Χαράλαμπος Γεωργούλας

09
06

Αυτοεπιβεβαιούμενοι προφήτες

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις, που δεν ενεργεί με κριτήριο τις επικοινωνιακές ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης, έσπευσε να εξηγήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ότι οι «ισχυροί του Βορρά», προκειμένου να συναινέσουν σε ένα σχέδιο σαν το προτεινόμενο από την προεδρία, θα χρειαστεί να κατευναστούν με περιορισμούς στη χορήγηση των πακέτων. Πολλοί εκτιμούν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς θα είναι η διατήρηση της «ρήτρας διαφυγής» μόνο για το 2020 και όχι για το 2021, δηλαδή η άμεση επαναφορά των ασφυκτικών πλεονασμάτων. Αλλά και πέρα από τις εκτιμήσεις, ο αντιπρόεδρος ήταν σαφής: για να επωφεληθεί από τα πακέτα κάθε χώρα, θα υποβάλει συγκεκριμένα σχέδια και με βάση την παρακολούθηση της πορείας της εφαρμογής τους θα παρέχοντα τμηματικά τα ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Τα κεφάλαια θα διανέμονται σε δόσεις και μόνον όταν έχουν επιτευχθεί ορισμένoι μεταρρυθμιστικοί στόχοι. Εάν δεν υπάρξουν μεταρρυθμίσεις, δεν θα δοθούν χρήματα. Τόσο απλό είναι», διευκρίνισε ο κ. Ντομπρόβσκις. (...) Είναι αλήθεια ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ρωγμή στην άρνηση του Βερολίνου και των «βερολινέζων» να γίνουν βήματα σε μια κατεύθυνση που ζητούσαν επίμονα ιδίως οι χώρες του Νότου. Χορηγήσεις ενισχύσεων και όχι δάνεια, σημαντική ενίσχυση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού, προσωρινή έστω άρση του μέτρου των πλεονασμάτων… Μια μερική υποχώρηση μπροστά στο μέγεθος της απειλής για την ΕΕ. Αλλά αλήθεια είναι, επίσης, ότι υποβάλλεται από αυτούς που θα την εφαρμόσουν σε τόσους όρους, που είναι σαν να μη θέλουν να αλλάξει τίποτα, την ώρα που επιβάλλεται ν’ αλλάξουν όλα. Στα περισσότερα κέντρα που παίρνονται οι αποφάσεις, επικρατούν οι ομοϊδεάτες του κ. Μητσοτάκη. Κι όπως έχουμε μάθει από την πρόσφατη πείρα μας, ακόμα και ένα ασφυκτικό μνημόνιο έχει σημασία ποιος και με ποια διάθεση το εφαρμόζει.
04
06

Επιτελική ή ετσιθελική κυβέρνηση;

Η διαφορά με τη φάση της πανδημίας είναι ότι τώρα δεν αντιλαμβάνονται μόνο οι πολίτες τη σημασία των επιλογών, της πολιτικής απόφασης, αλλά ενεργούν με βάση αυτή τη διαπίστωση και οι κοινωνικοί φορείς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με πρώτη την αξιωματική. Η τελευταία, μάλιστα, φαίνεται να συντονίζεται με τη μεταστροφή που καταγράφεται στο κοινωνικό σώμα με τις προτάσεις της «Μένουμε όρθιοι Ι και ΙΙ» και έτσι να ακούγεται ο λόγος της από ευρύτερο ακροατήριο, παρά τις έκδηλες προσπάθειες αποκλεισμού οποιασδήποτε συζήτησης – από την κυβέρνηση, από τη δημόσια τηλεόραση και τα φιλικά τους μίντια. Ιδιαίτερα μετά την προχθεσινή τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Alpha, όπου έγινε εμφανές με πειστικό τρόπο και κατανοητό ότι υπάρχει και άλλο σχέδιο πέρα από το φερόμενο ως αδιαμφισβήτητο κυβερνητικό, το οποίο μάλιστα δεν είναι μια απλή αντιπολιτευτική παρέμβαση, αντίθετα έχει συγκεκριμένα και κρίσιμης σημασίας διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για λίγα παραπάνω ή λίγα παρακάτω χρήματα στους μεν ή στους δε. Αυτός που έχει μείνει οπωσδήποτε μετέωρος, είναι ο κυβερνητικός ισχυρισμός, η ρετσινιά περί σπάταλου πνεύματος και ανευθυνότητας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν και η ίδια η κυβέρνηση ανακαλύπτει, με καθυστέρηση και με πολύ στενή οπτική, ότι το επιχείρημα με το «λεφτόδενδρο» ήταν ατυχές. Είναι η πρώτη φορά μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, που ένας κόσμος αποκλεισμένος από οποιαδήποτε επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ ακούει με προσοχή τις προτάσεις του και τις συγκρίνει με την κυβερνητική πολιτική, που τη νιώθει στην πλάτη του ανεπαρκή και, πάντως, όχι υπεράνω κάθε κριτικής ή μεροληψίας.
26
05

