Δημήτρης Γιατζόγλου

30
03

Δημήτρης Γιατζόγλου: Τίτλοι τέλους

Αν το πολιτικό παιχνίδι στο κέντρο, δηλαδή η «μικρή πολιτική» του αποσπασματικού μεταρρυθμισμού που αφήνει ανέπαφο τον σκληρό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, είναι η κεντρική ιδέα του νέου ΣΥΡΙΖΑ – αν το διαζύγιο πολιτικής και ηθικής είναι το τίμημα του πολιτικού ρεαλισμού – αν η φιλοδοξία της Αριστεράς εξαντλείται στη συμβολή της σε έναν «νέο συμβιβασμό καπιταλισμού και δημοκρατίας» με ολίγη από οικολογία – αν ένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο προσυπογράφει την καπιταλιστική μεγέθυνση ως ανάπτυξη, τότε μοιάζει να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα από τη στρατηγική ήττα του 1989 και τη διαρκή της ανακύκλωση. Μοιάζει να αγνοούμε ότι η διαδρομή από τον Μπερλινγκουέρ και τον Ινγκράο στον Ρέντσι οδηγεί τελικά στον Ντράγκι. Ο ΣΥΡΙΖΑ «του 3%» λοιδορήθηκε και πολεμήθηκε με φανατισμό ως λαϊκιστική εκτροπή από την κανονικότητα του συντηρητικού καθεστωτισμού. Η πρώτη κυβερνητική του θητεία, περιχαρακωμένη στα όρια που όριζε το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, θεωρήθηκε ως το ναυάγιο μιας αδύνατης αντιστροφής. Το πολιτικό παράδοξο που δρομολογήθηκε το 2019, να αποτελεί ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο και ταυτόχρονα έκφραση μιας πολιτικής συμμαχίας, θεωρήθηκε ως έκφραση μιας διορθωτικής ωρίμανσης, που όμως δεν παρήγαγε την αναμενόμενη δυναμική. Ρευστοποίησε την ταυτότητα και επέτεινε την ιδεολογική και πολιτική απροσδιοριστία. Η αναζήτηση μιας νέας, περισσότερο δραστικής μετατόπισης κάνει την κρίση του εγχειρήματος ορατή διά γυμνού οφθαλμού.
21
09

Περί εκκρεμοτήτων και μετασχηματισμών

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και ο ορίζοντας του σοσιαλισμού. Ας ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί με υπεκφυγές: τίθεται αυτό το ζήτημα ως πραγματική εκκρεμότητα για όλες τις δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το νέο κόμμα; Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τον «ενοχλητικό» παράγοντα της ιδεολογίας, υπάρχει μια κοινή πεποίθηση ότι πρέπει να αποτελέσει το κέντρο γύρω από το οποίο θα αρθρωθεί το Πολιτικό Πρόγραμμα; Ας είμαστε ειλικρινείς. Η εκκρεμότητα κρατάει για την Αριστερά όλης της Ευρώπης χρόνια ολόκληρα. Ιδιαίτερα μετά το 1989, η Αριστερά μοιάζει να μη μπορεί, ή να θεωρεί αδύνατο, να επεξεργαστεί ένα πολιτικό σχέδιο στο οποίο θα αποτυπώνεται η ενότητα των στρατηγικών προταγμάτων με το μεταρρυθμισμό της «καθημερινής πολιτικής». Όμως χωρίς αυτήν την ενότητα, ο «πόλεμος θέσεων» για τη συνεχή διεύρυνση της δημοκρατίας ως δρόμο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό περιορίζει τη φιλοδοξία μας στη συμβολή για την άμβλυνση των καπιταλιστικών ακροτήτων και για την κανονικότητα του πολιτικού φιλελευθερισμού. «Ο σοσιαλισμός είναι ένας ορίζοντας που όσο τον πλησιάζουμε απομακρύνεται». Μπορούμε να διαβάσουμε την απόφανση με δύο τρόπους. Ως την έκφραση μιας αμηχανίας, μιας σισύφειας προσπάθειας, ως έμμεση παραδοχή της ιστορικής ρήσης του Μπερνστάϊν για «το κίνημα που είναι το παν», έναντι ενός «σκοπού» απροσδιόριστου και ίσως σήμερα μη αναγκαίου. Αλλά μπορούμε να τη διαβάσουμε και αλλιώς, ενεργητικά, με νευραλγικό κέντρο το ρήμα «πλησιάζω», δηλαδή αγωνίζομαι να συγκροτώ συνεχώς το «σκοπό». Αυτό το πλησίασμα, και το υλικό του αποτύπωμα σέ όλα τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργεί συνεχώς ανθεκτικά και προωθητικά κεκτημένα στον αντικαπιταλιστικό αγώνα, ανήκει στην πολιτική, προγραμματική και ταυτοτική διαμόρφωση του νέου πολιτικού υποκειμένου; Η απάντηση δεν μπορεί να προεξοφληθεί χωρίς μια συζήτηση χρήσιμη για όλους.
27
08

