Μαρία Καραμεσίνη

12
07

Αναζήτηση του Κέντρου ή των προϋποθέσεων για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό;

Σε μια ταξικά πολωμένη κοινωνία, μια κεντροαριστερή «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγεί σε ένα διακριτό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, που μπορεί να παράγει κοινωνική συσπείρωση και πολιτική διέξοδο απέναντι στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό και τον δεξιό ριζοσπαστισμό της ΝΔ. Από την άλλη, δεδομένης της παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος, είναι δύσκολο να διαμορφωθεί ένα ριζοσπαστικό εναλλακτικό σχέδιο που να είναι ταυτόχρονα εφικτό και να μην διαψεύσει τις κοινωνικές προσδοκίες μετά από μια πιθανή εκλογική νίκη. Διότι ένα ρεαλιστικό ριζοσπαστικό σχέδιο απαιτεί όχι μόνο δραστήρια και μαζικά κοινωνικά υποκείμενα στη χώρα, αλλά και ευνοϊκές αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης και στις πολιτικές της ΕΕ και ρυθμίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Επικαθορίζεται, δηλαδή, από εξωτερικούς καταναγκασμούς που περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας των πολιτικών επιλογών σε περίπτωση ανάληψης της διακυβέρνησης και, άρα, τη δυνατότητα υλοποίησης του. Ένα στρατηγικό αδιέξοδο οδηγεί μοιραία τον ΣΥΡΙΖΑ στον λαϊκισμό. (...) Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα εξαρτηθεί από την εσωκομματική αντιπαράθεση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων στη μετά–την–πανδημία εποχή και τις εξελίξεις των πολιτικών συσχετισμών και συγκρούσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Βρισκόμαστε σε μια ρευστή εποχή, ανάλογη με αυτή του μεσοπολέμου, αλλεπάλληλων δομικών κρίσεων του συστήματος και προσπαθειών επαναθεμελίωσής του σε νέες βάσεις (νέες πηγές άντλησης υπεραξίας) που δεν αφήνει χώρο για «κεντρώες λύσεις». Όπως τότε, έτσι και σήμερα απειλείται η δημοκρατία και αυτό μπορεί να αλλάξει άρδην τις πολιτικές προτεραιότητες. Ήδη η υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών στη χώρα μας απαιτεί την ενότητα της Αριστεράς και τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών μετώπων ευρέως φάσματος. Τέλος, ανεξαρτήτως συγκυρίας, θεωρώ την περιθωριοποίηση των συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων στο κόμμα και τη μετατροπή της πολιτικής σε επάγγελμα και ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης για μεγάλο μέρος του πολιτικού του προσωπικού, όπως επισημαίνουν τόσο ο Γιατζόγλου στο άρθρο του, όσο και ο Τσουκαλάς στην τελευταία συνέντευξή του στην «Εποχή», ως μείζονες δομικού χαρακτήρα απειλές ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα και κεντροαριστερής του μετάλλαξης. Αυτό καθιστά την απαίτηση και διεκδίκηση για τη δημοκρατική και συλλογική λειτουργία του κόμματος και διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης και τακτικής ανανέωσης του στελεχιακού του δυναμικού και πολιτικού του προσωπικού ύψιστης πολιτικής σημασίας και προτεραιότητας.
05
07

