Μαρία Καραμεσίνη

11
02

Μαρία Καραμεσίνη: Οικονομία της φροντίδας, κρίση αναπαραγωγής και κλιματική κρίση

Η σημερινή κρίση του κορονοϊού έχει ενισχύσει την πειστικότητα της φεμινιστικής ατζέντας που καλεί για μαζικές δημόσιες επενδύσεις στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής φροντίδας. Αυτή η επιλογή θα προωθούσε την επιστροφή σε μία βιώσιμη και πλούσια σε θέσεις εργασίας ανάκαμψη και θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μια αλλαγή παραδείγματος, στην «οικονομία της φροντίδας» εντός μια κοινωνίας που έχει ως αρχή «την έγνοια για τον άλλο». Η «οικονομία της φροντίδας» ορίζεται ως μία οικονομία όπου (α) η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα σε όλες τις ηλικίες αποτελεί καθολικό κοινωνικό δικαίωμα και όχι μια ιδιωτική ή οικογενειακή υπόθεση (β) η αξία της παρεχόμενης φροντίδας και της εργασίας φροντίδας αναγνωρίζεται από την κοινωνία, (γ) οι εργαζόμενοι στον τομέα της φροντίδας απολαμβάνουν αξιοπρεπείς και δίκαιους όρους και συνθήκες εργασίας και ίσης μεταχείρισης, και (δ) η απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας ισοκατανέµεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις εντός και μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών για το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει τα κράτη μέλη της Ε.Ε. με επιπρόσθετους πόρους από εκείνους του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού 2021-27 για να υλοποιήσουν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών τους αναζωπύρωσαν τις φεμινιστικές διεκδικήσεις για μια «Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη Φροντίδα» και για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στα εθνικά σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στις χρηματοδοτούμενες δράσεις του Ταμείου. Σύντομα θα φανεί αν και πόσο η φεμινιστική ατζέντα για την «οικονομία της φροντίδας» έχει καταφέρει να επηρεάσει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες των κυβερνήσεων, τα προγράμματα της αντιπολίτευσης στα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
18
12

Μαρία Καραμεσίνη: Τρία απανωτά πλήγματα στον ΟΑΕΔ και στην κοινωνία

Τρία απανωτά πλήγματα επιφέρει η κυβέρνηση με την πολιτική της στον ΟΑΕΔ. Ολα είναι δρομολογημένα και οι συνέπειές τους στην κοινωνία θα φανούν σύντομα. Πρώτο, με τη μείωση των εισφορών υπέρ ανεργίας, που νομοθετήθηκε με τον τελευταίο νόμο του υπ. Εργασίας, ενώ είχε προηγηθεί μια πρώτη μείωση τον περασμένο Ιούνιο, μειώνονται οι εθνικοί πόροι τόσο για την καταπολέμηση της ανεργίας όσο και για την αναβάθμιση του συστήματος εισοδηματικής στήριξης των ανέργων που είναι από τα χειρότερα στην Ευρώπη. (...) Δεύτερο, οι Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ υποβαθμίζονται και διαλύονται με το νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας που κατέθεσε η κ. Κεραμέως για να ψηφιστεί άρον-άρον πριν από τα Χριστούγεννα. (...) Τρίτο, οι προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπ. Παιδείας για τον ρόλο των ΚΔΒΜ στη συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό ανέργων και εργαζομένων, σε συνδυασμό με την Εκθεση Πισσαρίδη, οδηγούν στον ενταφιασμό των συστηματικών προσπαθειών που έγιναν στον ΟΑΕΔ τα τελευταία χρόνια να αναπτύξει ποιοτικές υπηρεσίες συμβουλευτικής εργασιακής ένταξης και επαγγελματικού προσανατολισμού για τους ανέργους.
20
11

Μαρία Καραμεσίνη: Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για την ανεργία… στη μάχη κατά της ανεργίας!

