Μαρία Καραμεσίνη

07
10

Μαρία Καραμεσίνη: Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με την πανδημική κρίση

Οι μεγαλύτερες όμως απειλές για τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας προέρχονται από τρεις πηγές. Πρώτον, από την προδιαγεγραμμένη επιστροφή σε πολιτικές λιτότητας από το 2023, όταν θα επανενεργοποιηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, η αναθεώρηση του οποίου έχει τεθεί σε διαβούλευση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεύτερον, από το πώς θα αντιμετωπιστούν/ρυθμιστούν τα δημόσια χρέη της πανδημίας που αυξήθηκαν από το 86% στο 100% του ΑΕΠ της ΕΕ μέσα σε ένα χρόνο, και τρίτον, από το πώς θα αντιμετωπιστεί το υπέρμετρο ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, που έχει μεταφερθεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και υπερβαίνει το δημόσιο χρέος σε πάρα πολλές χώρες. Η μεγάλη ταξική αντιπαράθεση έχει λοιπόν αναβληθεί για την μετά-την-πανδημία εποχή. Οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης οφείλουν να προετοιμαστούν για να ηγηθούν του αγώνα με συγκεκριμένες προτάσεις για την διαγραφή/αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών στην Ευρώπη, ενώ σε εθνικό επίπεδο να συμβάλουν στις αντιστάσεις για την προστασία νοικοκυριών από τις κατασχέσεις των περιουσιών τους από τις τράπεζες. Δυστυχώς, η ακύρωση της ελπίδας για μια κόκκινο-κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση στην Γερμανία, μετά τα πρόσφατα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών εμπεδώνει τον φόβο ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μεγάλες μετατοπίσεις στις υπάρχουσες ισορροπίες και συνασπισμούς συμφερόντων μεταξύ χωρών και ηγετικών δυνάμεων στην ΕΕ
14
09

Μαρία Καραμεσίνη: Το «πρώτο ένσημο» δεν είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται

Ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε το πρόγραμμα στη συνέντευξη τύπου λέγοντας ότι η ανεργία των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και χωρίς εργασιακή εμπειρία νέων οφείλεται στο ότι οι εργοδότες δεν τους προτιμούν έναντι των πιο ώριμων εργαζόμενων επειδή είναι συγκριτικά ακριβότεροι, με βάση τη σχέση μισθού/παραγωγικότητας. Έτσι, η κρατική επιχορήγηση των 100 ευρώ μηνιαία προς τους εργοδότες θα τους δώσει κίνητρο για προσλήψεις από αυτήν την ομάδα. Ωστόσο, οι αμοιβές των νεοεισερχόμενων συγκεντρώνονται στην πράξη γύρω από τον κατώτατο μισθό –και κάτω από αυτόν σε περίπτωση μερικής απασχόλησης – όπως και στις εισαγωγικές βαθμίδες της μισθολογικής κλίμακας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ ακόμα και μεταξύ των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό οι εργοδοτικές εισφορές είναι κατά 6,66 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες για τα άτομα ηλικίας έως 25 ετών, που κοστίζουν λιγότερο για τις επιχειρήσεις από τα μεγαλύτερης ηλικίας. Δεδομένης της υπερσυγκέντρωσης των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία γύρω από τον κατώτατο μισθό, το πρωθυπουργικό επιχείρημα υπαινίσσεται ότι ο κατώτατος μισθός χωρίς τριετίες είναι υψηλός και πρέπει να μειωθεί. Δεν έχει όμως διατυπωθεί κάτι τέτοιο ευθέως στη δημόσια συζήτηση. Θα επιτρέψει το πρόγραμμα να επιχορηγηθούν εργοδότες με δημόσιο χρήμα για να παρέχουν θέσεις εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό; Επίσης οι νέοι έχουν κατά κανόνα πιο επίκαιρες επαγγελματικές γνώσεις και περισσότερες ψηφιακές δεξιότητες από τους μεγαλύτερους, μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά και προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, που αντισταθμίζουν την έλλειψη εμπειρίας. Άρα, η έλλειψη της τελευταίας δεν σημαίνει πάντα ούτε εξ ορισμού χαμηλότερη παραγωγικότητα των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία και άρα δεν χρειάζεται να επιδοτηθούν όλοι οι νέοι με 100 ευρώ μηνιαία προκειμένου να αποκτήσουν την πρώτη τους εργασιακή εμπειρία. Αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία έχει δείξει τη μεγάλη ευαισθησία που έχει η νεανική ανεργία στον οικονομικό κύκλο και τη διακύμανση της δραστηριότητας συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής που τους απορροφούν κατά προτεραιότητα. Επίσης έχει δείξει τις επιπτώσεις στη νεανική ανεργία της αναπόφευκτης και αναγκαίας σχετικής αυτονομίας του εκπαιδευτικού από το παραγωγικό σύστημα. Αν όμως η ανεργία των νέων δεν οφείλεται στη χώρα μας στο συγκριτικά υψηλό εργατικό κόστος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία, τότε, στην καλύτερη περίπτωση, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει ως εργαλείο νομιμοποίησης της νεανικής μαύρης εργασίας παρέχοντας στους εργοδότες ευχέρεια ασφάλισης των νέων και στους τελευταίους μέσο πίεσης απέναντι στους πρώτους, ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα λειτουργήσει ως εργαλείο μαζικής επιδότησης θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο ή τους βασικούς μισθούς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το πρόγραμμα μπορεί επίσης να επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στις κοινωνικές αντιλήψεις για τα αίτια της ανεργίας αλλά και στις συμπεριφορές των άνεργων νέων, όπως και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Οι άνεργοι νέοι που θα περιφέρονται από επιχείρηση σε επιχείρηση με την επιταγή προπληρωμένου χρόνου εργασίας στο χέρι, αναζητώντας την επιχείρηση που θα θέλει να τη μοιραστεί μαζί τους με αντάλλαγμα μια θέση εργασίας στο επάγγελμα ή στο αντικείμενο σπουδών τους, θα θεωρηθούν πλέον μη ενεργοί ή ανίκανοι εάν δεν βρουν επιχείρηση να τους προσλάβει και υπεύθυνοι για την παράταση της ανεργίας τους. Επίσης, οι ατομικές διαπραγματεύσεις τους με τους εργοδότες ενδέχεται ασκήσουν πτωτική επίδραση τους μισθούς που οι τελευταίοι είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν, με τη δικαιολογία της ύπαρξης της προσαύξησης, ενώ η έλλειψη ασφαλιστικών δικλείδων μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε υποκατάσταση μη επιδοτούμενου προσωπικού από τους δικαιούχους προπληρωμένου χρόνου εργασίας. Τέλος, το μοντέλο της ατομικής ευθύνης των ανέργων, αλλά περισσότερο αυτό της ατομικής διαπραγμάτευσης των μισθών, που προωθείται μέσα από το «καρότο» της προσαύξησης του μισθού, αποτελούν απειλή για την ολοκληρωτική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή των κοινωνικών σημείων αναφοράς που συγκροτούν τη βάση της (συγκριτικής) αξίας της εργατικής δύναμης και της συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων αναπαραγωγής της. Το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο» δεν είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται.
26
07

Μαρία Καραμεσίνη: Είναι η πανδημική κρίση διαφορετική;

Το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες (21,3% έναντι 13,7% στους άνδρες) που φθάνει στις νεαρές γυναίκες 15-24 ετών στο δυσθεώρητο 49%, δείχνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα έχει κατεξοχήν γυναικείο πρόσημο και αναμένεται να μετεξελιχθεί σε εκρηκτικό, ακόμα περισσότερο που το τέταρτο κύμα της πανδημίας έχει μόλις ξεκινήσει και η οικονομία ξαναμπαίνει σε φάση αβεβαιότητας. Η μείωση της γυναικείας ανεργίας αποτελεί συνεπώς πολιτική προτεραιότητα για την «επόμενη μέρα» που αργεί. Τέλος, πέραν της συμβολής της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας, η πανδημία έχει αναδείξει τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους στην κοινωνική αναπαραγωγή, όπως και στην ισότιμη ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους την κοινωνική αναπαραγωγή, εφόσον αποτελούν την πλειονότητα των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας, το σύστημα κοινωνικής φροντίδας, το δημόσιο σχολείο και τις «βασικές υπηρεσίες» που παρέμειναν ανοιχτές κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Η μεγάλη πρόκληση είναι η διατήρηση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους για την εξασφάλιση ενός καθολικού δικαιώματος στη φροντίδα. Προϋπόθεση είναι η αποφυγή της επανάληψης ενός νέου κύκλου λιτότητας μετά το τέλος της πανδημικής κρίσης, όπως συνέβη μετά την αρχική ύφεση της κρίσης του 2008.