Το διάβημα του ράφτη

Τι έχει απομείνει στη ζώσα μνήμη των αριστερών από τον Οκέτο, τον Ρέντσι, τον «χαρισματικό» Βελτρόνι. Αν η λαϊκότητα ενός αριστερού κόμματος προκύπτει από την αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη του με το πλήθος ή από τη συνομιλία μιας διαπλαστικής πολιτισμικής ταυτότητας με την κοινωνία, όπως επιβεβαιώνει η ιταλική εμπειρία. Και κυρίως να ξανασκεφτούμε το πώς και το γιατί της λαχτάρας για την «πτήση», που αναδύθηκε εδώ σε μας, στη δική μας «Ουλμ» την καθημαγμένη από την κρίση, κόντρα στη χλεύη των λογής λογής επισκόπων, θολή και ανεπεξέργαστη. Να αναστοχαστούμε χωρίς αυταρέσκεια το εγχείρημα που αναλήφθηκε για την πραγματοποίηση της πτήσης. Τις αντιφάσεις και τις αμηχανίες που το χαρακτήρισαν. Τη στρατηγική αστάθεια. Την αχρείαστη «μέθη και υπεροψία» που το σημάδεψαν σε πολλές του στιγμές. Τη ματαίωσή του. Την κοπιώδη διανοητική, ηθική και οργανωτική προσπάθεια που απαιτείται για να ανασυγκροτηθεί ως ρητή και συνολική κριτική ενός βιοπολιτικού παραδείγματος, που η διαβρωτική ιδεολογία του δεν αφήνει ούτε εμάς ανέγγιχτους πολλές φορές. Να προετοιμάσουμε την επάνοδο στη διακυβέρνηση όχι ως αγχώδες ρεσάλτο, αλλά ως αποτέλεσμα της ανάκτησης της ηγεμονίας. Για πολλούς από εμάς, που αντιμετωπίζουμε το πολιτικό παρελθόν της Αριστεράς ως μια ανολοκλήρωτη υπόθεση, ως ενιαία διαδρομή με πολλές ανοιχτές εκκρεμότητες και με λίγους αλλά αναντικατάστατους οδοδείκτες, η μοναδική και αδιαπραγμάτευτη δέσμευσή μας είναι η προσήλωση στη διαρκή αναζήτηση των όρων και των δυνάμεων που απαιτούνται για την πτήση στον ορίζοντα της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο.
12
12

Ανιχνεύοντας ένα νέο «πολιτικό παράδειγμα»