Στις παρούσες συνθήκες μαζικής ανεργίας, που αναμένεται να αυξηθεί μετά το δεύτερο λοκντάουν και όσα περιοριστικά μέτρα επακολουθήσουν αυτό το χειμώνα λόγω της αύξησης των λουκέτων και των αναδιαρθρώσεων επιχειρήσεων και κλάδων, γεννάται το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση να βιάζεται να μειώσει τις εισφορές για την ανεργία, επιδιώκοντας μάλιστα τη συναίνεση των μισθωτών μέσω της οριακής βελτίωσης των μισθών τους λόγω της μείωσης των εργατικών εισφορών. Τι υπαγορεύει αυτήν τη βιασύνη, αν όχι η εμμονή στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα παντός καιρού, ότι το εργατικό κόστος και η φορολογία είναι η πηγή όλων των δεινών, τα κύρια προβλήματα για τις επενδύσεις και την απασχόληση, ακόμα και όταν αυτό το αφήγημα είναι ολοφάνερα εκτός τόπου και χρόνου;
26
09

Μαρία Καραμεσίνη: Η απειλή της ανεργίας, το ανολοκλήρωτο δεύτερο Μνημόνιο και τα νέα κυβερνητικά μέτρα

Υποτιμώντας τις επιπτώσεις των μέτρων στην εσωτερική ζήτηση, της οποίας η διατήρηση αποτελούσε το ένα από τους δύο κύριους πυλώνες της εναλλακτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τη σημασία ενός προγράμματος μαζικού εσωτερικού τουρισμού, που θα αντιστάθμιζε σε κάποιο βαθμό την προβλεπόμενη μεγάλη μείωση της τουριστικής κίνησης από το εξωτερικό, η κυβέρνηση «θερίζει σήμερα αυτά που έσπειρε». Μετά τα δραματική μείωση των τουριστικών εισπράξεων και λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων -τάσεις που θα επιδεινώσει η αβεβαιότητα που δημιουργεί σε καταναλωτές και επενδυτές το δεύτερο κύμα πανδημίας- ο κίνδυνος εκτίναξης της ανεργίας είναι πλέον ορατός και οδήγησε στην εξαγγελία των αντίστοιχων μέτρων από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη: μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, πρόγραμμα επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών για τη δημιουργία 100 χιλιάδων θέσεων εργασίας, «μεταρρύθμιση» της αγοράς εργασίας με άξονες την περαιτέρω ευελιξία της εργασίας, ώστε να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, και την αλλαγή του απαρχαιωμένου συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982. Ο κ. Βρούτσης παρουσίασε πιο λεπτομερειακά τις παραπάνω εξαγγελίες και κατέθεσε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή τροπολογία για το νέο πρόγραμμα απασχόλησης. Όλες οι θεσμικού χαρακτήρα εξαγγελίες διαπνέονται από την ίδια νεοφιλελεύθερη λογική που αποτυπώθηκε και στα δύο πρώτα Μνημόνια όσον αφορά τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας», που η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ρητά ότι ήταν αργές και η πρόοδός τους έμεινε ημιτελής. Εξ ου και η προσπάθεια της κυβέρνησης, από την επαύριον των εκλογών του Ιουλίου του 2019, να ολοκληρώσει επί τέλους τις θεσμικές «εκκρεμότητες» του δευτέρου Μνημονίου ως προς τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τις οποίες διαπραγματεύτηκαν και ανέτρεψαν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ. Ο αναπτυξιακός νόμος του περασμένου Σεπτεμβρίου έθεσε τα εμπόδια όχι μόνο για να μην ανακάμψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά και για να αποδυναμωθούν και οι υπάρχουσες. Το νέο Labor Reform του κ. Βρούτση, που θα περιλαμβάνεται στο σχετικό σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί τον Οκτώβριο στη Βουλή, θα περιλαμβάνει καταρχήν τις δύο βασικές προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη: τον εξορθολογισμό στη χρήση και τη μείωση του κόστους των υπερωριών, καθώς και τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων να απολύουν. Επίσης, εικάζουμε ότι θα περιλαμβάνει τις αλλαγές στη λειτουργία των συνδικάτων που μετ’ επιτάσεως ζητούσε το ΔΝΤ από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπόρεσε να επιτύχει (απαρτίες συνελεύσεων, απόφαση απεργίας, άδειες συνδικαλιστών, κ.λπ.). Θυμίζουμε ότι τα δύο πρώτα Μνημόνια, κυρίως όμως το δεύτερο, ήθελαν να κλείσουν οριστικά το «κεφάλαιο» ελληνικά συνδικάτα, απογυμνώνοντάς τα από όλα τα θεσμικά υποστυλώματα της δύναμής τους με σκοπό την πλήρη περιθωριοποίησή τους και την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων ή, το πολύ-πολύ, την επιβολή διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης. Κανένα από αυτά τα μέτρα την περίοδο 2010-2014 δεν αντιμετώπιζε την ανεργία που προκαλούσε η ελεύθερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης μέσα από το καθοδικό σπιράλ λιτότητας-ύφεσης - λιτότητας. Ούτε σήμερα μπορεί να το κάνει, γιατί ούτε το εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι πλέον υψηλό ούτε αποτελεί αιτία της ανεργίας.
11
09