Η κρυφή γοητεία του λεφτόδεντρου

Λεφτά, λοιπόν, βρήκαν, έστω και λιγότερα από αυτά που έχουν τη δυνατότητα να δαπανήσουν. Αλλά αυτό το «λιγότερα» δεν οφείλεται σε τσιγκουνιά. Οφείλεται στην εμπεδωμένη σε κάθε νεοφιλελεύθερο αντίληψη ότι κάθε παραπάνω ευρώ που καταλήγει στους τελικούς αποδέκτες -μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες, μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, αλλά και τους πιο αδύναμους που σε περιόδους κρίσης πολλαπλασιάζονται- αποτελεί ένα ακόμα εμπόδιο για την εφαρμογή της «τελικής λύσης» του νεοφιλελευθερισμού μπροστά σε κάθε οικονομική κρίση. Δηλαδή, την ανάληψη του κόστους της κρίσης από αυτούς ακριβώς που πλήττονται περισσότερο. Τη συνταγή αυτή την είδαμε να εφαρμόζεται με τα μνημόνια, των οποίων την πατρότητα -«ιδιοκτησία» την είπανε- διεκδικούσε ήδη η ΝΔ, χωρίς αναστολές, σαν φυσική συνέπεια και μοναδική λύση. Τη βλέπουμε, όμως, και τώρα να ξεδιπλώνεται μεθοδικά, καθώς ο πρώτος και καλύτερος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση δεν κάνει προσπάθεια να κρυφτεί πίσω από μέτρα που μοιάζουν μ’ εκείνα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο τομέας των εργασιακών σχέσεων και του εργατικού μισθού. Εδώ η λογική της αναπόφευκτης μείωσης μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων διαπρέπει με κάθε μέσο: με την απαγόρευση της ετήσιας αύξησης του κατώτατου μισθού, με το πάγωμα συλλογικών συμβάσεων, με την απουσία πραγματικής προστασίας από τις απολύσεις, με την καθιέρωση και εξάπλωση της αναστολής εργασίας, της μείωσης των αποδοχών λόγω δυσχερειών της επιχείρησης, και τη γενίκευση της εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης, που όπως φαίνεται θα έχουν μέλλον. Στους τομείς αυτούς δεν γίνεται ουσιαστική προσπάθεια να κρυφτεί η πραγματικότητα πίσω από ωραιοποιήσεις, παρά την καλή θέληση που δείχνουν τα τόσα φίλια μέσα ενημέρωσης -ας πούμε. Κατά βάθος, αυτά θεωρούνται κάτι όπως τα άγια των αγίων, που δεν πρέπει να ντρέπεται ο νεοφιλελεύθερος να υποστηρίζει με ρεαλισμό -διάβαζε κυνισμό. Είναι στοιχεία του ιδεολογικού εξοπλισμού που συνοδεύει κάθε πακέτο μέτρων «διάσωσης» -πάντως όχι αυτών που κινδυνεύουν.
21
05

