Μια τέτοια βραδιά
Είναι γύρω στις τρεις το βράδυ. Περασμένη πανσέληνος. Ακόμα μιά περασμένη πανσέληνος. Κάτω στον γιαλό του Καρά Ορμάν ή Περιγιάλι όπως το λένε τώρα βλακωδώς, λες και θα αλλάξει γεύση η αρμύρα της εφηβείας σου και θα γίνουν πιο ελληνικά εκείνα τα κορίτσια, κάτω στο Καρά Ορμάν, λοιπόν, η θάλασσα έχει ρίξει για τα καλά τις πρυμάτσες της στην αμμουδιά. Σχεδόν βλέπω την αγκυρά της ξαπλωμένη απαλά στον βυθό σαν κοιμισμένη γοργόνα που ονειρεύεται και οι φυσαλίδες από το όνειρό της ανεβαίνουν μέχρι την επιφάνεια του νερού κι όλο ανεβαίνουν και χάνονται στο ολόγιομο σκοτάδι. Αυτή η νύχτα λέω, δεν θα φύγει ποτέ. Θα κοιμηθεί χίλια χρόνια μέχρι να γεννηθεί ο αγαθός του παραμυθιού που θα φυτέψει πάνω στο ακύμαντο νερό το θαλλασινό τριφύλι. Τότε μονάχα αυτή η θάλασσα που βλέπω στις τρείς το βράδυ από το μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού, θα ξυπνήσει και χωρίς να το καταλάβει κανένας θα σαλπάρει για κάποιο «αλλού» που κανένα στόμα δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα. Και θα φύγει γιατί θα έχει ερωτευτεί ένα μεγάλο κύμα που το ονειρεύτηκε χίλια χρόνια και μονάχα αυτή ξέρει πού μένει μαζί με όλα του τα δελφίνια, μαζί με όλα του τα κοχύλια, μαζί με όλες του τις μικρές γοργόνες που έχουν για παιχνίδι τους τα δάκρυα των παιδιών: παίρνουν τα δάκρυα, ιδίως τα αναίτια, τους βάζουν μια ουρά από πολύχρωμα κοράλια και τα κάνουν χαρταετούς που ανεβαίνουν ψηλά μέχρι την πανσέληνο αφήνοντας πίσω τους μια εξαίσια μουσική από γαλήνια σιωπή και κοράλια. Τα παιδιά την ακούνε μέσα στον ύπνο τους, καθώς κοιμούνται μέσα στον ύπνο της θάλασσας και τότε χαμογελούν χωρίς να το ξέρουν. Το ξέρουν όμως οι μικρές γοργόνες γιατί αυτό είναι το παιχνίδι τους: να κάνουν τα παιδιά να χαμογελούν χωρίς να το ξέρουν και να στάζει αστέρια ο χαρταετός των δακρύων τους μια τέτοια νύχτα όπου νομίζεις ότι τίποτα δέν γίνεται κι ότι αυτό που ακούγεται είναι μονάχα η νοσταλγία.
Δεν είναι έτσι. Αλλιώς η θάλασσα δεν θα ήταν τόσο ήσυχη και η ώρα τόσο περασμένη και τόσο παλιά σαν το παληό εκκρεμές στο μέσα μέρος του πατρικού και του μητρικού χρόνου που νομίζεις ότι πέρασε για πάντα, επειδή απλώς χάλασε και δεν χτυπάει πια τις ώρες και ο πατέρας δεν ανεβαίνει στην καρέκλα κάθε βράδυ στις δέκα για να το κουρντίσει και η μητέρα που τώρα πια κοιμάται κι αυτή μέσα στον ύπνο της, εκεί στον τόπο του μεγάλου κύματος, δεν σου διηγείται την αχνή ιστορία μιας πατρίδας χτισμένης από σύννεφα και πιασμένης από τον σπάγγο όλων των χαρταετών που κόπηκαν, μιας πατρίδας που μετρούσε τα χίλια χρόνια της κοιμισμένης θάλασας με το χαλασμένο εκρεμμές του σπιτιού σου κι όλοι νόμιζαν ότι τα χίλια χρόνια δεν θα περνούσαν ποτέ. Φαίνεται ότι δεν ήταν αλήθεια. Το μεγάλο εκκρεμές ποτέ δεν σταμάτησε να πηγαίνει πέρα δώθε έτσι που μια τέτοια νύχτα να βλέπεις την θάλασσα κάτω στον γιαλό του Καρά Ορμάν και να μην ξέρεις αν την βλέπεις ή αν την ονειρεύεσαι. Μια στον κόσμο τον εδώ, μια στον κόσμο του μεγάλου κύματος. Πού είναι; Πού είσαι; Κι αν πέρασαν χίλια χρόνια μέσα σε μια στιγμή;
Άκου! Το μεγάλο εκρεμμές δουλεύει ξανά, σημαίνοντας ώρες καινούργιες. Εδώ ή εκεί; Κανένα στόμα δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. Θα χρειαστούν λοιπόν πολλά χρόνια ακόμα ώσπου να φύγει μια νύχτα σαν κι αυτή από τους δείκτες του σταματημένου ρολογιού. Καληνύχτα. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια ώσπου οι μικρές γοργόνες να παρηγορήσουν όλα τα δακρυσμένα παιδιά.