Μαρία Καραμεσίνη

07
10

Μαρία Καραμεσίνη: Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με την πανδημική κρίση

Οι μεγαλύτερες όμως απειλές για τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας προέρχονται από τρεις πηγές. Πρώτον, από την προδιαγεγραμμένη επιστροφή σε πολιτικές λιτότητας από το 2023, όταν θα επανενεργοποιηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, η αναθεώρηση του οποίου έχει τεθεί σε διαβούλευση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεύτερον, από το πώς θα αντιμετωπιστούν/ρυθμιστούν τα δημόσια χρέη της πανδημίας που αυξήθηκαν από το 86% στο 100% του ΑΕΠ της ΕΕ μέσα σε ένα χρόνο, και τρίτον, από το πώς θα αντιμετωπιστεί το υπέρμετρο ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, που έχει μεταφερθεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και υπερβαίνει το δημόσιο χρέος σε πάρα πολλές χώρες. Η μεγάλη ταξική αντιπαράθεση έχει λοιπόν αναβληθεί για την μετά-την-πανδημία εποχή. Οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης οφείλουν να προετοιμαστούν για να ηγηθούν του αγώνα με συγκεκριμένες προτάσεις για την διαγραφή/αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών στην Ευρώπη, ενώ σε εθνικό επίπεδο να συμβάλουν στις αντιστάσεις για την προστασία νοικοκυριών από τις κατασχέσεις των περιουσιών τους από τις τράπεζες. Δυστυχώς, η ακύρωση της ελπίδας για μια κόκκινο-κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση στην Γερμανία, μετά τα πρόσφατα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών εμπεδώνει τον φόβο ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μεγάλες μετατοπίσεις στις υπάρχουσες ισορροπίες και συνασπισμούς συμφερόντων μεταξύ χωρών και ηγετικών δυνάμεων στην ΕΕ
14
09

Μαρία Καραμεσίνη: Το «πρώτο ένσημο» δεν είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται

Ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε το πρόγραμμα στη συνέντευξη τύπου λέγοντας ότι η ανεργία των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και χωρίς εργασιακή εμπειρία νέων οφείλεται στο ότι οι εργοδότες δεν τους προτιμούν έναντι των πιο ώριμων εργαζόμενων επειδή είναι συγκριτικά ακριβότεροι, με βάση τη σχέση μισθού/παραγωγικότητας. Έτσι, η κρατική επιχορήγηση των 100 ευρώ μηνιαία προς τους εργοδότες θα τους δώσει κίνητρο για προσλήψεις από αυτήν την ομάδα. Ωστόσο, οι αμοιβές των νεοεισερχόμενων συγκεντρώνονται στην πράξη γύρω από τον κατώτατο μισθό –και κάτω από αυτόν σε περίπτωση μερικής απασχόλησης – όπως και στις εισαγωγικές βαθμίδες της μισθολογικής κλίμακας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ ακόμα και μεταξύ των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό οι εργοδοτικές εισφορές είναι κατά 6,66 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες για τα άτομα ηλικίας έως 25 ετών, που κοστίζουν λιγότερο για τις επιχειρήσεις από τα μεγαλύτερης ηλικίας. Δεδομένης της υπερσυγκέντρωσης των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία γύρω από τον κατώτατο μισθό, το πρωθυπουργικό επιχείρημα υπαινίσσεται ότι ο κατώτατος μισθός χωρίς τριετίες είναι υψηλός και πρέπει να μειωθεί. Δεν έχει όμως διατυπωθεί κάτι τέτοιο ευθέως στη δημόσια συζήτηση. Θα επιτρέψει το πρόγραμμα να επιχορηγηθούν εργοδότες με δημόσιο χρήμα για να παρέχουν θέσεις εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό; Επίσης οι νέοι έχουν κατά κανόνα πιο επίκαιρες επαγγελματικές γνώσεις και περισσότερες ψηφιακές δεξιότητες από τους μεγαλύτερους, μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά και προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, που αντισταθμίζουν την έλλειψη εμπειρίας. Άρα, η έλλειψη της τελευταίας δεν σημαίνει πάντα ούτε εξ ορισμού χαμηλότερη παραγωγικότητα των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία και άρα δεν χρειάζεται να επιδοτηθούν όλοι οι νέοι με 100 ευρώ μηνιαία προκειμένου να αποκτήσουν την πρώτη τους εργασιακή εμπειρία. Αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία έχει δείξει τη μεγάλη ευαισθησία που έχει η νεανική ανεργία στον οικονομικό κύκλο και τη διακύμανση της δραστηριότητας συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής που τους απορροφούν κατά προτεραιότητα. Επίσης έχει δείξει τις επιπτώσεις στη νεανική ανεργία της αναπόφευκτης και αναγκαίας σχετικής αυτονομίας του εκπαιδευτικού από το παραγωγικό σύστημα. Αν όμως η ανεργία των νέων δεν οφείλεται στη χώρα μας στο συγκριτικά υψηλό εργατικό κόστος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία, τότε, στην καλύτερη περίπτωση, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει ως εργαλείο νομιμοποίησης της νεανικής μαύρης εργασίας παρέχοντας στους εργοδότες ευχέρεια ασφάλισης των νέων και στους τελευταίους μέσο πίεσης απέναντι στους πρώτους, ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα λειτουργήσει ως εργαλείο μαζικής επιδότησης θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο ή τους βασικούς μισθούς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το πρόγραμμα μπορεί επίσης να επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στις κοινωνικές αντιλήψεις για τα αίτια της ανεργίας αλλά και στις συμπεριφορές των άνεργων νέων, όπως και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Οι άνεργοι νέοι που θα περιφέρονται από επιχείρηση σε επιχείρηση με την επιταγή προπληρωμένου χρόνου εργασίας στο χέρι, αναζητώντας την επιχείρηση που θα θέλει να τη μοιραστεί μαζί τους με αντάλλαγμα μια θέση εργασίας στο επάγγελμα ή στο αντικείμενο σπουδών τους, θα θεωρηθούν πλέον μη ενεργοί ή ανίκανοι εάν δεν βρουν επιχείρηση να τους προσλάβει και υπεύθυνοι για την παράταση της ανεργίας τους. Επίσης, οι ατομικές διαπραγματεύσεις τους με τους εργοδότες ενδέχεται ασκήσουν πτωτική επίδραση τους μισθούς που οι τελευταίοι είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν, με τη δικαιολογία της ύπαρξης της προσαύξησης, ενώ η έλλειψη ασφαλιστικών δικλείδων μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε υποκατάσταση μη επιδοτούμενου προσωπικού από τους δικαιούχους προπληρωμένου χρόνου εργασίας. Τέλος, το μοντέλο της ατομικής ευθύνης των ανέργων, αλλά περισσότερο αυτό της ατομικής διαπραγμάτευσης των μισθών, που προωθείται μέσα από το «καρότο» της προσαύξησης του μισθού, αποτελούν απειλή για την ολοκληρωτική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή των κοινωνικών σημείων αναφοράς που συγκροτούν τη βάση της (συγκριτικής) αξίας της εργατικής δύναμης και της συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων αναπαραγωγής της. Το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο» δεν είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται.
26
07

Μαρία Καραμεσίνη: Είναι η πανδημική κρίση διαφορετική;

Το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες (21,3% έναντι 13,7% στους άνδρες) που φθάνει στις νεαρές γυναίκες 15-24 ετών στο δυσθεώρητο 49%, δείχνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα έχει κατεξοχήν γυναικείο πρόσημο και αναμένεται να μετεξελιχθεί σε εκρηκτικό, ακόμα περισσότερο που το τέταρτο κύμα της πανδημίας έχει μόλις ξεκινήσει και η οικονομία ξαναμπαίνει σε φάση αβεβαιότητας. Η μείωση της γυναικείας ανεργίας αποτελεί συνεπώς πολιτική προτεραιότητα για την «επόμενη μέρα» που αργεί. Τέλος, πέραν της συμβολής της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας, η πανδημία έχει αναδείξει τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους στην κοινωνική αναπαραγωγή, όπως και στην ισότιμη ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους την κοινωνική αναπαραγωγή, εφόσον αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας, το σύστημα κοινωνικής φροντίδας, το δημόσιο σχολείο και τις «βασικές υπηρεσίες» που παρέμειναν ανοιχτές κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Η μεγάλη πρόκληση είναι η διατήρηση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους για την εξασφάλιση ενός καθολικού δικαιώματος στη φροντίδα. Προϋπόθεση είναι η αποφυγή της επανάληψης ενός νέου κύκλου λιτότητας μετά το τέλος της πανδημικής κρίσης, όπως συνέβη μετά την αρχική ύφεση της κρίσης του 2008.
12
07

