Macro

«Νέος προοδευτικός πόλος»: περί τίνος ακριβώς πρόκειται;

Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή υπήρξε μια πολιτική ήττα αυτών που επιχειρούν να κερδοσκοπήσουν στο έδαφος ανορθολογικών στερεοτύπων και φοβικών συνδρόμων ενός αγοραίου πατριωτισμού. Θα απαιτηθεί, ωστόσο, επίμονος ιδεολογικός αγώνας, ώστε η συμφωνία να ενσωματωθεί σε μια εθνική ταυτότητα που θεμελιώνει τη συνοχή της σ’ έναν κριτικό αναστοχασμό του ιστορικού παρελθόντος, απελευθερωμένη από τις σκοτεινές μυθολογίες του εθνικισμού. Οι δυνάμεις που στήριξαν τη συμφωνία έχουν χρέος να ηγηθούν αυτού του αγώνα με σταθερότητα· για να αναδιαμορφωθεί το λαϊκό αίσθημα σ’ αυτή την κατεύθυνση και να ματαιωθούν απόπειρες διχασμού.

Δεν θα είναι εύκολο. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η διαλεκτική εθνικού – διεθνικού γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. Υπερεθνικές ολοκληρώσεις, που συντελούνται με τη βίαιη περιθωριοποίηση των υποτελών τάξεων και στρωμάτων, εγγράφουν στο φαντασιακό των ανθρώπων την εθνική περιχαράκωση ως τη μόνη διέξοδο. Και, βεβαίως, ο εθνικισμός δεν είναι μόνο σημαία της Ακροδεξιάς· είναι προνόμιο και των πλούσιων χωρών της Ευρώπης. Με τον εθνικισμό των ελλειμμάτων του ευρωπαϊκού Νότου συνυπάρχει και ο εθνικισμός των γερμανικών πλεονασμάτων και ο παγκοσμιοποιημένος, νεοφιλελεύθερος εθνικισμός εναντίον των απόκληρων του πλανήτη.

Στο μέτωπο αυτού του αγώνα δεν θα βρεθούν ούτε η Ν.Δ. ούτε το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη, επειδή τελεί υπό την ηγεμονία της ακροδεξιάς της πτέρυγας. Το δεύτερο, επειδή αναζητά ρόλο μέσω ενός καιροσκοπικού πραγματισμού. Είναι όμως κρίμα να μη βρεθούν εκείνες οι δυνάμεις της Αριστεράς που επέλεξαν την άρνηση, δραπετεύοντας από τη συγκυρία και επιστρατεύοντας τη ρητορική των εν γένει «αρχών» και ενός υπεριστορικού αντιιμπεριαλισμού.

Πέρα από την αυτοτελή πολιτική σημασία της, η Συμφωνία εξώθησε τις αντιφάσεις τής υπάρχουσας κομματικής δομής στα όριά τους, επιτείνοντας τα φαινόμενα της ρευστότητας: οδήγησε στη ρήξη της κυβερνητικής συμμαχίας (επιβεβαιώνοντας ότι υπάρχουν για την Αριστερά πολιτικές συμμαχίες που δεν υπάγονται στο «γκραμσιανό υπόδειγμα» άσκησης πολιτικής και, πολύ περισσότερο, ιδεολογικής ηγεμονίας). Ενεργοποίησε τάσεις διάλυσης κομματικών σχηματισμών (υπενθυμίζοντας ότι θολές και αμφίσημες ιδεολογικές ταυτότητες οδηγούν σε συγκυριακά πολιτικά υβρίδια).

Αυτά μπορεί να διαβαστούν ως συμπτώματα μιας παρατεταμένης κρίσης ενός πολιτικού συστήματος, σχεδόν αυτιστικού, που αυτονομείται όλο και περισσότερο από τις ανάγκες και τα ερωτήματα της κοινωνίας. Μπορούν όμως να διαβαστούν και από τη σκοπιά ενός πολιτικού διλήμματος: αν η ρευστότητα και η αστάθεια θα δικαιώσουν τον μεταδημοκρατικό λαϊκισμό που υποβαθμίζει τον ρόλο των κομμάτων σε διεκπεραιωτές και απολογητές του νεοφιλελευθέρου μονόδρομου· ή αν θα μορφοποιηθούν σε μια πολιτική δυναμική από την οποία θα προκύψουν πολιτικές στρατηγικές και προγραμματικές λύσεις υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, για την αποτροπή μιας ακραίας συντηρητικής ηγεμονίας μακράς διάρκειας.

Και είναι το δίλημμα αυτό που μπορεί να οδηγήσει στην επιθυμητή και αενάως προβλεπόμενη «ανασύνθεση» των πολιτικών συσχετισμών, με τη διαμόρφωση δύο διακριτών και ανταγωνιστικών πολιτικών «πόλων»· ανταγωνιστικών όχι ως προς τη ρητορική, αλλά ως προς το περιεχόμενο αντίπαλων πολιτικών σχεδίων. Μόνον έτσι η συγκρότηση μιας «προοδευτικής συμμαχίας» μπορεί να υπάρξει, όχι ως έκφραση μιας συμβατικής υποχρέωσης που απορρέει από τον πολιτικό φετιχισμό της Αριστεράς περί συμμαχιών, αλλά ως ζωντανή διεργασία διασταύρωσης ιδεών και προταγμάτων που αφορούν την πραγματική ζωή των ανθρώπων σήμερα.