Πέρα από την εκλογολογία

Συχνά τέτοιες σκέψεις γύρω από την πολιτική συμμαχιών ταυτίζονται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάγκη επιστροφής με κάθε τρόπο στην κυβέρνηση, καθώς δεν έχει καλλιεργηθεί η ιδέα και τα επιχειρήματα για μια πολιτική συμμαχιών ενταγμένη στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Οπου οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες δεν θεωρούνται απλώς χρήσιμες, αλλά απαραίτητες για τη συγκρότηση ενός ισχυρού συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που είναι αναγκαίος για τη στερέωση των κατακτήσεων στη διάρκεια αυτής της ενιαίας διαδικασίας «ανατροπής του υπάρχοντος». Και η έκτασή τους δεν περιορίζεται στο πλαίσιο εκείνων των δυνάμεων που ομοφωνούν για τον τελικό στόχο, αλλά και όσων αμφιβάλλουν, διστάζουν ή δεν συμφωνούν σε όλα. Εχει αποφασιστική σημασία κάθε φορά από ποια μεριά βρίσκονται οι περισσότεροι. Ακόμα κι αν αυτό περιορίζει προσωρινά το εύρος και το βάθος της επιθυμητής πολιτικής στοχοθεσίας. Το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναζητηθεί η πραγματοποίηση αυτής της στρατηγικής στόχευσης εννοείται ότι είναι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα ενός κόμματος της αριστεράς δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κυβερνητικό του σχέδιο, πολύ λιγότερο με την κάθε φορά πρότασή του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μιας συγκεκριμένης φάσης. Χρειάζεται να εκτείνεται από τον προσδιορισμό των ιδεολογικών χαρακτηριστικών και των στρατηγικών επιδιώξεών του μέχρι τις θέσεις του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της συγκυρίας, περνώντας από την κατάθεση του σχεδίου του για την επίτευξη των στόχων της συγκεκριμένης κάθε φορά ιστορικής περιόδου. Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ επικαιροποιεί την πρότασή του «Μένουμε όρθιοι», αλλά και το σχέδιο προγράμματος που θα υποβαλλόταν στην κρίση του συνεδρίου του, είναι η κατάλληλη στιγμή για μια ορθή σύνθεσή όλων αυτών των κειμένων, καθώς και η συγκυρία μας επιτρέπει, αν δεν μας επιβάλλει, να μη μιλήσουμε μόνο για τα τρέχοντα ή για τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα, αλλά και για τα αξιακά και οραματικά.
13
05

«Πράσινος πρωθυπουργός» με μαύρα λόγια

«Η σύγχρονη οπτική», που υποτίθεται ότι είναι η κυβερνητική, «δεν αντιμετωπίζει το περιβάλλον σαν έκθεμα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, μετατρέπει το περιβάλλον σε γόνιμο παράγοντα της οικονομίας». Το βασικό χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος, λοιπόν, είναι ότι υποχρεώνεται να μετατραπεί από τον άνθρωπο και να μεταβάλλεται σε παράγοντα της οικονομίας. Αντί για έκθεμα, να γίνεται ένθετο στην οικονομία. Έχει οποιαδήποτε σχέση αυτός ο παρωχημένος και αγοραίος ανθρωποκεντρισμός με την πραγματικά σύγχρονη αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος που οφείλουμε να οικοδομήσουμε; Ή με τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε, την τεράστια καταστροφή που προξενούν αλόγιστες ανθρώπινες δραστηριότητες στο περιβάλλον, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα και τη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό; Ο πρωθυπουργός μας δεν έχει ακόμα αντιληφθεί ότι αποτελούμε ένα μέρος μόνο του πλανήτη, δεν είμαστε ο περιούσιος αφέντης του, και οφείλουμε να διατηρούμε, για την ακρίβεια – μετά τα σοβαρά πλήγματα που έχει επιφέρει η κεφαλαιοκρατική εποχή – να επαναφέρουμε πια την ισορροπία στη ζωή του, αν θέλουμε να έχουμε κι εμείς αξιοβίωτη ζωή. Μετά από αυτές τις τόσο σύγχρονες δηλώσεις του, ο πρωθυπουργός δεν είχε πρόβλημα να μας προσδιορίσει χωρίς περιστροφές τον πρώτο και κύριο στόχο του νομοσχέδιου: «Μεταρρύθμιση του πλαισίου αδειοδότησης, ώστε να υπάρξει διευκόλυνση των επενδύσεων». Αυτά, για όποιον δεν είχε καταλάβει και νόμιζε ότι στόχος ήταν η διευκόλυνση της προστασίας του περιβάλλοντος.
05
05

