Μαρία Φαραντούρη
Ο Μίκης έφυγε. Αλλά πώς είναι δυνατό να φύγει ο Μίκης; Κι αυτό δεν είναι ρητορικό ερώτημα. Δε μιλώ μόνο για μένα, που θα ήταν ίσως αυτονόητο. Αλλωστε σημάδεψε από την πρώτη αρχή όλη την καλλιτεχνική μου πορεία. Με το έργο του και την παρουσία του όμως έχει σημαδέψει και σφραγίσει τα τελευταία 60 χρόνια της ελληνικής πραγματικότητας.
Αλλά τελικά ποιος είναι ο Μίκης και ποιος τον γνωρίζει πραγματικά; Το βάθος και το εύρος του έργου του; Εκεί που συναντιούνται τα χορικά της αρχαίας τραγωδίας, το βυζαντινό μέλος, η δυτική κλασική μουσική παράδοση, το λιντ, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι με την ποίηση και τους αγώνες για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Με τη σπουδαία μουσική του ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο μαζί με την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη, του Λειβαδίτη, του Καμπανέλλη, του Σικελιανού και τόσων άλλων Ελλήνων ποιητών, ενώ η μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» του Νερούδα και του «Ρομανθέρο Χιτάνο» του Λόρκα είναι αξεπέραστες. Αλλά και ο αυθεντικός λυρισμός του, γεμάτος έρωτα για τη ζωή και αγωνία για τις περιπέτειες της ύπαρξης.
Κάθε έργο του γινόταν ένα κομμάτι του εαυτού του: Είναι ο Ρομανθέρο Χιτάνο, ο ερωτευμένος κρατούμενος στο Μαουτχάουζεν, ο εξόριστος ποιητής, ο επιβάτης, ο φυλακισμένος, ο εραστής της Ουτοπίας και της Βεατρίκης, ο εξεγερμένος της Λατινικής Αμερικής, ο Διόνυσος, ο Οδυσσέας. Αυτός που μιλάει για τους αδικοχαμένους της γενιάς του. Ενας οικουμενικός Ελληνας.
Ανθρωπος δύσκολος και πείσμων υπήρξε πάντα ανοιχτός στις ανθρώπινες αντιφάσεις. Διάφανος απέναντι σε εχθρούς και φίλους, δεν φοβήθηκε ποτέ να εκτίθεται χωρίς αναστολές και προσχήματα. Η πληθωρικότητα του χαρακτήρα του, το υψηλό αισθητικό του κριτήριο, το οραματικό του στοιχείο, η πηγαία έμπνευσή του, η διαίσθησή του, βρίσκονται μέσα στη μεγαλοσύνη του έργου του που έσπασε τα σύνορα γεμάτο αληθινά «γιγάντιες σκέψεις».
Είχα τη χαρά να μοιραστώ μεγάλες στιγμές μαζί του. Την επαφή με τόσους λαούς, τους αγώνες τους και την ιστορία τους, δίνοντας συναυλίες παντού στον κόσμο. Τη μέθεξη με τόσο διαφορετικά ακροατήρια. Ηταν μια εποχή μεγάλων δυσκολιών και κινδύνων αλλά και ανοιχτών οριζόντων. Συναντήσεις με άλλους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Αλιέντε, ο Κάστρο, ο Μιτεράν, ο Πάλμε. Αλλά και μέχρι σήμερα έργα του παίζονται όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Τον τίμησαν στο Σάλτσμπουργκ, δώσαμε συναυλία στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, τα γερμανικά συνδικάτα ζήτησαν το «Κάντο Χενεράλ» στην επέτειο ίδρυσής τους, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι στις συναντήσεις ειρήνευσης, δικό του έργο άνοιξε τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, τον τραγουδούν στην Κορέα. Οι Γερμανοί τον θεωρούν συνεχιστή των κλασικών τους. Συχνά τον αναφέρουν ως Μπετόβεν της Μεσογείου.
Εχουν γραφτεί μεγάλες κριτικές για το σύνολο του έργου του. Γι’ αυτό συνήθισα πολύ καιρό τώρα να χαμογελάω πικρά με τους εύκολους εγχώριους επικριτές που επιδιώκουν να το υποβαθμίσουν.
Θυμάμαι πάντα το σημείωμα που μου άφησε τις πρώτες μέρες της δικτατορίας που κρυβόταν, παροτρύνοντάς με εμένα και τους μουσικούς να φύγουμε στο εξωτερικό, χωριστά ο καθένας για να μη δώσουμε στόχο, και να διαδώσουμε τη μουσική του, υπηρετώντας τον αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία. «Μη φοβηθείτε, αυτοί είναι που φοβούνται τα τραγούδια μας». Εγραψε σπουδαία τραγούδια και κύκλους τραγουδιών φυλακισμένος και εξόριστος. Τον «Ηλιο και το Χρόνο», την «Κατάσταση πολιορκίας», τις «Αρκαδίες»... Εσπασε τα δεσμά με τη μουσική του. Και μας τα έστελνε έξω με κάθε δυνατό τρόπο για να τα τραγουδήσουμε. Δεν υπέβαλε την τέχνη του στις ανάγκες του αγώνα, τον διαμόρφωνε με τους όρους τους τέχνης του, γι’ αυτό εκείνη αντέχει στον χρόνο.
Θεωρώ μαγική στιγμή τη νοερή συνάντησή μας, όταν παρουσιάζαμε πρώτη φορά την «Κατάσταση πολιορκίας» στο Λονδίνο κι εκείνος μας άκουγε από κρυφό τρανζιστοράκι εξόριστος στη Ζάτουνα.
Δεν ζήσαμε όμως μόνο τη μεγάλη αποδοχή, τη μέθεξη, την αποθέωση. Ζήσαμε και τη σιωπή, τις κατηγορίες περί επικού. Τον είπαν ξεπερασμένο, τον υποτίμησαν.
Ομως, Μίκη μου, εσύ δεν χρωστάς πουθενά. Εχεις ξεπληρώσει το χρέος σου στην Ιστορία, τηρώντας πάντα την παραίνεση του Σικελιανού «Ομπρός οι δημιουργοί, την αχθοφόρα ορμή σας». Κι έτσι «Πρωτάκουστες βαριές μας ζώνουν (οι) αρμονίες» σου, αυτές που σε ενέπνευσαν κι αυτές που μας χάρισες.
Ιθάκη για μας το πέλαγο το ξέσκεπο
γεμίσαν με μνηστήρες τα λιμάνια
Ο κόσμος πάντα
βρίσκει καινούργιο βασιλιά
κι εμείς μονάχοι ποιητές
θα μείνουμε
Ετσι τελειώνει το «Τραγούδι των συντρόφων» από την «Οδύσσεια» του Κώστα Καρτελιά, τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών που μελοποίησες, κι έτσι θέλω πάντα σε σκέφτομαι.
Είναι βαθιά μου πεποίθηση όμως, Μίκη, πως πάντα θα σε ανακαλύπτουν οι επόμενες γενιές μέσα στο έργο σου κι αυτό θα ταξιδεύει μες στον χρόνο.