Αναζήτηση του Κέντρου ή των προϋποθέσεων για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό;

Σε μια ταξικά πολωμένη κοινωνία, μια κεντροαριστερή «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγεί σε ένα διακριτό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, που μπορεί να παράγει κοινωνική συσπείρωση και πολιτική διέξοδο απέναντι στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό και τον δεξιό ριζοσπαστισμό της ΝΔ. Από την άλλη, δεδομένης της παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος, είναι δύσκολο να διαμορφωθεί ένα ριζοσπαστικό εναλλακτικό σχέδιο που να είναι ταυτόχρονα εφικτό και να μην διαψεύσει τις κοινωνικές προσδοκίες μετά από μια πιθανή εκλογική νίκη. Διότι ένα ρεαλιστικό ριζοσπαστικό σχέδιο απαιτεί όχι μόνο δραστήρια και μαζικά κοινωνικά υποκείμενα στη χώρα, αλλά και ευνοϊκές αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης και στις πολιτικές της ΕΕ και ρυθμίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Επικαθορίζεται, δηλαδή, από εξωτερικούς καταναγκασμούς που περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας των πολιτικών επιλογών σε περίπτωση ανάληψης της διακυβέρνησης και, άρα, τη δυνατότητα υλοποίησης του. Ένα στρατηγικό αδιέξοδο οδηγεί μοιραία τον ΣΥΡΙΖΑ στον λαϊκισμό. (...) Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα εξαρτηθεί από την εσωκομματική αντιπαράθεση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων στη μετά–την–πανδημία εποχή και τις εξελίξεις των πολιτικών συσχετισμών και συγκρούσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Βρισκόμαστε σε μια ρευστή εποχή, ανάλογη με αυτή του μεσοπολέμου, αλλεπάλληλων δομικών κρίσεων του συστήματος και προσπαθειών επαναθεμελίωσής του σε νέες βάσεις (νέες πηγές άντλησης υπεραξίας) που δεν αφήνει χώρο για «κεντρώες λύσεις». Όπως τότε, έτσι και σήμερα απειλείται η δημοκρατία και αυτό μπορεί να αλλάξει άρδην τις πολιτικές προτεραιότητες. Ήδη η υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών στη χώρα μας απαιτεί την ενότητα της Αριστεράς και τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών μετώπων ευρέως φάσματος. Τέλος, ανεξαρτήτως συγκυρίας, θεωρώ την περιθωριοποίηση των συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων στο κόμμα και τη μετατροπή της πολιτικής σε επάγγελμα και ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης για μεγάλο μέρος του πολιτικού του προσωπικού, όπως επισημαίνουν τόσο ο Γιατζόγλου στο άρθρο του, όσο και ο Τσουκαλάς στην τελευταία συνέντευξή του στην «Εποχή», ως μείζονες δομικού χαρακτήρα απειλές ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα και κεντροαριστερής του μετάλλαξης. Αυτό καθιστά την απαίτηση και διεκδίκηση για τη δημοκρατική και συλλογική λειτουργία του κόμματος και διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης και τακτικής ανανέωσης του στελεχιακού του δυναμικού και πολιτικού του προσωπικού ύψιστης πολιτικής σημασίας και προτεραιότητας.
05
07

Μαρία Καραμεσίνη: Κομβικός ο ρόλος της αναπτυξιακής πολιτικής

Για ένα πρόγραμμα με επίκεντρο την αναβάθμιση της εργασίας μίλησε η καθηγήτρια Μαρία Καραμεσίνη. Συγκεκριμένα εκτίμησε πως: Η καταπολέμηση της ανεργίας και η βελτίωση της θέσης και της διαπραγματευτικής δύναμης της μισθωτής εργασίας βρίσκονται στο επίκεντρο του σχεδίου μας για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Χρειάζεται όμως να λάβουμε υπόψη μας, ότι η προοπτική των ανέργων να εξασφαλίσουν σταθερή εργασιακή και επαγγελματική ένταξη, όπως και η διαρκής βελτίωση των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων μισθωτών εξαρτώνται καθοριστικά από τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Μετά τη δεκαετή κρίση του 2008 και των μνημονίων και την πανδημική κρίση, το παραγωγικό σύστημα της χώρας έχει γίνει ακόμα πιο εξαρτημένο από τον τουρισμό, την εστίαση, το εμπόριο και τις μεταφορές απ’ ότι πριν. Αυτοί οι κλάδοι απασχολούν ανειδίκευτη και μισο-ειδικευμένη εργασία και παράγουν πάνω από το 50% των νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία, με πολλές από αυτές να είναι εποχικές, επισφαλείς, αδήλωτες, υποδηλωμένες κλπ. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία αδυνατεί να παράγει θέσεις εργασίας ικανές τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά να απορροφήσουν το επιστημονικό της δυναμικό, που σε πολύ μεγάλο βαθμό ήδη ετεροαπασχολείται σε δουλειές χαμηλότερες των προσόντων του είτε αναζητεί την τύχη του στο εξωτερικό. Οφείλουμε λοιπόν να έχουμε επίγνωση ότι μια πολιτική τροφοδότησης της ζήτησης στην οικονομία μέσω της αναβάθμισης των μισθών και άλλων φιλεργατικών μέτρων αποτελεί μεν αναγκαία συνθήκη για την επανεκκίνηση μιας ταλαιπωρημένης οικονομίας και για να αποτρέψει τα λουκέτα εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων κατά την έξοδό τους από την πανδημική κρίση αλλά με κανένα τρόπο δεν είναι ικανή για δρομολογήσει μεσο-μακροπρόθεσμα την τεχνολογική και παραγωγική αναβάθμιση και τον οικολογικό μετασχηματισμό μιας οικονομίας εντελώς ανοιχτής στο διεθνή ανταγωνισμό και με μικρή εσωτερική αγορά. Άρα ο ρόλος της αναπτυξιακής πολιτικής (τεχνολογικής, κλαδικής, βιομηχανικής, αγροτικής κλπ.) είναι κομβικός για να τεθούν τα θεμέλια μιας διατηρήσιμης προοπτικής κοινωνικής προόδου για τις εργαζόμενες τάξεις και τους ανέργους της χώρας.
16
06

Μαρία Καραμεσίνη: Εργασιακό νομοσχέδιο – Από την Θάτσερ στον Όρμπαν

Η δραστική μείωση του εργατικού κόστους, ο δεύτερος μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή στόχος των δύο πρώτων μνημονίων, στον οποίο συνέκλιναν οι δανειστές, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας, υπαγόρευσε τη δραστική περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων και την αποκαθήλωση των θεσμών της αγοράς εργασίας. Πρόκειται για βίαιη ταξική σύγκρουση, μεθοδικά ενορχηστρωμένη από τις κυβερνήσεις της εποχής, που εκτός από τη δραματική μείωση των μισθών, οδήγησε σε ελεύθερη πτώση το βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας από το 80% το 2008 στο 14% το 2017 (ακόμα χαμηλότερο σήμερα), τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και αυτές της Ε.Ε. με τα χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης (ΗΠΑ, Βρετανία, Ρωσία, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) που κυμαίνονται μεταξύ 7% και 26%. Τη στιγμή που η πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον κατώτατο μισθό προβλέπει ρητά την αύξηση της κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υποχρεωτική εκπόνηση εθνικών σχεδίων δράσης που θα παρακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις χώρες όπου το ποσοστό είναι κατώτερο του 70%, φαίνεται ότι η χώρα μας εμμένει θατσερικά και πορεύεται αντίστροφα, κατρακυλώντας στον πάτο της Ε.Ε., σε σφιχτό εναγκαλισμό με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και απομακρυνόμενη από τις χώρες της Δυτικής. Παρομοίως, ανεβάζοντας με το εργασιακό νομοσχέδιο τον επιτρεπόμενο χρόνο εργασίας καθ΄ υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου (υπερεργασία συν υπερωρίες) στις 400 ώρες ετησίως, εναρμονίζεται απόλυτα με την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία που έχουν τα υψηλότερα πλαφόν στην Ε.Ε. Η ειρωνεία είναι ότι η σύγκλιση της Ελλάδας με τα πλέον νεοφιλελεύθερα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης προβάλλεται ως μέγιστη μεταρρύθμιση στο όνομα ενός «εξευρωπαϊσμού-εκσυγχρονισμού», που προϋποθέτει την εξατομίκευση, την κοινωνική υποταγή και πραγματώνεται μέσω του περιορισμού των ελευθεριών και του κρατικού αυταρχισμού. Το εργασιακό νομοσχέδιο βρίσκεται λοιπόν, άθελά του, στο επίκεντρο της διαμάχης σε ΗΠΑ και Ευρώπη για την επίλυση των πολλαπλών κρίσεων μετά το τέλος της πανδημίας μεταξύ των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού από τη μία πλευρά, εκείνων της προόδου, της δημοκρατίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άλλη.
09
06

Μαρία Καραμεσίνη: Απορρύθμιση του χρόνου εργασίας: ποιος εξευρωπαϊσμός;

H ευρωπαϊκή εμπειρία των ευέλικτων σχημάτων διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που δίνουν στους εργαζόμενους δικαίωμα διευθέτησης του χρόνου εργασίας εντός κάποιων ορίων, έχει δείξει ότι αυτό είναι αδύνατο να ασκηθεί στην πράξη παρά μόνο όταν οι εργαζόμενοι διαθέτουν συλλογική εκπροσώπηση και σαφές πλαίσιο κανόνων που περιορίζει το διευθυντικό δικαίωμα. Δεν μπορεί δηλαδή να ασκηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μόνο το 15% των μισθωτών (και ακόμα μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα) καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα συνδικάτα είναι ανύπαρκτα στους χώρους εργασίας και ήδη ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται υπερωριακά δεν αμείβονται για τις υπερωρίες τους. Αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση της Ν.Δ., που τάχα επικαλείται τον εξευρωπαϊσμό, ενώ συνειδητά προωθεί την απορρύθμιση του χρόνου εργασίας με την ανακύκλωση του καθεστώτος των απλήρωτων υπερωριών στο σύστημα ατομικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας, καθώς και την εδραίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου λειτουργίας της αγοράς εργασίας χωρίς συνδικάτα και συλλογικές διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη εγκαταστήσει στην ανατολική Ευρώπη οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις μετά την πτώση του Τείχους.
24
05

Μαρία Καραμεσίνη: Ο όψιμος ελληνικός θατσερισμός

Αν δεν ήταν διαδεδομένη η αντίληψη του «δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς συμβαίνει ήδη», δεν θα τολμούσαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εργασίας να νομιμοποιούν τη γενικευμένη ανομία στους χώρους εργασίας και ταυτόχρονα να διατείνονται ότι η ατομική διαπραγμάτευση αποτελεί πραγματική ελευθερία του εργαζόμενου, που θα μπορεί πλέον «να μαζεύει ελιές», να έχει παραπάνω διακοπές ή τετραήμερη εργασία, ο φοιτητής να διαβάζει για τις εξετάσεις κ.ο.κ. Αν τα συνδικάτα ως απαραίτητος θεσμός συλλογικής διεκδίκησης είχαν διατηρήσει την αξιοπιστία τους και οι εργαζόμενοι είχαν επίγνωση, ότι σε συνθήκες μαζικής ανεργίας και επισφάλειας, χωρίς συνδικάτα, συλλογικές διαπραγματεύσεις και ελεγκτικούς μηχανισμούς κανένα ατομικό δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί πραγματικά στους χώρους εργασίας, δεν θα μπορούσε η κυβέρνηση εύκολα να ισχυρίζεται ότι η ευελιξία είναι ατομικό δικαίωμα, η ανεργία θέμα βιογραφικού, η μετανάστευση επιλογή των άξιων για να αδράξουν ευκαιρίες. Η «μάχη για το οκτάωρο» είναι κάτι περισσότερο από μια κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση γύρω από ένα νομοσχέδιο. Αποτελεί πρωτίστως ιδεολογική διαμάχη γύρω από τις έννοιες, τις αξίες, τις στάσεις ζωής. Είναι σύγκρουση μεταξύ της ατομοκεντρικής και της συστημικής ερμηνείας των κοινωνικών προβλημάτων, είναι αγώνας κατάδειξης της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, είναι μάχη υπεράσπισης της αξίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης των εργαζομένων και μιας διαφορετικής μορφής συνδικαλισμού που να εμπνέει τη συμμετοχή και την ενότητα.