ΣΥΡΙΖΑ

Περί εκκρεμοτήτων και μετασχηματισμών

Αν κάτι αποκαλύπτει ο πρόσφατος «ανασχηματισμός» προσώπων και αρμοδιοτήτων στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι οι γνωστοί συσχετισμοί απόψεων και ισχύος στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας. Επιβεβαιώνει εμφατικά την παρατεταμένη κρίση της συλλογικής πολιτικής του λειτουργίας. Πυρήνας της κρίσης είναι η παθητική σχέση της κομματικής «βάσης» με την παραγωγή και την άσκηση πολιτικής. Μια τέτοια σχέση ενσωματώνει ένα κόμμα της Αριστεράς στον πολιτικό κομφορμισμό του φθαρμένου κομματικού υποδείγματος, σύμφωνα με το οποίο, η παραγωγή ιδεών και πολιτικής, η συζήτηση γι’ αυτήν, οι αποφάσεις, είναι προνόμιο του προέδρου και των ηγετικών επιτελείων. Το κόμμα γίνεται «ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα».
Η «βάση» έμαθε για τις αλλαγές όταν αυτές πραγματοποιήθηκαν και δημοσιοποιήθηκαν. Όπως όλος ο κόσμος. Δεν της εξηγήθηκε για το ποιες απολογιστικές εμπειρίες, ποια στοιχεία της συγκυρίας, ποιες αναπροσαρμογές της αντιπολιτευτικής στρατηγικής τις επέβαλαν. Και κυρίως δεν κλήθηκε να μιλήσει, έστω και γνωμοδοτικά. Εύλογα, λοιπόν, οι αλλαγές μπορεί να εγγραφούν στη συνείδηση ως η κλασική πρακτική «ομογενοποίησης» του κόμματος σε μια προαποφασισμένη κατεύθυνση, με εργαλεία το συγκεντρωτισμό και τις οργανωτικές τεχνικές ελέγχου. Όπως εξ άλλου και η συναίνεση που προσφέρθηκε –ως συμβιβασμός, του οποίου η πολιτική και ιδεολογική βάση αγνοείται.
Δεν ευθύνεται η πανδημία για τη συρρίκνωση της συλλογικής πολιτικής λειτουργίας του κόμματος και για τη διαρκή ισχυροποίηση της συντηρητικής πολιτικής ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία η πολιτική ασκείται δια της ανάθεσης και της εκφώνησης. Η κατάσταση προϋπήρξε και εντάθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης, κατά την οποία (και εξαιτίας μιας πρωτόγνωρης συνθήκης χωρίς προηγούμενη εμπειρία) ο πρόεδρος και η κυβέρνηση αποτέλεσαν το αποκλειστικό πολιτικό κέντρο. Η αναπαραγωγή της, όμως, τώρα που η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει να μεταφερθεί στα κοινωνικά μέτωπα, εκεί που ο νεοφιλελεύθερος συνασπισμός εξουσίας συναντιέται με τον κοινωνικό νεοσυντηρητισμό και οικοδομεί την ηγεμονία του, είναι ανεπίτρεπτη. Οι οργανώσεις των μελών, αναπόσπαστο κομμάτι στο μέτωπο της αντιπαράθεσης, πρέπει επειγόντως να αναβαπτισθούν πολιτικά.
Χωρίς την πολιτική της λειτουργία, τη συζήτηση των μεγάλων και μικρών ζητημάτων της συγκυρίας και το σχεδιασμό δράσεων (με τρόπους που είναι πρόσφοροι), η κομματική βάση καταλήγει να υπάρχει ως ένα «εν αναμονή εκλεκτορικό σώμα», ή/και ως πεδίο επιβεβαίωσης κομματικών συσχετισμών ισχύος. Χωρίς μια λειτουργούσα πολιτικά βάση, η απεύθυνση στους πολίτες να ενταχθούν στο υπό διαμόρφωση πολιτικό υποκείμενο θα σκοντάψει αυτονόητα στην ερώτηση: «να ενταχθώ για να κάνω τι παραπάνω απ’ ό,τι ως οπαδός ή ψηφοφόρος;». Χωρίς αυτήν, ένα δημοκρατικό κόμμα της Αριστεράς στερείται την πρωτογενή εισφορά ιδεών και πρωτοβουλιών του κόσμου του. Χωρίς αυτήν, χάνει την πολύτιμη διαλεκτική της συγκρότησής του, μέσα από διαρκή σχέση πολιτικού – κοινωνικού.