Μαρία Καραμεσίνη: Κομβικός ο ρόλος της αναπτυξιακής πολιτικής

Για ένα πρόγραμμα με επίκεντρο την αναβάθμιση της εργασίας μίλησε η καθηγήτρια Μαρία Καραμεσίνη. Συγκεκριμένα εκτίμησε πως: Η καταπολέμηση της ανεργίας και η βελτίωση της θέσης και της διαπραγματευτικής δύναμης της μισθωτής εργασίας βρίσκονται στο επίκεντρο του σχεδίου μας για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Χρειάζεται όμως να λάβουμε υπόψη μας, ότι η προοπτική των ανέργων να εξασφαλίσουν σταθερή εργασιακή και επαγγελματική ένταξη, όπως και η διαρκής βελτίωση των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων μισθωτών εξαρτώνται καθοριστικά από τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Μετά τη δεκαετή κρίση του 2008 και των μνημονίων και την πανδημική κρίση, το παραγωγικό σύστημα της χώρας έχει γίνει ακόμα πιο εξαρτημένο από τον τουρισμό, την εστίαση, το εμπόριο και τις μεταφορές απ’ ότι πριν. Αυτοί οι κλάδοι απασχολούν ανειδίκευτη και μισο-ειδικευμένη εργασία και παράγουν πάνω από το 50% των νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία, με πολλές από αυτές να είναι εποχικές, επισφαλείς, αδήλωτες, υποδηλωμένες κλπ. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία αδυνατεί να παράγει θέσεις εργασίας ικανές τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά να απορροφήσουν το επιστημονικό της δυναμικό, που σε πολύ μεγάλο βαθμό ήδη ετεροαπασχολείται σε δουλειές χαμηλότερες των προσόντων του είτε αναζητεί την τύχη του στο εξωτερικό. Οφείλουμε λοιπόν να έχουμε επίγνωση ότι μια πολιτική τροφοδότησης της ζήτησης στην οικονομία μέσω της αναβάθμισης των μισθών και άλλων φιλεργατικών μέτρων αποτελεί μεν αναγκαία συνθήκη για την επανεκκίνηση μιας ταλαιπωρημένης οικονομίας και για να αποτρέψει τα λουκέτα εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων κατά την έξοδό τους από την πανδημική κρίση αλλά με κανένα τρόπο δεν είναι ικανή για δρομολογήσει μεσο-μακροπρόθεσμα την τεχνολογική και παραγωγική αναβάθμιση και τον οικολογικό μετασχηματισμό μιας οικονομίας εντελώς ανοιχτής στο διεθνή ανταγωνισμό και με μικρή εσωτερική αγορά. Άρα ο ρόλος της αναπτυξιακής πολιτικής (τεχνολογικής, κλαδικής, βιομηχανικής, αγροτικής κλπ.) είναι κομβικός για να τεθούν τα θεμέλια μιας διατηρήσιμης προοπτικής κοινωνικής προόδου για τις εργαζόμενες τάξεις και τους ανέργους της χώρας.
16
06

Μαρία Καραμεσίνη: Εργασιακό νομοσχέδιο – Από την Θάτσερ στον Όρμπαν

Η δραστική μείωση του εργατικού κόστους, ο δεύτερος μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή στόχος των δύο πρώτων μνημονίων, στον οποίο συνέκλιναν οι δανειστές, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας, υπαγόρευσε τη δραστική περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων και την αποκαθήλωση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για βίαιη ταξική σύγκρουση, μεθοδικά ενορχηστρωμένη από τις κυβερνήσεις της εποχής, που εκτός από τη δραματική μείωση των μισθών, οδήγησε σε ελεύθερη πτώση το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας από το 80% το 2008 στο 14% το 2017 (ακόμα χαμηλότερο σήμερα), τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και αυτές της Ε.Ε. με τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης (ΗΠΑ, Βρετανία, Ρωσία, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) που κυμαίνονται μεταξύ 7% και 26%. Τη στιγμή που η πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον κατώτατο μισθό προβλέπει ρητά την αύξηση της κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υποχρεωτική εκπόνηση εθνικών σχεδίων δράσης που θα παρακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χώρες όπου το ποσοστό είναι κατώτερο του 70%, φαίνεται ότι η χώρα μας εμμένει θατσερικά και πορεύεται αντίστροφα, κατρακυλώντας στον πάτο της Ε.Ε., σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και απομακρυνόμενη από τις χώρες της Δυτικής. Παρομοίως, ανεβάζοντας με το εργασιακό νομοσχέδιο τον επιτρεπόμενο χρόνο εργασίας καθ΄ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου (υπερεργασία συν υπερωρίες) στις 400 ώρες ετησίως, εναρμονίζεται απόλυτα με την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία που έχουν τα υψηλότερα πλαφόν στην Ε.Ε. Η ειρωνεία είναι ότι η σύγκλιση της Ελλάδας με τα πλέον νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης προβάλλεται ως μέγιστη μεταρρύθμιση στο όνομα ενός «εξευρωπαϊσμού-εκσυγχρονισμού», που προϋποθέτει την εξατομίκευση, την κοινωνική υποταγή και πραγματώνεται μέσω του περιορισμού των ελευθεριών και του κρατικού αυταρχισμού. Το εργασιακό νομοσχέδιο βρίσκεται λοιπόν, άθελά του, στο επίκεντρο της διαμάχης σε ΗΠΑ και Ευρώπη για την επίλυση των πολλαπλών κρίσεων μετά το τέλος της πανδημίας μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού από τη μία πλευρά, εκείνων της προόδου, της δημοκρατίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άλλη.
09
06