Βλέποντας και κάνοντας, όπως η ΝΔ, ή προβλέποντας και προκάνοντας;

Από την οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα ο πρωθυπουργός, μπορεί να διακρίνει την ανάγκη μέτρων για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της πανδημίας τώρα, σ’ αυτή τη φάση. Δεν μπορεί, όμως, να δεχτεί την ανάγκη για μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης και της προσφοράς μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, που θέτουν υπό αμφισβήτηση το νεοφιλελεύθερο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο απάντηση στην ύφεση είναι η ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων των δυνητικών επενδυτών, συνεπώς η μετάθεση των βαρών στους μισθωτούς και τους μικρομεσαίους, αλλά και η διαμόρφωση ανεξέλεγκτου επιχειρηματικού εδάφους σε βάρος του περιβάλλοντος. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την πρεμούρα να φέρει στη Βουλή το αντιπεριβαλλοντικό νομοσχέδιο εν μέσω κορονοϊού και να το προφυλάξει από οποιαδήποτε αντίδραση θα μπορούσε να εκδηλωθεί χωρίς καραντίνα; Αλλά και τα άλλα 26(!) νομοσχέδια μέχρι τον Ιούλιο, που ετοιμάζει να καταθέσει με ρυθμό ταχύτερο και από την παραγωγή ΠΝΠ. Με τον κόσμο πίσω από τις μάσκες …
28
04

Το αύριο μπορεί να μην είναι σαν το σήμερα

[Ο ΣΥΡΙΖΑ] χρειάζεται να εντοπίσει σε αντιστάθμισμα τα υπαρκτά πλεονεκτήματα που προσφέρει η συγκυρία. Πρώτα πρώτα, τα οραματικά στοιχεία της αριστεράς, που ήρθαν στην επικαιρότητα με την κρίση . Να μιλήσει όχι μόνο για τα τρέχοντα, αλλά και την άμεση σχέση που έχουν οι λύσεις γι’ αυτά με το πώς βλέπουμε την κοινωνία, τον κόσμο, τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. Για το ρόλο του κράτους, των δημόσιων υπηρεσιών, των κοινωνικών αγαθών, το ρόλο του δημοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού σε κρίσιμους τομείς, όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η υγεία, η κοινωνική πολιτική, η κοινωνική ασφάλιση, η προστασία του περιβάλλοντος… Μπορεί να αναδείξει το γεγονός ότι δεν πιστώνεται την έξοδο από το μνημονιακό πρόγραμμα, αλλά και το ότι την πραγματοποίησε εξασφαλίζοντας το πολύπαθο μαξιλάρι, πολλαπλά χρήσιμο σήμερα, και , κυρίως, με μια ρύθμιση του χρέους με νέο χαμηλό επιτόκιο και 15 χρόνια ελαφρές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης. Ακόμα, μπορεί να τονίσει ότι και μέσα στα ασφυκτικά μνημονιακά πλαίσια φρόντισε να ανασυγκροτήσει το αφημένο στην τύχη του ΕΣΥ, που τώρα όλοι το εξυμνούν γιατί άντεξε στην υγειονομική κρίση. Ότι έβαλε τις βάσεις και πραγματοποίησε σημαντικά βήματα στη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους, που η χρησιμότητά του φαίνεται σήμερα, αλλά θα αναδειχτεί περισσότερο στην επερχόμενη οικονομική κρίση. Αφησε , επίσης, την αυτοδιοίκηση σε πολύ καλύτερη κατάσταση, με τη μονιμοποίηση του θεσμού «βοήθεια στο σπίτι» και των υπαλλήλων της καθαριότητας, που έγιναν πια ορατοί και από τον κ. Μητσοτάκη, καθώς και με το πρόγραμμα «Φιλόδημος». Εχει, τέλος, τη δυνατότητα να προβάλει τις ριζικά διαφορετικές θέσεις της για την αντιμετώπιση της ύφεσης χωρίς λιτότητα, όπως πάγια επιδιώκει η δεξιά, για την παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη με το βλέμμα στην κλιματική κρίση, για την υπεράσπιση και την ενίσχυση των κατακτήσεων των μισθωτών, που απειλούνται σε συνθήκες κρίσης. Στη βάση αυτή μπορεί να συναντήσει και να συμβάλει στην ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων, που θα προκύψουν σ’ αυτές τις συνθήκες, και θα διευκολύνουν τη διείσδυση ενός ριζοσπαστικού λόγου σε ευρύτερα στρώματα, θα ενισχύσουν την προσδοκία μιας εναλλακτικής προοπτικής, ώστε να νικήσει και τώρα η ελπίδα το φόβο, όχι μόνο από την πανδημία, αλλά και από τις οικονομικές παρενέργειές της.
20
04