Να ακούσουμε τον κόσμο

«Να μιλήσουμε στον κόσμο», είπε στην πρώτη του συνέντευξη ο νέος γραμματέας της Κ.Ε. Αυτή, όμως, η επικοινωνία δεν μπορεί να έχει τον χαρακτήρα ενός «πολιτικού πατερναλισμού». Προϋποθέτει μια αμοιβαιότητα. Να μιλήσουμε στον κόσμο σημαίνει «να συν-ομιλήσουμε» μαζί του, δηλαδή να τον ακούσουμε, να τον ενθαρρύνουμε να μιλήσει. Και η αφετηρία είναι να μιλήσουν και να ακούσουμε τα μέλη και το δημόσιο χώρο στήριξης του εγχειρήματος για την ηγεμονία του λόγου της Αριστεράς. Η θέση ότι διαθέτουμε έναν επαρκή «κεντρικό πολιτικό λόγο» τον οποίο απλώς πρέπει να εξειδικεύσουμε και να τον «κατεβάσουμε» στην κοινωνία, δεν είναι μόνο έκφραση μιας ηγετικής αυταρέσκειας. Είναι η καταγραφή μιας πρακτικής που «τεμαχίζει» το κόμμα σε επίπεδα, αντί να το ενοποιεί πολιτικά.
Πόσο γνωρίζει σήμερα η ηγεσία και όλοι εμείς οι δημοσιολογούντες τι σκέφτεται η «βάση» για την κρίση με την Τουρκία (και τη «γραμμή» που υποκύπτει σε πλειοδοσίες «πατριωτισμού»), για την όξυνση του προσφυγικού (στην οποία υπάρχει και το δικό μας αποτύπωμα), την αισθητική αλλοίωση της Αθήνας «δια του μεγάλου περιπάτου» (στον οποίο προσφέραμε αρχικά συναίνεση με ασύγγνωστη ευκολία και ενστάσεις εκ των υστέρων), την ανάπτυξη δια της τουριστικής εμπορευματοποίησης της χώρας; Και για τα πιο «μεγάλα»: την πανδημία, τη σχέση πολιτικής και ιδεολογίας, τη σχέση του κοινωνικού μετασχηματισμού με την ομιχλώδη «προοδευτική διακυβέρνηση», για το νεοφιλελευθερισμό, τον ψηφιακό καπιταλισμό, το σοσιαλισμό;
Για όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να αρχίσει άμεσα, με όλες τις μορφές που η ηγεσία είναι υποχρεωμένη να επινοήσει. Σ’ αυτή τη συγκυρία, η αντίληψη ότι η συζήτηση αφορά και οριοθετείται στην τελετουργία ενός συνεδρίου είναι λάθος. Το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να ενεργοποιηθεί πολιτικά, ως σύνολο, με όλες του τις δυνάμεις τώρα. Τη στιγμή που κρίνεται αν ο κυρίαρχος πολιτικός συσχετισμός μέσα στην κοινωνία μπορεί να αρχίσει να κλονίζεται. Η επαγγελία για «ένα κόμμα των μελών» πρέπει να αρχίσει να υλοποιείται μέσα σ΄αυτές τις έκτακτες συνθήκες, όχι απλώς ως ζήτημα αρχής, αλλά πολιτικής αποτελεσματικότητας. Για να μην αναπαραχθεί και πάλι ως ρητορική υπενθύμιση μιας «ανάμνησης από το μέλλον».