Μαρία Καραμεσίνη: Απορρύθμιση του χρόνου εργασίας: ποιος εξευρωπαϊσμός;

H ευρωπαϊκή εμπειρία των ευέλικτων σχημάτων διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που δίνουν στους εργαζόμενους δικαίωμα διευθέτησης του χρόνου εργασίας εντός κάποιων ορίων, έχει δείξει ότι αυτό είναι αδύνατο να ασκηθεί στην πράξη παρά μόνο όταν οι εργαζόμενοι διαθέτουν συλλογική εκπροσώπηση και σαφές πλαίσιο κανόνων που περιορίζει το διευθυντικό δικαίωμα. Δεν μπορεί δηλαδή να ασκηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μόνο το 15% των μισθωτών (και ακόμα μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα) καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα συνδικάτα είναι ανύπαρκτα στους χώρους εργασίας και ήδη ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται υπερωριακά δεν αμείβονται για τις υπερωρίες τους. Αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση της Ν.Δ., που τάχα επικαλείται τον εξευρωπαϊσμό, ενώ συνειδητά προωθεί την απορρύθμιση του χρόνου εργασίας με την ανακύκλωση του καθεστώτος των απλήρωτων υπερωριών στο σύστημα ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, καθώς και την εδραίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου λειτουργίας της αγοράς εργασίας χωρίς συνδικάτα και συλλογικές διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη εγκαταστήσει στην ανατολική Ευρώπη οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μετά την πτώση του Τείχους.
24
05

Μαρία Καραμεσίνη: Ο όψιμος ελληνικός θατσερισμός

Αν δεν ήταν διαδεδομένη η αντίληψη του «δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς συμβαίνει ήδη», δεν θα τολμούσαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εργασίας να νομιμοποιούν τη γενικευμένη ανομία στους χώρους εργασίας και ταυτόχρονα να διατείνονται ότι η ατομική διαπραγμάτευση αποτελεί πραγματική ελευθερία του εργαζόμενου, που θα μπορεί πλέον «να μαζεύει ελιές», να έχει παραπάνω διακοπές ή τετραήμερη εργασία, ο φοιτητής να διαβάζει για τις εξετάσεις κ.ο.κ. Αν τα συνδικάτα ως απαραίτητος θεσμός συλλογικής διεκδίκησης είχαν διατηρήσει την αξιοπιστία τους και οι εργαζόμενοι είχαν επίγνωση, ότι σε συνθήκες μαζικής ανεργίας και επισφάλειας, χωρίς συνδικάτα, συλλογικές διαπραγματεύσεις και ελεγκτικούς μηχανισμούς κανένα ατομικό δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί πραγματικά στους χώρους εργασίας, δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση εύκολα να ισχυρίζεται ότι η ευελιξία είναι ατομικό δικαίωμα, η ανεργία θέμα βιογραφικού, η μετανάστευση επιλογή των άξιων για να αδράξουν ευκαιρίες. Η «μάχη για το οκτάωρο» είναι κάτι περισσότερο από μια κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση γύρω από ένα νομοσχέδιο. Αποτελεί πρωτίστως ιδεολογική διαμάχη γύρω από τις έννοιες, τις αξίες, τις στάσεις ζωής. Είναι σύγκρουση μεταξύ της ατομοκεντρικής και της συστημικής ερμηνείας των κοινωνικών προβλημάτων, είναι αγώνας κατάδειξης της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, είναι μάχη υπεράσπισης της αξίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης των εργαζομένων και μιας διαφορετικής μορφής συνδικαλισμού που να εμπνέει τη συμμετοχή και την ενότητα.
11
02

Μαρία Καραμεσίνη: Οικονομία της φροντίδας, κρίση αναπαραγωγής και κλιματική κρίση

Η σημερινή κρίση του κορονοϊού έχει ενισχύσει την πειστικότητα της φεμινιστικής ατζέντας που καλεί για μαζικές δημόσιες επενδύσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής φροντίδας. Αυτή η επιλογή θα προωθούσε την επιστροφή σε μία βιώσιμη και πλούσια σε θέσεις εργασίας ανάκαμψη και θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μια αλλαγή παραδείγματος, στην «οικονομία της φροντίδας» εντός μια κοινωνίας που έχει ως αρχή «την έγνοια για τον άλλο». Η «οικονομία της φροντίδας» ορίζεται ως μία οικονομία όπου (α) η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα σε όλες τις ηλικίες αποτελεί καθολικό κοινωνικό δικαίωμα και όχι μια ιδιωτική ή οικογενειακή υπόθεση (β) η αξία της παρεχόμενης φροντίδας και της εργασίας φροντίδας αναγνωρίζεται από την κοινωνία, (γ) οι εργαζόμενοι στον τομέα της φροντίδας απολαμβάνουν αξιοπρεπείς και δίκαιους όρους και συνθήκες εργασίας και ίσης μεταχείρισης, και (δ) η απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας ισοκατανέµεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις εντός και μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών για το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει τα κράτη μέλη της Ε.Ε. με επιπρόσθετους πόρους από εκείνους του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού 2021-27 για να υλοποιήσουν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών τους αναζωπύρωσαν τις φεμινιστικές διεκδικήσεις για μια «Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη Φροντίδα» και για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στα εθνικά σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στις χρηματοδοτούμενες δράσεις του Ταμείου. Σύντομα θα φανεί αν και πόσο η φεμινιστική ατζέντα για την «οικονομία της φροντίδας» έχει καταφέρει να επηρεάσει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες των κυβερνήσεων, τα προγράμματα της αντιπολίτευσης στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
18
12

Μαρία Καραμεσίνη: Τρία απανωτά πλήγματα στον ΟΑΕΔ και στην κοινωνία

Τρία απανωτά πλήγματα επιφέρει η κυβέρνηση με την πολιτική της στον ΟΑΕΔ. Ολα είναι δρομολογημένα και οι συνέπειές τους στην κοινωνία θα φανούν σύντομα. Πρώτο, με τη μείωση των εισφορών υπέρ ανεργίας, που νομοθετήθηκε με τον τελευταίο νόμο του υπ. Εργασίας, ενώ είχε προηγηθεί μια πρώτη μείωση τον περασμένο Ιούνιο, μειώνονται οι εθνικοί πόροι τόσο για την καταπολέμηση της ανεργίας όσο και για την αναβάθμιση του συστήματος εισοδηματικής στήριξης των ανέργων που είναι από τα χειρότερα στην Ευρώπη. (...) Δεύτερο, οι Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ υποβαθμίζονται και διαλύονται με το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας που κατέθεσε η κ. Κεραμέως για να ψηφιστεί άρον-άρον πριν από τα Χριστούγεννα. (...) Τρίτο, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπ. Παιδείας για τον ρόλο των ΚΔΒΜ στη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό ανέργων και εργαζομένων, σε συνδυασμό με την Εκθεση Πισσαρίδη, οδηγούν στον ενταφιασμό των συστηματικών προσπαθειών που έγιναν στον ΟΑΕΔ τα τελευταία χρόνια να αναπτύξει ποιοτικές υπηρεσίες συμβουλευτικής εργασιακής ένταξης και επαγγελματικού προσανατολισμού για τους ανέργους.
20
11

Μαρία Καραμεσίνη: Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για την ανεργία… στη μάχη κατά της ανεργίας!

Στις παρούσες συνθήκες μαζικής ανεργίας, που αναμένεται να αυξηθεί μετά το δεύτερο λοκντάουν και όσα περιοριστικά μέτρα επακολουθήσουν αυτό το χειμώνα λόγω της αύξησης των λουκέτων και των αναδιαρθρώσεων επιχειρήσεων και κλάδων, γεννάται το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση να βιάζεται να μειώσει τις εισφορές για την ανεργία, επιδιώκοντας μάλιστα τη συναίνεση των μισθωτών μέσω της οριακής βελτίωσης των μισθών τους λόγω της μείωσης των εργατικών εισφορών. Τι υπαγορεύει αυτήν τη βιασύνη, αν όχι η εμμονή στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα παντός καιρού, ότι το εργατικό κόστος και η φορολογία είναι η πηγή όλων των δεινών, τα κύρια προβλήματα για τις επενδύσεις και την απασχόληση, ακόμα και όταν αυτό το αφήγημα είναι ολοφάνερα εκτός τόπου και χρόνου;
26
09

Μαρία Καραμεσίνη: Η απειλή της ανεργίας, το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο και τα νέα κυβερνητικά μέτρα

Υποτιμώντας τις επιπτώσεις των μέτρων στην εσωτερική ζήτηση, της οποίας η διατήρηση αποτελούσε το ένα από τους δύο κύριους πυλώνες της εναλλακτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τη σημασία ενός προγράμματος μαζικού εσωτερικού τουρισμού, που θα αντιστάθμιζε σε κάποιο βαθμό την προβλεπόμενη μεγάλη μείωση της τουριστικής κίνησης από το εξωτερικό, η κυβέρνηση «θερίζει σήμερα αυτά που έσπειρε». Μετά τα δραματική μείωση των τουριστικών εισπράξεων και λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων -τάσεις που θα επιδεινώσει η αβεβαιότητα που δημιουργεί σε καταναλωτές και επενδυτές το δεύτερο κύμα πανδημίας- ο κίνδυνος εκτίναξης της ανεργίας είναι πλέον ορατός και οδήγησε στην εξαγγελία των αντίστοιχων μέτρων από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη: μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, πρόγραμμα επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών για τη δημιουργία 100 χιλιάδων θέσεων εργασίας, «μεταρρύθμιση» της αγοράς εργασίας με άξονες την περαιτέρω ευελιξία της εργασίας, ώστε να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, και την αλλαγή του απαρχαιωμένου συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982. Ο κ. Βρούτσης παρουσίασε πιο λεπτομερειακά τις παραπάνω εξαγγελίες και κατέθεσε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή τροπολογία για το νέο πρόγραμμα απασχόλησης. Όλες οι θεσμικού χαρακτήρα εξαγγελίες διαπνέονται από την ίδια νεοφιλελεύθερη λογική που αποτυπώθηκε και στα δύο πρώτα Μνημόνια όσον αφορά τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας», που η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ρητά ότι ήταν αργές και η πρόοδός τους έμεινε ημιτελής. Εξ ου και η προσπάθεια της κυβέρνησης, από την επαύριον των εκλογών του Ιουλίου του 2019, να ολοκληρώσει επί τέλους τις θεσμικές «εκκρεμότητες» του δευτέρου Μνημονίου ως προς τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τις οποίες διαπραγματεύτηκαν και ανέτρεψαν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ. Ο αναπτυξιακός νόμος του περασμένου Σεπτεμβρίου έθεσε τα εμπόδια όχι μόνο για να μην ανακάμψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και για να αποδυναμωθούν και οι υπάρχουσες. Το νέο Labor Reform του κ. Βρούτση, που θα περιλαμβάνεται στο σχετικό σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί τον Οκτώβριο στη Βουλή, θα περιλαμβάνει καταρχήν τις δύο βασικές προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη: τον εξορθολογισμό στη χρήση και τη μείωση του κόστους των υπερωριών, καθώς και τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων να απολύουν. Επίσης, εικάζουμε ότι θα περιλαμβάνει τις αλλαγές στη λειτουργία των συνδικάτων που μετ’ επιτάσεως ζητούσε το ΔΝΤ από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπόρεσε να επιτύχει (απαρτίες συνελεύσεων, απόφαση απεργίας, άδειες συνδικαλιστών, κ.λπ.). Θυμίζουμε ότι τα δύο πρώτα Μνημόνια, κυρίως όμως το δεύτερο, ήθελαν να κλείσουν οριστικά το «κεφάλαιο» ελληνικά συνδικάτα, απογυμνώνοντάς τα από όλα τα θεσμικά υποστυλώματα της δύναμής τους με σκοπό την πλήρη περιθωριοποίησή τους και την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων ή, το πολύ-πολύ, την επιβολή διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης. Κανένα από αυτά τα μέτρα την περίοδο 2010-2014 δεν αντιμετώπιζε την ανεργία που προκαλούσε η ελεύθερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης μέσα από το καθοδικό σπιράλ λιτότητας-ύφεσης - λιτότητας. Ούτε σήμερα μπορεί να το κάνει, γιατί ούτε το εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι πλέον υψηλό ούτε αποτελεί αιτία της ανεργίας.
11
09

Μαρία Καραμεσίνη: «Έκθεση Πισσαρίδη» : Η ανεργία απούσα, η ευελιξία ως εμμονή, η κατάρτιση ως πανάκεια, η αυτοαπασχόληση ως πρόβλημα

Το Σχέδιο Ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από οικονομισμό, που έχει εξαφανίσει όχι μόνο την ανεργία αλλά και τους υπόλοιπους κοινωνικούς στόχους (φτώχεια, ανισότητες, κοινωνικό κράτος κλπ.) από τους κεντρικούς στόχους της ανάπτυξης. Ο μοναδικός κοινωνικός στόχος του Σχεδίου, αυτός της κοινωνικής συνοχής, παραμένει προς το παρόν «άδειο πουκάμισο», ενώ η έννοια της κοινωνικά δίκαιης και περιεκτικής/χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης άγνωστη λέξη για τους συντάκτες του. Τούτων δεδομένων, δεν αποτελεί έκπληξη που αυτοί αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους ως παραγωγικό συντελεστή και όχι ως φορείς δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτοί συμμετέχουν στα οφέλη της ανάπτυξης. Πράγματι, στο ειδικό κεφάλαιο της Έκθεσης για την «Εργασία», οι δύο πρώτοι στόχοι έχουν να κάνουν με τη συνεισφορά των εργαζόμενων στην οικονομία (η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συμβάλλει στη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ενώ η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας) ενώ τα όποια μέτρα κοινωνικής πολιτικής (π.χ. βελτίωση συστήματος φροντίδας) δεν υπακούουν σε κοινωνικούς στόχους αλλά εργαλειοποιούνται για την επίτευξη οικονομικών στόχων. Ο δε τρίτος στόχος (περιορισμός της άτυπης εργασίας) αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία για την επιτροπή Πισσαρίδη να επιτεθεί στους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές επιχειρήσεις.