Η επιβολή της παγκοσμιοποιημένης τουριστικής αγοράς και των τουρ οπερέιτορ έφερε κατόπιν και την ταφόπλακα των τοπικών κοινωνιών, το “ολ ινκλούσιβ”. Το μοντέλο, πέρα από οικονομικό, είναι και ανθρωπολογικό: ιδρυματοποιημένοι πελάτες του δυτικού κόσμου, δεν κατανοούν καν πού βρίσκονται. Η διασύνδεση με τον Άλλον, πεμπτουσία του υγιούς κοσμοπολιτισμού εξέλιψε δια παντός. Η καπιταλιστική συνθήκη της αλλοτρίωσης ένθεν και ένθεν, μπροστά στα μάτια μας, κάνει καλή δουλειά.
Να αντιτάσσεται σε μια τέτοια δυστοπία, είναι, φυσικά, καθήκον κάθε αριστερής/ου. Και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αλλαγή παραδείγματος είναι, επίσης, καθήκον κάθε αριστερής-προοδευτικής διακυβέρνησης. Να τεθεί, ας πούμε, αυστηρότατο όριο στις κλίνες που μπορεί να έχει μια ξενοδοχειακή μονάδα, είναι από τα αιτήματα των κοινωνιών που ουδέποτε εμπράκτως εισακούστηκε. Να υποβοηθούνται στο δανεισμό, με προτεραιοποίηση, δίχως τα αλήστου μνήμης πανωτόκια της ΕΤΒΑ, οι μικρομεσαίοι είναι ένα άλλο. Να τεθούν οι βάσεις για συνεταιριστικές επιχειρήσεις ή άλλα εναλλακτικά εγχειρήματα, με τα οποία θα επιστρέφεται κάθε κέρδος στην κοινωνία που το παράγει, είναι ένα τρίτο. Στον αντίποδα του περιβόητου σχεδίου Πισσαρίδη, όπου θεωρείται πρωταρχικό μεταρρυθμιστικό πρόταγμα να μπει λουκέτο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η διάχυση των μέσων παραγωγής σε όσο το δυνατόν περισσότερα χέρια, ως τρόπος να μειωθούν εκμετάλλευση και ανισότητες, είναι εκ των ων ουκ άνευ για την αριστερά.
Επίσης: στην τουριστική βιομηχανία, όπως και σε κάθε εργοστασιακή ή άλλη, η εκμετάλλευση των νεόπτωχων που δημιούργησε η συσσώρευση, από τη δεκαετία του ‘90 και μετά, εντείνεται. Ο δε συνδικαλισμός εκλείπει. Όχι διότι τυγχάνουν “πουλημένα” τα συνδικάτα αλλά διότι η ηγεμονία της ακροφιλελεύθερης ιδεολογίας αλλοτρίωσε τόσο τον εργάτη ώστε να αποστρέφει τα όμματα από τις συλλογικότητες. Επειδή, λοιπόν, οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης των ανθρώπων καθορίζουν και την ψυχή και τις ιδέες τους, σήμερα, που το πράγμα δυσκολεύει, ένα ακόμη καθήκον για την αριστερά ανακύπτει: να ξαναβγεί μπροστά και, με ιδεολογικές ζυμώσεις, να προσπαθήσει να αποκαταστήσει ακριβώς τούτη τη σχέση. Πέρα και μακριά από κάθε κοινωνικό αυτοματισμό, να στηρίζονται δίχως φόβο εκείνα που η γλώσσα της κυριαρχίας αποκαλεί, προσβλητικά, συντεχνιακά αιτήματα, παραμένει πρόταγμα. Όπως και η εκ νέου κινητοποίηση εκείνων των εργατών που μπορούν ακόμα να πιέσουν και να αναμετρηθούν με την εργοδοσία, όπως αυτών στον τουρισμό.
Κοντολογίς, αν ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης για την Ελλάδα είναι εφικτό, τούτο περνά, πρώτα και κύρια, από το πώς κανείς πολιτεύεται απέναντι στον ολετήρα του κεφαλαίου και των μεγαλοξενοδόχων. Πόσο το αντιμάχεται, πόσο έδαφος δίνει στους μικρούς, πώς προστατεύει τους εργαζόμενους.