόσφατη ελληνική Ιστορία, η Δεξιά δεν πέφτει με διολισθήσεις προς τα δεξιά. Αλλά με άλματα προς τ’ Αριστερά.
24
09

Κατέ Καζάντη: «Πατρίς- θρησκεία- οικογένεια», η ιδεολογία που δολοφονεί

«Στην Τήνο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ... εκεί μ' αρέσει να το κάνω, αλλά έχω πλήρη αίσθηση ότι οι βασικές δουλειές στο σπίτι γίνονται από τη νοικοκυρά», δήλωνε προεκλογικά, τον Μάιο του 2019, ο νυν πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην εκπομπή της Σταματίνας Τσιμτσιλή στον ALPHA. Η χαρωπή κατάφαση της παρουσιάστριας, «σωστό», συμπλήρωσε το καρέ μιας κοινωνίας που στερεοτυπικά αναπαράγει τη γυναικεία καταπίεση. Τούτη η λογική έδωσε τον τόνο να ξεφυτρώσουν πάλι τα διαβόητα συνέδρια γονιμότητας, οι συζητήσεις περί των αμβλώσεων κ.ο.κ. Αυτή η συστηματική, διαρκής επαναδιαμόρφωση του πασίγνωστου προτύπου εμπεριέχει όλη τη βία που επιφυλάσσουν οι μηχανισμοί του συστήματος για τις γυναίκες. Στην άκρη του νήματος της οποίας τοποθετούνται οι γυναικοκτονίες. Έτσι, οι γυναίκες δολοφονούνται ακριβώς επειδή, ως γυναίκες, δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους επιφύλαξε η πατριαρχία. Δολοφονούνται επειδή διεκδικούν τη ζωή τους, κάθε πτυχή της ζωής τους. Τη χαρά του σεξ, την ηδονή πέρα από την αναπαραγωγή, τη διανοητική αυτοπραγμάτωση μακριά από τις “δούλες και κυρές” της νοικοκυρωσύνης, σε μιαν άλλου τύπου ζωή, διαρκώς διεκδικητική. Εννοείται πως το πρόβλημα δεν είναι μοναχά ελληνικό. Τα στατιστικά (Ιούνιος 2021) είναι ενδεικτικά: στην καρδιά της Ενωμένης Ευρώπης, για παράδειγμα, το Βέλγιο, μέχρι και τον Απρίλη, είχαν καταγραφεί 13 γυναικοκτονίες ενώ στη Γαλλία 56, όπου, σημειωτέον, το 2019, 146 γυναίκες δολοφονήθηκαν, σύμφωνα με την οργάνωση «Γυναικοκτονίες από συντρόφους ή πρώην». Ας μην κρυβόμαστε: το σύστημα που στηρίζεται στη βιαιότητα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, επιτάσσει καθεμιά/νας να κράτα, κατά το κοινώς λεγόμενο, τη θέση του. Να μην επαναστατεί, διότι τότε, η τιμωρία αποτελεί μορφή δικαιοσύνης. Και, ναι, ο ακροφιλελεύθερος ζόφος των καιρών μας και η συντηριτικοποίηση της κοινωνίας με την οποία συνδέεται, ξυπνά παλαιά δαιμόνια. Μαζί με τις συνθήκες που δημιούργησε ο κορονοϊός, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Που ευνοεί τις γυναικοκτονίες. Σήμερα είμαστε όλες μας η Δώρα Ζαχαριά.
14
09