Η απάντηση στο ερώτημα: αν αυτό που φιλοδοξούμε να παραχθεί είναι ένα πολιτικό υποκείμενο οργανικά συνδεδεμένο με την ιστορία και την κοινωνία, που παράγει ιδέες, ταυτότητα, πολιτική κουλτούρα και διεκδικεί την ιδεολογική ηγεμονία, ή αν η προτεραιότητα είναι η συγκρότηση ενός αποτελεσματικότερου μηχανισμού διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, είναι απολύτως υποχρεωτική. Η ιστορική εμπειρία πάντως δείχνει ότι η αναμέτρηση με το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα απαιτεί μια Αριστερά υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων. Το ζήτημα της Ταυτότητας και της Ιδεολογίας του νέου κόμματος βρίσκεται στην καρδιά της συγκρότησής του. Η συζήτησή του, που ήδη ξεκίνησε, δεν θα είναι εύκολη. Θα ήταν πολύ χρήσιμο, μορφωτικοί θεσμοί και διανοούμενοι που κινούνται στον χώρο της Αριστεράς να συμβάλλουν στην αποσαφήνιση εννοιών και στην μεθοδολογική προσέγγιση θεμάτων που δεν προσφέρονται για στείρα πολεμική. Αποσπασματικά και σχηματικά μπορούν να καταγραφούν κάποια σημεία ενδεικτικά της συνθετότητας του ζητήματος: Η αποδιάρθρωση ισχυρών κομματικών ταυτοτήτων στην χώρα μας και στην Ευρώπη παρήγαγε ανίσχυρα πολιτικά υβρίδια μιας «κεντρώας» στάσης, που αφομοιώθηκαν εύκολα από τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό. Το παράδειγμα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και του Ιταλικού Κ.Κ. αποτελεί τυπικό δείγμα. Εκείνες οι ταυτότητες δεν αντλούσαν την συνοχή και την αποτελεσματικότητά τους από «προγράμματα» και τρέχουσες πολιτικές. Συνδέθηκαν με το πάθος, τη στράτευση, τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων, μέσω ιδεών και εναλλακτικών, ευρύτερα πολιτισμικών πρακτικών, που αμφισβητούσαν την καπιταλιστική ιδεολογική ηγεμονία. Η αντίληψη πως οι σύγχρονες κομματικές ταυτότητες μπορούν να συγκροτούνται μόνο Πολιτικά και Προγραμματικά είναι άκρως ιδεολογική ͘ ανήκει σ’ αυτό που ο Ελεφάντης χαρακτήρισε ως «ιδεολογία της μη ιδεολογίας». Η συγκρότηση της ταυτότητας του νέου κόμματος θα είναι μια δύσκολη διεργασία. Αυτό που επιβάλλεται, δεν είναι να οικοδομήσουμε τον φράχτη της αυτοαναφορικότητάς μας. Αυτό που μας αρμόζει είναι μια ταυτότητα – παράθυρο, για να κατανοήσουμε την κοινωνία και να συνομιλήσουμε μαζί της, από την σκοπιά των υποτελών.
12
08

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά

Απέναντι σ’ έναν πολιτικο-κοινωνικό και ιδεολογικό συνασπισμό εξουσίας που έχει ενσωματώσει και τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει και να αντιπαραθέσει έναν αντίστοιχο συνασπισμό -δεν κατάφερε να μετασχηματίσει την πολιτική συναίνεση που τον έφερε στην κυβερνητική εξουσία σε μια σταθερή και βαθύτερη ηγεμονία. Θα άξιζε μια σοβαρή συζήτηση για τους λόγους αυτής της αποτυχίας: όπως, για παράδειγμα, γιατί επιλέξαμε την αντιπαράθεση σε δευτερεύοντα πεδία, όπως αυτό της διαφθοράς, των οικονομικών «παθογενειών», της αποτελεσματικότερης προσαρμογής και διαχείρισης για την επιστροφή στην «κανονικότητα». Και πρωτίστως γιατί υποτιμήσαμε και αποφύγαμε τη μάχη στο πεδίο της ιδεολογίας· όχι μέσα από την αντιπαράθεση αφηρημένων ρητορικών, αλλά με τη συγκεκριμένη κριτική του κυρίαρχου οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού υποδείγματος. Κυρίως όμως θα άξιζε μια συζήτηση για το μέλλον. Για το αν αυτό που απαιτείται είναι ο μετασχηματισμός μας ή η ανασυγκρότηση μιας ισχυρής ταυτότητας που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία της Δεξιάς στον πυρήνα της: την προσπάθεια εμπέδωσης στη χώρα του καθεστώτος του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Και η συστηματική επεξεργασία ενός πολιτικού προγράμματος μιας μετακαπιταλιστικής μετάβασης.
12
02