Πραγματικές εκκρεμότητες

Υπάρχουν, λοιπόν, πολλά ανοιχτά προβλήματα πολιτικής, ιδεολογίας, θεωρητικών εννοιών, που λειτουργούν ως πραγματικές εκκρεμότητες του κόμματος και απαιτούν αποσαφήνιση, ώστε η πολιτική επί της συγκυρίας, το πολιτικό σχέδιο, τα στρατηγικά προτάγματα και ο δρομολογημένος μετασχηματισμός του να αποκτήσουν συνοχή και διαύγεια. Αποτελούν την πρώτη ύλη μιας συζήτησης που θα διεξαχθεί προφανώς με όρους πλουραλισμού και θα απαιτήσει την κινητοποίηση και τη συνέργεια όλων των δυνάμεων που θέλουν να συγκλίνουν. Που θα αποτρέπει όμως: την αγοραία μετωνυμία των εκκρεμοτήτων σε στοιχεία μιας πολεμικής χωρίς νόημα και τη συνεχή δημιουργία τετελεσμένων, που τελικά προδιαγράφουν τη νέα ταυτότητα πριν αυτή συμφωνηθεί μέσα από το διάλογο. Ο καθένας και η καθεμιά θα αποφασίσει τελικά αν αναγνωρίζεται σ΄αυτήν και μπορεί να στρατευθεί για να την υπηρετήσει. Δεν θα απαιτηθούν έτσι αυτόκλητοι θυρωροί για να δείξουν την πόρτα της εξόδου.
Η καταγραφή των εκκρεμοτήτων και πολύ περισσότερο η ανάλυσή τους θα απαιτήσει μια συστηματική προσπάθεια, για μια ατζέντα όσο γίνεται πιο αντιπροσωπευτική των συλλογικών αναγκών. Θα σημειώσω εδώ δυο απ’ αυτές, επιλεκτικά και σχηματικά, που θεωρώ σημαντικές επειδή επικαθορίζουν μια σειρά από άλλες.
• Το ζήτημα του μετασχηματισμού της ταυτότητας. Όχι από την οπτική της εννοιολογικής διαπραγμάτευσης, αλλά ως πρακτικό πολιτικό ερώτημα: Η υπό διαμόρφωση ταυτότητα θα σηματοδοτεί συνεκτικά την επιλογή ενός αριστερού ριζοσπαστικού ή ενός κεντροαριστερού κόμματος; Θα είναι μια χαλαρή ταυτότητα που θα μπορεί να στεγάσει και τις δύο εκδοχές, με κοινό παρονομαστή μια «προοδευτική διακυβέρνηση» για μια μεταβατική φάση, στην οποία θα συνυπάρξει «η νοσταλγία της 3ης του Σεπτέμβρη» με την «ιδεολογική κληρονομιά του ευρωκομμουνισμού»; Αν οι καταγωγικές ταυτότητες αποδεικνύονται καθημερινά ισχυρότερες από τη νέα ταυτότητα, αυτό θα αποτυπωθεί στη συγκρότηση ενός «κόμματος – παράταξης» του οποίου την ενότητα θα εξασφαλίζουν ισορροπίες στο πρόγραμμα και στην τρέχουσα πολιτική;
• Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και ο ορίζοντας του σοσιαλισμού. Ας ξεκινήσουμε με ένα ερώτημα που δεν μπορεί να παρακαμφθεί με υπεκφυγές: τίθεται αυτό το ζήτημα ως πραγματική εκκρεμότητα για όλες τις δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το νέο κόμμα; Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τον «ενοχλητικό» παράγοντα της ιδεολογίας, υπάρχει μια κοινή πεποίθηση ότι πρέπει να αποτελέσει το κέντρο γύρω από το οποίο θα αρθρωθεί το Πολιτικό Πρόγραμμα; Ας είμαστε ειλικρινείς. Η εκκρεμότητα κρατάει για την Αριστερά όλης της Ευρώπης χρόνια ολόκληρα. Ιδιαίτερα μετά το 1989, η Αριστερά μοιάζει να μη μπορεί, ή να θεωρεί αδύνατο, να επεξεργαστεί ένα πολιτικό σχέδιο στο οποίο θα αποτυπώνεται η ενότητα των στρατηγικών προταγμάτων με το μεταρρυθμισμό της «καθημερινής πολιτικής». Όμως χωρίς αυτήν την ενότητα, ο «πόλεμος θέσεων» για τη συνεχή διεύρυνση της δημοκρατίας ως δρόμο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό περιορίζει τη φιλοδοξία μας στη συμβολή για την άμβλυνση των καπιταλιστικών ακροτήτων και για την κανονικότητα του πολιτικού φιλελευθερισμού. «Ο σοσιαλισμός είναι ένας ορίζοντας που όσο τον πλησιάζουμε απομακρύνεται». Μπορούμε να διαβάσουμε την απόφανση με δύο τρόπους. Ως την έκφραση μιας αμηχανίας, μιας σισύφειας προσπάθειας, ως έμμεση παραδοχή της ιστορικής ρήσης του Μπερνστάϊν για «το κίνημα που είναι το παν», έναντι ενός «σκοπού» απροσδιόριστου και ίσως σήμερα μη αναγκαίου. Αλλά μπορούμε να τη διαβάσουμε και αλλιώς, ενεργητικά, με νευραλγικό κέντρο το ρήμα «πλησιάζω», δηλαδή αγωνίζομαι να συγκροτώ συνεχώς το «σκοπό». Αυτό το πλησίασμα, και το υλικό του αποτύπωμα σέ όλα τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργεί συνεχώς ανθεκτικά και προωθητικά κεκτημένα στον αντικαπιταλιστικό αγώνα, ανήκει στην πολιτική, προγραμματική και ταυτοτική διαμόρφωση του νέου πολιτικού υποκειμένου; Η απάντηση δεν μπορεί να προεξοφληθεί χωρίς μια συζήτηση χρήσιμη για όλους.

Δημήτρης Γιατζόγλου

Πηγή: Η Εποχή