Κατέ Καζάντη: Τα ιδιωτικά σχολεία ως μορφή κοινωνιοπάθειας

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι που συναποφασίζουν οι κυρίαρχες ελίτ του χρήματος και της πολιτικής να ζήσουν πέραν του κοινωνικού σώματος και να ιδρυματοποιήσουν τα παιδιά τους. Το μείζον είναι που έπεισαν τους υποτελείς να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, έτσι ώστε και η εξουσία τους, περνώντας μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, να παραμένει ανέπαφη και αναπαραγόμενη και να μένει και το διάφορο στους ομοϊδεάτες τους σχολάρχες. Ο κοινωνικός αυτοματισμός απέναντι στους δήθεν “τεμπέληδες” εκπαιδευτικούς του δημοσίου και των προερχόμενων από την εργατική τάξη ή των μεταναστών μαθητών, έκανε καλή δουλειά. Σε όλα αυτά, ο κόσμος της Αριστεράς, δυστυχέστατα, δεν στάθηκε απέναντι. Ούτε έμεινε απ’ έξω. Ενίοτε ενίσχυσε, με τον τρόπο του και το παράδειγμά του, τη νεοφιλελεύθερη προσταγή, αντί, επίσης με τον τρόπο του και το παράδειγμά του, να ενισχύσει το δημόσιο σχολείο. Που παραμένει καλύτερο από εκείνα της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”, αφού η κουλτούρα που διαχέει αφήνει ρωγμές στον μπετόν της ακροφιλελεύθερης ηγεμονίας.
03
09

Κατέ Καζάντη: “Στις 18, σοσιαλισμός!”

Το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, ιδρυμένο 3 του Σεπτέμβρη, μέρα της Τέταρτης Διεθνούς, του Λέοντα Τρότσκι, έχει ήδη κατηγοριοποιηθεί δίπλα στα άλλα ποπουλίστικα, ρεφορμιστικά κινήματα: διότι επένδυσε στην αθέατη μάζα, που δεν έβλεπε το πρόσωπό της στους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς σχεδιασμούς, τοποθετώντας στο τραπέζι χειραφετητικά προτάγματα, τα οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε, μόλις πιέστηκε από τις κατεστημένες δυνάμεις. Όπως εξάλλου και κάθε άλλος σοσιαλδημοκρατικός σχηματισμός, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ο πρόσφατος θάνατος του Άκη Τσοχατζόπουλου κλείνει ένα κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, που δεν είχε πάντα κακές στιγμές: οι σοσιαλδημοκράτες του ‘70 και του ‘80 πέτυχαν κάμποσα, πολλά απ’ τα οποία σήμερα, την εποχή της ακροφιλελεύθερης οπισθοδρόμησης, φαντάζουν περίπου ριζοσπαστικά. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οικογενειακό δίκαιο, η αποχουντοποίηση του κράτους, η –σχετική- αναδιανομή του πλούτου είναι κάποια από αυτά. Μόλις όμως άλλαξε η ιστορική συνθήκη, το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» έγινε πολιτική λιτότητας. Το ΠΑΣΟΚ, τέκνο της εποχής του, διολίσθησε. Και έγινε συστημικό κατεστημένο, αποκαθιστώντας τάχιστα τις σχέσεις του με τη μεγαλοαστική τάξη, δημιουργώντας επιπλέον και νέους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Η επικινδυνότητα της σοσιαλδημοκρατίας, όμως, αυτής που άνθισε υπό τα όμματα της Σοβιετικής Ένωσης, παρέμεινε για καιρό: προτού την ενσωματώσει, το σύστημα φρόντισε να την εξαγοράσει, βρίσκοντας βέβαια πλήθος προθύμων. Στη συνέχεια, τους έβγαλε στα μανταλάκια. Και είναι σαν οι πεπτωκότες “επαναστάτες”, τύπου Άκη, να μην συναντώνται πουθενά αλλού, λες και η δεξιά του Κυρίου μαζεύει μοναχά τους αμνούς του Θεού που αδιαφορούν για την ύλη. Τα οικονομικά σκάνδαλα των δεξιών είναι σαν να μην υπάρχουν, σε αντίθεση μ’ εκείνα, τα πολυδιαφημισμένα, των πρώην σοσιαλδημοκρατών . Σε κάθε περίπτωση, όμως, σοσιαλδημοκρατία και σοσιαλδημοκράτες εν γένει, είναι μια όλως άλλη, αντιθετική, περίπτωση για την αριστερά. Επί της ουσίας, στην άλλη μεριά του ποταμού.
27
08

Θα πεθάνουμε δουλεύοντας

Το ζην ως βασίλειο της ανάγκης: η γνωστότερη διατύπωση ανήκει στον Κάρολο Μάρξ. Για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος απ’ αυτό, “ο βασικός όρος είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας”, λέει. Αλλά η πεμπτουσία του καπιταλισμού εδώ ακριβώς βρίσκεται. Στο σημείο, δηλαδή, όπου η δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως και κάθε δεξιά διακυβέρνηση όπου γης, επενδύει: στην επιμήκυνση του ωραρίου, δωράκι στους εργοδότες. Κι αν ο Μαρξ λογίζεται επαναστάτης, μαζί του συμφωνεί και ο Επίκουρος που δεν επιθύμησε ν’ αλλάξει τον κόσμο. H επικούρειος λογική ομοιοτρόπως στοχάζεται: “κακὸν ανάγκη, αλλ’ ουδεμιά ανάγκῃ ζην μετὰ ανάγκης”. Κακό πράγμα η ανάγκη, λέει ο Επίκουρος, και δεν έχουμε καμιάν ανάγκη να ζούμε κάτω από την εξουσία της. Η υλιστική εσχατολογία του απορρίπτει τη μεταθανάτια ζωή και βάζει τα πράγματα στη θέση τους: μια φορά γεννιόμαστε, δεν έχει δεύτερη. Γι’ αυτό, μην αναβάλλεις τη χαρά, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Η ζωή περνά και χάνεται, μην την καταστρέφεις με πολλά και μην καταστρέφεσαι κι εσύ δουλεύοντας. Από την “καταστηματική ηδονή” του Επίκουρου, αυτή που απαλλάσσει το σώμα από τον πόνο και τον κάματο, οδηγώντας στο “ηδέως και μακαρίως ζην”, ως την μαρξική απαλλαγή του εργάτη από τις αλυσίδες του και την κατάργηση της αλλοτρίωσης, η φιλοσοφική απόσταση είναι μικρή. Αν ο ανθρωπισμός του Κήπου δεν παρέπεμπε σε στάσεις, πολιτικές αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις, προτεραιότητα του αριστερού ανθρωπισμού είναι ν’ αλλάξει τον κόσμο. Και να προτάσσει τα αυτονόητα: 6ωρο αντί 8ώρου, επιμήκυνση των ημερών για διακοπές, αύξηση του μεροκάματου. Αλλά στον δυτικό υπερανεπτυγμένο κόσμο ο μεν Επίκουρος έχει μάλλον ξεχαστεί, ο δε Μαρξ κατασυκοφαντηθεί. Η υλιστική, αλλά βαθιά ανθρωπιστική, οπτική για τη μία και μοναδική ζωή, επικαλύφθηκε από τη θεολογία των μεταφυσικών επουράνιων παραδείσων, τόσο βολικών για την καπιταλιστικού τύπου ανάπτυξη, τόσο εχθρικών για τον κόσμο της εργασίας. Δυστυχέστατα, εκτός απροόπτου, μια ακόμα γενιά εργατριών/των αποθνήσκει δουλεύοντας, αφού, ανάμεσα στα άλλα, αυξάνονται και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.
16
07

Για μια αριστερή πολιτική στον τουρισμό

Η επιβολή της παγκοσμιοποιημένης τουριστικής αγοράς και των τουρ οπερέιτορ έφερε κατόπιν και την ταφόπλακα των τοπικών κοινωνιών, το “ολ ινκλούσιβ”. Το μοντέλο, πέρα από οικονομικό, είναι και ανθρωπολογικό: ιδρυματοποιημένοι πελάτες του δυτικού κόσμου, δεν κατανοούν καν πού βρίσκονται. Η διασύνδεση με τον Άλλον, πεμπτουσία του υγιούς κοσμοπολιτισμού εξέλιψε δια παντός. Η καπιταλιστική συνθήκη της αλλοτρίωσης ένθεν και ένθεν, μπροστά στα μάτια μας, κάνει καλή δουλειά.  Να αντιτάσσεται σε μια τέτοια δυστοπία, είναι, φυσικά, καθήκον κάθε αριστερής/ου. Και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αλλαγή παραδείγματος είναι, επίσης, καθήκον κάθε αριστερής-προοδευτικής διακυβέρνησης. Να τεθεί, ας πούμε, αυστηρότατο όριο στις κλίνες που μπορεί να έχει μια ξενοδοχειακή μονάδα, είναι από τα αιτήματα των κοινωνιών που ουδέποτε εμπράκτως εισακούστηκε. Να υποβοηθούνται στο δανεισμό, με προτεραιοποίηση, δίχως τα αλήστου μνήμης πανωτόκια της ΕΤΒΑ, οι μικρομεσαίοι είναι ένα άλλο. Να τεθούν οι βάσεις για συνεταιριστικές επιχειρήσεις ή άλλα εναλλακτικά εγχειρήματα, με τα οποία θα επιστρέφεται κάθε κέρδος στην κοινωνία που το παράγει, είναι ένα τρίτο. Στον αντίποδα του περιβόητου σχεδίου Πισσαρίδη, όπου θεωρείται πρωταρχικό μεταρρυθμιστικό πρόταγμα να μπει λουκέτο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η διάχυση των μέσων παραγωγής σε όσο το δυνατόν περισσότερα χέρια, ως τρόπος να μειωθούν εκμετάλλευση και ανισότητες, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την αριστερά.  Επίσης: στην τουριστική βιομηχανία, όπως και σε κάθε εργοστασιακή ή άλλη, η εκμετάλλευση των νεόπτωχων που δημιούργησε η συσσώρευση, από τη δεκαετία του ‘90 και μετά, εντείνεται. Ο δε συνδικαλισμός εκλείπει. Όχι διότι τυγχάνουν “πουλημένα” τα συνδικάτα αλλά διότι η ηγεμονία της ακροφιλελεύθερης ιδεολογίας αλλοτρίωσε τόσο τον εργάτη ώστε να αποστρέφει τα όμματα από τις συλλογικότητες. Επειδή, λοιπόν, οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης των ανθρώπων καθορίζουν και την ψυχή και τις ιδέες τους, σήμερα, που το πράγμα δυσκολεύει, ένα ακόμη καθήκον για την αριστερά ανακύπτει: να ξαναβγεί μπροστά και, με ιδεολογικές ζυμώσεις, να προσπαθήσει να αποκαταστήσει ακριβώς τούτη τη σχέση. Πέρα και μακριά από κάθε κοινωνικό αυτοματισμό, να στηρίζονται δίχως φόβο εκείνα που η γλώσσα της κυριαρχίας αποκαλεί, προσβλητικά, συντεχνιακά αιτήματα, παραμένει πρόταγμα. Όπως και η εκ νέου κινητοποίηση εκείνων των εργατών που μπορούν ακόμα να πιέσουν και να αναμετρηθούν με την εργοδοσία, όπως αυτών στον τουρισμό. Κοντολογίς, αν ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης για την Ελλάδα είναι εφικτό, τούτο περνά, πρώτα και κύρια, από το πώς κανείς πολιτεύεται απέναντι στον ολετήρα του κεφαλαίου και των μεγαλοξενοδόχων. Πόσο το αντιμάχεται, πόσο έδαφος δίνει στους μικρούς, πώς προστατεύει τους εργαζόμενους.
12
07

Διχασμός και ταξική πάλη

Στο βαθμό, λοιπόν, που η αριστερά κατηγορείται πως ενισχύει τον διχασμό εντός του κοινωνικού σώματος, είναι διότι κάθε φορά καταδεικνύει, ως όφειλε, τις συνθήκες της ταξικής πάλης. Λαός – προλετάριοι και αστική τάξη: στους δύο πόλους πέφτουν τα φώτα της ιστορίας, σε κάθε συγκυρία. Και σε κάποιους ενδιάμεσους, τα στρώματα εκείνα της κοινωνίας τα οποία, αναλόγως της φάσης που διανύει ο καπιταλισμός, κινδυνεύουν ή όχι να προλεταριοποιθούν. Αν σήμερα δεν έχουμε τη συναίσθηση του ταξικού πολέμου, είναι διότι οι μάχες διεξάγονται κάτω από τη μύτη μας, στα μουλωχτά. Διεξάγονται δε με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην γίνονται επαρκώς αντιληπτές κυρίως από τον πρώτο πόλο –τον λαό- με προφανή στόχο να υποσκάπτεται η η δυναμική του. Ο οποίος λαός ενίοτε, υποκύπτοντας στην πανουργία της ιστορίας, δεν αντιλαμβάνεται καν τον ιστορικό του ρόλο. Ο ρόλος της αριστεράς εδώ κρίνεται κομβικός: οφείλει να ρίχνει φως στις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης των από κάτω και να επαναδιαμορφώνει τη συνείδησή τους. Στην παρούσα συγκυρία, επί παραδείγματι, αν πριμοδοτείς έννοιες όπως εκείνη του “διχασμού”, γίνεσαι θύμα της αστικής πλάνης που επιμένει να πλασάρει ως πραγματική την αναλήθεια μιας κοινωνίας – αχταρμά, στην οποία δεν διακυβεύονται μήτε οικονομικά συμφέροντα μήτε εξουσίες μήτε σχέσεις εκμετάλλευσης. Στο κοντινό παρελθόν της Ελλάδας, η πλάνη των λεγόμενων “εθνικών διχασμών” δεν είναι παρά η ανιστορική καραμέλα της κυρίαρχης τάξης που βαπτίζει έτσι κάθε σύγκρουση ταξικών συμφερόντων. Και ξεπλένεται, ρίχνοντας την ευθύνη στον, αδυνατότερο, αντίπαλο. Σήμερα ο “διχασμός” δεν συντελείται μεταξύ των ελίτ και του σύγχρονου προλεταριάτου, δεν συντελείται μεταξύ του κεφαλαίου των φαρμακοβιομηχανιών, εκείνων που τους προστατεύουν και όλων ημών των ταπεινών, αλλά μεταξύ κάποιου αδιευκρίνιστου ουδέτερου ταξικά συνόλου (εμβολιασμένοι) εναντίον κάποιου άλλου (αρνητές). Αλλά για να φτάσει στο σημείο μια κοινωνική ομάδα να αποκτήσει τέτοια ή άλλα παρόμοια χαρακτηριστικά, είναι προφανές πως ένας ταξικός πόλεμος έχει προηγηθεί και, στο πεδίο της ιδεολογίας, έχει ήδη κριθεί: εκείνος στον οποίο η νίκη που κατήγαγαν οι από πάνω είναι συντριπτική τόσο, ώστε οι από κάτω να είναι ευεπίφοροι σε κάθε λογής μυθεύματα. Ο τρόπος, ας πούμε, με τον οποίο η αστική τάξη διαχειρίζεται την επιστήμη, αποκλείοντας από τα αποτελέσματά της πάνω από τον μισό πληθυσμό του πλανήτη, είναι χαρακτηριστικός. Όπως επίσης και ο συγκεχυμένος τρόπος διάχυσης της πληροφορίας, ευθέως ανάλογος με τα κάθε φορά συμφέροντα των ελίτ. Εξάλλου, οι εν υπνώσει προλετάριοι, οι παραπλανημένοι,όλοι εκείνοι που σήμερα χαρακτηρίζονται “ανεύθυνοι”, αποτελούν, σε περιόδους κανονικότητας, τους στυλοβάτες του συστήματος.