Αυτοκριτικό προφίλ χωρίς αυτοκριτική διάθεση

Το αποκορύφωμα, όμως, ήταν όταν μίλησε για τους «αόρατους»: «υπάλληλοι καταστημάτων τροφίμων, παιδιά που μεταφέρουν έτοιμο φαγητό, εργαζόμενοι που κρατούν νύχτα-μέρα τις πόλεις μας καθαρές». «Θα βλέπουμε αλλιώς τους ανθρώπους αυτούς», διαβεβαίωσε. «Δεν θα είναι αόρατοι, όπως ήταν ίσως για κάποιους». Για όσους ζουν στον πραγματικό κόσμο, πάντως, ήταν και είναι ορατοί. Όπως ορατά είναι και τα προβλήματά τους. Γι’ αυτά ο πρωθυπουργός δεν βρήκε πάλι μια κουβέντα να πει, να τα αναγνωρίσει ως υπαρκτά και δίκαια. Και να υποσχεθεί κατάργηση της μερικής, εκ περιτροπής και απλήρωτης εργασίας για τους μεν, να εγκαταλείψει την εχθρική στάση του για τους δε, αυτούς που κρατούν, ως μόνιμοι δημοτικοί υπάλληλοι πια, τις πόλεις μας καθαρές, για τους οποίους είχε σφοδρές αντιρρήσεις να μονιμοποιηθούν και τους προόριζε για όμηρους με σύμβαση, ή για ενοικιαζόμενους σε ιδιωτικές εταιρίες αποκομιδής απορριμμάτων. Όποιος θέλει να κάνει μια πειστική κριτική σ’ αυτή την επιχείρηση του κ. Μητσοτάκη, που εντάσσεται στη στρατηγική «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», χρειάζεται να τη συνοδέψει με μια δική του πρόταση εξόδου από την παρούσα (υγειονομική) και την επερχόμενη (οικονομική) κρίση, ορατά διακριτή από το σχέδιο της ΝΔ και ενταγμένη σε μια διαφορετική από τη δική της προοπτική. Η επαλήθευση της αποφασιστικής σημασίας των δημόσιων δομών, που προστατεύουν και υπηρετούν βασικές ανάγκες στις σημερινές συνθήκες κρίσης, μπορεί να γίνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα δοθεί ένας νικηφόρος αγώνας, κρίσιμος για την τρέχουσα συγκυρία, αλλά και σημαντικός για τη διαρκή και μόνιμη διεκδίκηση της ηγεμονίας στο πεδίο των ιδεών.
15
04

