Όποιος αντιδρά στο κλείσιμο της ΑΣΟΕΕ, αντιδρά στην έξωση των «μπαχαλάκηδων», γιατί μοιράζεται μ’ εκείνους τους ίδιους σκοπούς, τα ίδια μέσα. Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, θα πείτε. Κι όμως, όσο αβάσιμο κι αν φαίνεται το εγχείρημα, με την αμέριστη βοήθεια των συστημικών μέσων, μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα στο επικοινωνιακό πεδίο τουλάχιστο.
Οι βουλευτές και οι παντός είδους εκπρόσωποι της ΝΔ και της κυβέρνησης αυτές τις μέρες εκπληρώνουν το κατά δύναμιν αυτό το καθήκον, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν. Συνδυάζοντάς το με βολές κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που στάθηκε, όπως είχε υποχρέωση, στο πλευρό των φοιτητών. Και προσπαθούν να μας πείσουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως όποιος αντιδρά στα μέτρα της κυβέρνησης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είναι αυτονόητα παράγοντας διάλυσης των πανεπιστημίων. Δεν κάνουν καν τον κόπο να μιλήσουν για φοιτητές και φοιτητικό κίνημα. Γι’ αυτούς καλός φοιτητής είναι όποιος κοιτάει τα μαθήματά του και κλείνει τα μάτια του σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Και κακός, κάκιστος, όποιος σηκώνει τα μάτια του από το βιβλίο και αντιδρά, όταν βλέπει να συμβαίνουν γύρω του γεγονότα που αντιβαίνουν στον πρώτο και κύριο σκοπό της παιδείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών, με πλήρη συνείδηση της υποχρέωσής τους να μην είναι «ιδιώτες», αλλά να μετέχουν των κοινών. Όπως έκαναν πάντοτε, αμφισβητώντας τη συνταγή της αντίδρασης, που τους θέλει νωθρούς, υπάκουους και με παρωπίδες, πανέτοιμους για τις «αγορές» και όχι για την αγορά.
(...)
Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους κατά χιλιάδες, σε συγκεντρώσεις και πορείες που είχαν καιρό να δουν οι πόλεις μας. Άτομα και συλλογικότητες εντόπισαν αιτίες άξιες λόγου για να κινηθούν, να αρχίσουν πάλι να δρουν όχι απεγνωσμένα, αλλά ως μαζικό κίνημα εν τη γενέσει του. Οι επιλογές της κυβέρνησης φαίνεται πως είχαν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η ταύτιση με τους «μπαχαλάκηδες» μπορεί να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Αντίθετα, εξ αντιδράσεως μπορεί να αναζωογονήσει τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος στον πανεπιστημιακό χώρο.
Κι αυτό δεν άργησαν να το επισημάνουν οι οξυδερκέστεροι από τους αναλυτές, ακόμα και του φιλοκυβερνητικού συντηρητικού τύπου. Ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, κρατούν και αποστάσεις από τους ακροδεξιούς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, οι οποίοι ερμηνεύουν το μονοπώλιο της κρατικής νόμιμης βίας σαν αυτονόητο δικαίωμα για ξυλοφόρτωμα, ως ύπατη μέθοδο φρονηματισμού για μικρούς και μεγάλους. Οι εύστοχες παρατηρήσεις τους, όμως, δεν φτάνουν στ’ αφτιά ανθρώπων που διακρίνονται για την ελαφρότητα της απόλυτης σιγουριάς ότι η κρίση τους είναι η μόνη ορθή, όπως ο υπουργός ΠροΠο, ή για την κενότητα του φανατισμού τους, όπως η υπουργός Παιδείας.