Μαρία Καραμεσίνη: «Έκθεση Πισσαρίδη» : Η ανεργία απούσα, η ευελιξία ως εμμονή, η κατάρτιση ως πανάκεια, η αυτοαπασχόληση ως πρόβλημα

Το Σχέδιο Ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από οικονομισμό, που έχει εξαφανίσει όχι μόνο την ανεργία αλλά και τους υπόλοιπους κοινωνικούς στόχους (φτώχεια, ανισότητες, κοινωνικό κράτος κλπ.) από τους κεντρικούς στόχους της ανάπτυξης. Ο μοναδικός κοινωνικός στόχος του Σχεδίου, αυτός της κοινωνικής συνοχής, παραμένει προς το παρόν «άδειο πουκάμισο», ενώ η έννοια της κοινωνικά δίκαιης και περιεκτικής/χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης άγνωστη λέξη για τους συντάκτες του. Τούτων δεδομένων, δεν αποτελεί έκπληξη που αυτοί αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους ως παραγωγικό συντελεστή και όχι ως φορείς δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτοί συμμετέχουν στα οφέλη της ανάπτυξης. Πράγματι, στο ειδικό κεφάλαιο της Έκθεσης για την «Εργασία», οι δύο πρώτοι στόχοι έχουν να κάνουν με τη συνεισφορά των εργαζόμενων στην οικονομία (η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συμβάλλει στη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, ενώ η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας) ενώ τα όποια μέτρα κοινωνικής πολιτικής (π.χ. βελτίωση συστήματος φροντίδας) δεν υπακούουν σε κοινωνικούς στόχους αλλά εργαλειοποιούνται για την επίτευξη οικονομικών στόχων. Ο δε τρίτος στόχος (περιορισμός της άτυπης εργασίας) αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία για την επιτροπή Πισσαρίδη να επιτεθεί στους αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές επιχειρήσεις.
06
08

Μαρία Καραμεσίνη: Η ελληνική οικονομία και ο κόσμος της εργασίας ξανά στην εντατική

Tο προ της κρίσης του 2008 αναπτυξιακό πρότυπο αποδείχτηκε μη βιώσιμο. Η επαναβιομηχάνιση, η τεχνολογική αναβάθμιση και η εξωστρέφεια της παραγωγής, η ανάπτυξη μιας οικονομίας της γνώσης και ο οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας αποτελούν μονόδρομο για την επόμενη μέρα. Ομως η ριζική αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου προσκρούει σε οργανωμένα συμφέροντα και προϋποθέτει έναν ισχυρό ρόλο του κράτους στον σχεδιασμό της αναπτυξιακής στρατηγικής, στην ανάπτυξη των θεσμών υποστήριξής της και τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων και κινήτρων για την πραγματοποίηση, τον προσανατολισμό και τον συντονισμό των ιδιωτικών επενδύσεων. Επιπλέον η προαγωγή μιας οικονομίας της γνώσης που στηρίζεται στην ειδικευμένη εργασία επιβάλλει την αναγνώριση του κομβικού ρόλου των εργαζομένων στην καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και προϋποθέτει την προστασία της εργασίας, τη μείωση της επισφάλειας και τη βελτίωση των όρων αμοιβής. Είναι βέβαιο ότι μόνο αυτός ο προσανατολισμός θα επιτρέψει και την ανάσχεση του brain drain.
01
08

Μαρία Καραμεσίνη: Η ανεργία σπρώχνεται κάτω από το χαλί

Η κυβέρνηση έχει κινηθεί στον αντίποδα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για γενναία στήριξη της εσωτερικής ζήτησης και της ρευστότητας των επιχειρήσεων, όχι μόνο για να μείνει η κοινωνία όρθια, αλλά και για να περιοριστεί η ύφεση και οι επιπτώσεις της στην απασχόληση και στην ανεργία. Έχοντας επιλέξει τη μεταφορά του οικονομικού κόστους της κρίσης στις πλάτες των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των μικρο-επιχειρηματιών, έχει διαχειριστεί μέχρι τώρα την ανεργία, αφενός, με επιδότηση της προσωρινής διατήρησης των θέσεων μισθωτής εργασίας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη μείωση αποδοχών, αφετέρου, σπρώχνοντας το μεγάλο μέρος της ανεργίας που προκύπτει από τη δραματική μείωση των θέσεων εργασίας και των ευκαιριών απασχόλησης «κάτω από το χαλί».
13
07

Μαρία Καραμεσίνη: Πανδημία, έμφυλες ανισότητες και η φεμινιστική ατζέντα της επόμενης μέρας

Παρά τις αρνητικές έμφυλες επιπτώσεις του lockdown, η πανδημία υπήρξε ταυτόχρονα ευκαιρία για την ανάδειξη παγκοσμίως όχι μόνο της σημασίας των δημοσίων συστημάτων υγείας για την προστασία του πληθυσμού, αλλά και του κομβικού ρόλου και της αξίας της φροντίδας για την κοινωνική αναπαραγωγή και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, στη βάση της «έγνοιας για τον άλλο». Η έγνοια για τον άλλο, μαζί με τις αξίες της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης, αναδείχθηκε ως συστατικό στοιχείο των ανθρωπίνων σχέσεων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας για το φεμινιστικό κίνημα είναι η αξιοποίηση της κοινωνικής συνειδητοποίησης για την προώθηση μιας σειράς στόχων του, που πριν την πανδημία εύρισκαν μικρότερη απήχηση: Α) Αναγνώριση της συνεισφοράς των γυναικών στην οικονομία όχι μόνο μέσα από την αμειβόμενη, αλλά και μέσα από τη μη αμειβόμενη εργασία φροντίδας. Β) Αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στην υγεία και στη φροντίδα και αναβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών με μόνιμες προσλήψεις προσωπικού, που δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης στις γυναίκες. Γ) Αναγνώριση και μισθολογική αναβάθμιση των επαγγελμάτων της φροντίδας και καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στις γυναίκες - κυρίως μετανάστριες - που παρέχουν κατ’ οίκον αμειβόμενες υπηρεσίες φροντίδας. Ε) Ισότιμη κατανομή των ευθυνών και του φόρτου της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για τη διεκδίκηση μιας «οικονομίας της φροντίδας» (care economy) που θα στηρίζεται σε μια «κοινωνία που νοιάζεται» (caring society) και στο καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα, που μεταφράζεται σε δικαίωμα όλων να φροντίζονται και να φροντίζουν τους άλλους. Η διεκδίκηση αυτή, που αναπτύχθηκε από ομάδα φεμινιστριών οικονομολόγων ως βασικό στοιχείο μιας φεμινιστικής προσέγγισης της οικονομίας και υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών, είναι σήμερα παραπάνω από επίκαιρη. Συμπερασματικά, μια φεμινιστική ατζέντα για την «επόμενη μέρα» δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει το δικαίωμα όλων στην αξιοπρεπή εργασία και την κοινωνική προστασία, την προστασία των γυναικών από τις διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας, και την ενίσχυση του τομέα της φροντίδας, στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που συνδυάζει τις αρχές της οικολογικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης με αυτές της έγνοιας για τον άλλο και της αλληλεγγύης.
10
06

Μαρία Καραμεσίνη: Η «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία: απειλές και προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας

Κατά τη φάση του lockdown, με το πρόσχημα των έκτακτων συνθηκών η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε ακόμα περισσότερο καθιστώντας «νόμο» το διευθυντικό δικαίωμα. Έδωσε πλήρη και ανεξέλεγκτη ελευθερία στους εργοδότες να αποφασίζουν μονομερώς για την αναστολή συμβάσεων του προσωπικού και την εκ περιτροπής εργασία (άρα και τη μείωση των αποδοχών) στους πληττόμενους κλάδους, αποκλείοντας ή καταργώντας ακόμα και την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και καθιστώντας αδύνατο τον έλεγχο από την Επιθεώρηση Εργασίας. Στην τωρινή φάση επαναλειτουργίας της οικονομίας, συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση χωρίς να βρισκόμαστε σε έκτακτες συνθήκες. Με το νέο μηχανισμό κρατικής επιδότησης της διατήρησης των θέσεων εργασίας «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που εμφανίζουν πτώση τζίρου τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή στη συντριπτική πλειονότητα, οι εργοδότες έχουν πάλι δικαίωμα μονομερούς επιβολής εργασίας μειωμένου χρόνου εργασίας στο προσωπικό τους. Σε περιβάλλον ελεύθερων απολύσεων αυτό ισοδυναμεί με εκβιασμό. Όποιος εργαζόμενος αρνηθεί τη μείωση μισθού, κινδυνεύει να απολυθεί. Αντίθετα, στο γερμανικό μοντέλο η μείωση αποτελεί αντικείμενο υποχρεωτικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην επιχείρηση, όπως και η κατανομή της μείωσης του χρόνου εργασίας στο προσωπικό. Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και η διαφορά της «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑΣ», του «SURE» α λα ελληνικά, από άλλους ανάλογους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς σε χώρες με ακόμα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Η λογική του είναι μνημονιακή και απροκάλυπτα αντι-συνδικαλιστική και αντεργατική. Αγνοεί επιδεικτικά τα συνδικάτα και δίνει στους εργοδότες την απόλυτη εξουσία να επιβάλλουν χωρίς έλεγχο δυσμενείς μεταβολές των όρων εργασίας στους μισθωτούς στο όνομα της προστασίας της απασχόλησης. Στην πράξη εμπεδώνει την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων ως νέα κανονικότητα, για την εξυπηρέτηση του απώτερου στόχου: του ελέγχου της μεταβολής των μισθών, που αναγορεύονται σε καθοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος. Οι τάσεις και απειλές της επόμενης μέρας δεν δημιουργούν μόνο ένα εκρηκτικό μείγμα για την ανάπτυξη εστιών κοινωνικής αντίδρασης και αντίστασης. Μειώνοντας τα εισοδήματα και τη ζήτηση, και σε συνδυασμό με την ανεπαρκή στήριξη των επιχειρήσεων, δρουν ανασταλτικά ως προς την ανάσχεση της ύφεσης και την έξοδο της οικονομίας από την κρίση της πανδημίας με τα λιγότερα δυνατά τραύματα.
03
06

Μαρία Καραμεσίνη: Η μνημονιακή εκδοχή του SURE

Η ελληνική κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε από τα τεκταινόμενα στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. ήδη από τη φάση του lockdown ως προς τρία σημεία. Πρώτον, έδωσε πλήρη και ανεξέλεγκτη εξουσία στους εργοδότες να αποφασίζουν μονομερώς για τη μείωση του χρόνου εργασίας και την αναστολή συμβάσεων του προσωπικού στους πληττόμενους κλάδους, αποκλείοντας ή καταργώντας ακόμα και την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και καθιστώντας αδύνατο τον έλεγχο από την Επιθεώρηση Εργασίας. Δεύτερον, επέβαλε πολύ μεγαλύτερες μειώσεις μισθών στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Με την κρατική αποζημίωση των 800€, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επέβαλε μεσοσταθμικά 45% μείωση εισοδήματος περίπου στο 32% των μισθωτών της χώρας, των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη, ενώ δεν αναπλήρωσε καθόλου τις απώλειες μισθών περίπου στο 10% των μισθωτών της χώρας, που μπήκαν με μονομερή απόφαση του εργοδότη σε εκ περιτροπής εργασία και είδαν μειώσεις μισθών κατά 50%. Τρίτον, κατά τη φάση επαναλειτουργίας των επιχειρήσεων, η ελληνική κυβέρνηση αφήνει απροστάτευτο από τις απολύσεις το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Με τον νέο μηχανισμό προσωρινής διατήρησης των θέσεων εργασίας ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που εμφανίζουν πτώση τζίρου τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή στη συντριπτική πλειονότητα, μπαίνουμε σε νέα φάση. Δίνοντας τη δυνατότητα στους εργοδότες για μονομερή επιβολή εργασίας μειωμένου χρόνου στο προσωπικό τους σε περιβάλλον ελεύθερων απολύσεων, ο μηχανισμός οδηγεί μαθηματικά σε περαιτέρω μείωση κατά 20% των μισθών των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. (...) Η ΑΠΟΥΣΙΑ μηχανισμών διαβούλευσης, έγκρισης και ελέγχου, επιπλέον, ανοίγει διάπλατα την πόρτα για καταχρηστική εφαρμογή της «εργασίας μειωμένου χρόνου», για περαιτέρω καταστρατήγηση δικαιωμάτων των εργαζομένων και για συγκάλυψη της υποδηλωμένης εργασίας με σκοπό την εκμετάλλευση της κρατικής επιδότησης.