«Νέος προοδευτικός πόλος»: περί τίνος ακριβώς πρόκειται;

Η ιστορική εμπειρία των μετώπων δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Η συμμαχία ως «πόλος», δηλαδή ως διπλή ένταξη στη συγκυρία και στη στρατηγική προοπτική των αντικαπιταλιστικών μετασχηματισμών; Υπάρχουν εν δυνάμει σύμμαχοι που να θέτουν αυτό το πρόταγμα; Ποιος είναι ο προγραμματικός ορίζοντας και τα όρια συμμετοχής στο εγχείρημα; Η αντιμετώπιση «των πιο ακραίων εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού»; Ποιες είναι οι λιγότερο ακραίες; Στις προϋποθέσεις του εγχειρήματος εντάσσεται και το «mea culpa» του ΣΥΡΙΖΑ για την προκυβερνητική του περίοδο; Σε ποιο «προοδευτικό» υπόδειγμα ανήκει η εναντίωση στον λαϊκισμό του Σαλβίνι με την ταυτόχρονη αποσιώπηση των αδιεξόδων του Συμφώνου Σταθερότητας; Το εύρος της συμμαχίας, για παράδειγμα, θα εκτείνεται «από τον Τσίπρα έως τον Βενιζέλο»; Ανεξαρτήτως της πρόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ να εμμείνει στη ριζοσπαστική του ταυτότητα, η διεύρυνση της πολιτικής του εμβέλειας με προσλήψεις εποχικού πολιτικού προσωπικού είναι πιθανό να οδηγήσει στη μεταμόρφωσή του σε κόμμα ενός ασπόνδυλου προγραμματικά πολυσυλλεκτισμού, εγκλωβισμένου αποκλειστικά στο πεδίο του κράτους. Η επιλογή να κινηθεί στο πλαίσιο μιας πολύ έντονης αντίφασης, ανάμεσα στην αποδοχή να υλοποιήσει ένα μεταμνημονιακό, νεοφιλελεύθερο εν πολλοίς πρόγραμμα και στη στρατηγική δέσμευσή του για μια κοινωνία της ισότητας και της δημοκρατίας, έχει αναγκαστικά ημερομηνία λήξης. Οι αντιφάσεις κάποια στιγμή λύνονται μέσω ανέλεγκτων ιστορικών αυτοματισμών, οι οποίοι κατά κανόνα ευνοούν την ισχυρότερη πλευρά της αντίφασης. Και όλοι καταλαβαίνουμε ποια είναι αυτή. Η αποδοχή από την Αριστερά ότι το μέγιστο που μπορούμε να πετύχουμε είναι η επιστροφή σε μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της «χρυσής εποχής», δεν μπορεί να ηγεμονεύσει στις κοινωνικές συνειδήσεις, έναντι του επιθετικού ακροδεξιού λαϊκισμού. Και ταυτόχρονα είναι ιστορικά ανέφικτη.
01
06

Σημειώσεις περιθωρίου για το «μετά»

Να σκεφτούμε λοιπόν ότι το «Μετά» είναι αχαρτογράφητο. Οτι «τα δύσκολα είναι μπροστά», όπως υποστηρίζει ο Ν. Φίλης εντοπίζοντας τα «αγκάθια» και τους «γκρεμούς». Οτι η «ανάπτυξη» δεν θα περιορίσει αλλά θα εντείνει τις ανισότητες. Οτι οι αγορές είναι αυτές που κατά κανόνα ανακυκλώνουν τις κρίσεις. Οτι ο πολιτικός βολονταρισμός, ως αποκοπή από τα κοινωνικά του στηρίγματα, παγιδεύεται μέσα στην αυτοαναφορικότητά του· και δεν μπορεί να πετύχει τα πάντα.
  • 1
  • 2