Ο ιός της μονοφωνίας

Κανείς σήμερα δεν μπορεί να επικαλεστεί σαν ελαφρυντικό τον υπέρτατο νόμο της σωτηρίας της πατρίδας για την επιβολή της μονοφωνίας. Είναι πολύ πρόσφατο το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχε η εφαρμογή της ίδιας τακτικής πολύ πρόσφατα, την εποχή των μνημονίων. Με την ίδια λογική, από τους ίδιους ανθρώπους, από τα ίδια μέσα πολεμήθηκε τότε κάθε αντίθετη πολιτική πρόταση, που απέκρουε τα μνημονιακά μέτρα, που εμφανίστηκαν όχι μόνο ως μέτρα ανάγκης, αλλά και ως ορθές επιλογές. Τι να πρωτοθυμηθούμε! Την τυφλή αποδοχή των προβλέψεων για τη μικρή διάρκεια της κρίσης; Την πρόθυμη αποδοχή της συνταγής της εσωτερικής υποτίμησης; Τη θεοποίηση του παραλογισμού ότι το φάρμακο για την αποπληρωμή του χρέους είναι η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας με την επιβολή της ύφεσης και όχι η αναδιάρθρωσή του; Ή μήπως τις καταστροφικές διαψεύσεις αυτών των προβλέψεων, που τις εξυμνούσε ο τύπος, και την εκ των υστέρων ανώφελη αναγνώριση της εγκληματικής αστοχίας τους; Δεν τα λέμε όλα αυτά σαν έκφραση ενός παράπονου. Τα θυμίζουμε γιατί τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται σήμερα προδιαγράφοντας τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα από την έλλειψη αντικειμενικής πληροφόρησης και ισότιμης δημοκρατικής πολιτικής αντιπαράθεσης, με ευθύνη και του τύπου, είτε την αποδέχεται είτε όχι. Δεν φοβάται κανείς, άραγε, μήπως και η σημερινή μονοφωνία οδηγήσει τη χώρα και το λαό της σε νέες περιπέτειες, ίσως και μεγαλύτερες από τις μνημονιακές; Δεν βλέπει κανείς από αυτούς που ορίζουν τις τύχες του τύπου την αδήριτη ανάγκη της απρόσκοπτης δημόσιας αντιπαράθεσης, με επιχειρήματα, όχι με συνθήματα ή αναθέματα, πολύ περισσότερο με φίμωμα, μπροστά σε μια κρίση που πολλοί προβλέπουν ότι θα ξεπεράσει σε σοβαρότητα εκείνη του 1929; Και αν η ευθιξία είναι αγαθό εν ανεπαρκεία, το ένστικτο αυτοσυντήρησης έχει πάψει κι αυτό να λειτουργεί;
02
04

Ο ξεχασμένος ιός

Είναι φανερό ότι ο ιός της ξενοφοβίας δεν βρίσκει μόνο χωρίς ισχυρές ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές άμυνας την κοινωνία, αλλά, αντίθετα, συναντά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη και την εξάπλωσή του μέσα σ’ αυτή. Αυτόν τον κίνδυνο ποτέ δεν τον υπολόγισε στα σοβαρά η ΝΔ και η κυβέρνησή της. Γιατί, εκτός του ότι αυτός πάει πακέτο με το δόγμα της αποτροπής, διευκολύνει και την πρόσβαση της, κεντροδεξιάς υποτίθεται, παράταξης στα ακροδεξιά του εκλογικού σώματος, για να ψαρέψει ψήφους. Αν αυτοί είναι οι λόγοι που κάνουν τη ΝΔ να υποστηρίζει την «αρχή» της μειωμένης ισχύος του διεθνούς δικαίου στο θέμα της αίτησης ασύλου, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ, Α.Λοβέρδος ποιο λόγο είχε να συνταχθεί σ’ αυτήν ειδικά τη συζήτηση με την κυβέρνηση της ΝΔ, παρά την επιφύλαξη που διατύπωσε ο εισηγητής του κ. Καμίνης, ο οποίος, σεβόμενος και τη νομική υπόστασή του, υποστήριξε τη μόνη λογική θέση, της υπερίσχυσης του διεθνούς δικαίου. Της σύμβασης της Γενεύης στην προκειμένη περίπτωση, η οποία, όπως σωστά υποστήριξε, ώσπου να αλλάξει, αν ποτέ αλλάξει, ισχύει χωρίς οποιαδήποτε εξαίρεση. Για να το κάνει σε ένα θέμα τόσο κρίσιμης σημασίας, στο οποίο ο καθένας μη κυβερνητικός βουλευτής της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα είχε σοβαρό λόγο να διαφοροποιηθεί, κάποιο σοβαρό λόγο θα είχε. Εκτός αν νόμιζε ότι βρισκόταν στο βήμα κάποιας επιστημονικής ημερίδας, και όχι στη Βουλή, όπου κάθε λόγος που ακούγεται αποκτά πολιτική βαρύτητα.