Η προοδευτική συμμαχία, λοιπόν. Ως δυνατότητα, αλλά κυρίως ως πρόβλημα. Ως ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί ακριβείς απαντήσεις σε μια σειρά συγκεκριμένα ζητήματα. Η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε η αφορμή για να τεθεί το πρόβλημα. Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι συνιστά μια «νέα διαιρετική τομή» στους πολιτικούς συσχετισμούς (με όλη την υπερβολή της εκτίμησης), δεν θα λειτουργήσει ως αυτόματος πιλότος για το εγχείρημα. Η συμμαχία ως «μέτωπο» που θα υλοποιήσει ένα «ελάχιστο κοινό πρόγραμμα» δράσεων στα ζητήματα της συγκυρίας (ξεκινώντας ίσως από τις επόμενες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις);

Η ιστορική εμπειρία των μετώπων δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Η συμμαχία ως «πόλος», δηλαδή ως διπλή ένταξη στη συγκυρία και στη στρατηγική προοπτική των αντικαπιταλιστικών μετασχηματισμών; Υπάρχουν εν δυνάμει σύμμαχοι που να θέτουν αυτό το πρόταγμα; Ποιος είναι ο προγραμματικός ορίζοντας και τα όρια συμμετοχής στο εγχείρημα; Η αντιμετώπιση «των πιο ακραίων εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού»; Ποιες είναι οι λιγότερο ακραίες; Στις προϋποθέσεις του εγχειρήματος εντάσσεται και το «mea culpa» του ΣΥΡΙΖΑ για την προκυβερνητική του περίοδο; Σε ποιο «προοδευτικό» υπόδειγμα ανήκει η εναντίωση στον λαϊκισμό του Σαλβίνι με την ταυτόχρονη αποσιώπηση των αδιεξόδων του Συμφώνου Σταθερότητας; Το εύρος της συμμαχίας, για παράδειγμα, θα εκτείνεται «από τον Τσίπρα έως τον Βενιζέλο»;

Η συζήτηση γύρω από τα ως άνω ερωτήματα (συζήτηση δημόσια, με την οργάνωση π.χ. ενός μόνιμου φόρουμ) θα βοηθούσε να καθοριστούν με ακρίβεια οι όροι και τα όρια του εγχειρήματος και ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ η ευθύνη να την οργανώσει. Και ταυτόχρονα ο ίδιος βεβαίως είναι υποχρεωμένος να αποσαφηνίσει τα παρακάτω κρίσιμα σημεία που τον αφορούν:

  •  Ανεξαρτήτως της πρόθεσής του να εμμείνει στη ριζοσπαστική του ταυτότητα, η διεύρυνση της πολιτικής του εμβέλειας με προσλήψεις εποχικού πολιτικού προσωπικού είναι πιθανό να οδηγήσει στη μεταμόρφωσή του σε κόμμα ενός ασπόνδυλου προγραμματικά πολυσυλλεκτισμού, εγκλωβισμένου αποκλειστικά στο πεδίο του κράτους.
  •  Η επιλογή να κινηθεί στο πλαίσιο μιας πολύ έντονης αντίφασης, ανάμεσα στην αποδοχή να υλοποιήσει ένα μεταμνημονιακό, νεοφιλελεύθερο εν πολλοίς πρόγραμμα και στη στρατηγική δέσμευσή του για μια κοινωνία της ισότητας και της δημοκρατίας, έχει αναγκαστικά ημερομηνία λήξης. Οι αντιφάσεις κάποια στιγμή λύνονται μέσω ανέλεγκτων ιστορικών αυτοματισμών, οι οποίοι κατά κανόνα ευνοούν την ισχυρότερη πλευρά της αντίφασης. Και όλοι καταλαβαίνουμε ποια είναι αυτή.
  •  Η αποδοχή από την Αριστερά ότι το μέγιστο που μπορούμε να πετύχουμε είναι η επιστροφή σε μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της «χρυσής εποχής», δεν μπορεί να ηγεμονεύσει στις κοινωνικές συνειδήσεις, έναντι του επιθετικού ακροδεξιού λαϊκισμού. Και ταυτόχρονα είναι ιστορικά ανέφικτη.

Ολα τα παραπάνω, ως σύνολο, καταδεικνύουν τη συνθετότητα του εγχειρήματος. Το αποκαλύπτουν ως πορεία σ’ ένα αχαρτογράφητο έδαφος, απογυμνωμένο από την ύπαρξη ενός πολιτικού και προγραμματικού πλουραλισμού, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολλαπλότητα εκδοχών. Και οι «κάτοχοι τεχνογνωσίας» για το πώς χτίζονται συμμαχίες επιστρατεύουν δάνεια από περασμένες εποχές που δεν ισχύουν. Δεν μας επιτρέπεται λοιπόν να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι.

Αν το πιστεύουμε, πρέπει να προετοιμαστούμε για μια περίοδο ανίχνευσης και πειραματισμών, με τ’ αυτιά ανοιχτά σε όσα μηνύματα μας στέλνει η κοινωνία, έστω και μέσα από την απογοήτευση και την οργή για τις διαψεύσεις της. Και καλό θα είναι να θυμηθούμε τη ρήση: «Μη ρωτάς να σου πει τον δρόμο κάποιον που “ξέρει”. Κινδυνεύεις να χαθείς». Ας το ψάξουμε, λοιπόν, απευθύνοντας την πρόσκληση και σε άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Και ας το κάνουμε χωρίς αμετροέπεια, ηγεμονισμούς και μικρομεγαλισμούς. Προπαντός χωρίς ιδιοτέλεια.

Δημήτρης Γιατζόγλου

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών