Δημήτρης Παπανικολόπουλος

08
12

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Τελικά, όλοι θυμούνται το 2015, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραδεχθεί την ήττα, αν θέλει να του πιστωθεί η μάχη. Και να συνεχίσει τη μάχη. Και όχι να μεταφράζει μονίμως αυτό που καταλαβαίνουν οι πολλοί ως συμβιβασμό σε ευθύνη και σταθερότητα. Δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για ένα νέο ΠΑΣΟΚ ούτε για μια νέα Δημοκρατική Αριστερά. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό στερέωμα δεν είναι αυτή του καλού διαχειριστή, αλλά του υπερασπιστή των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας και του ενορχηστρωτή της αλλαγής. Κι αν αντιτάξει κανείς ή καμιά ότι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε αυτή την κατεύθυνση, τότε καλό θα ήταν να αναρωτηθεί σε ποιο πολιτικό (ιστορικό, νοηματικό, κ.λπ.) πλαίσιο οφείλουν αυτές να ενταχθούν προκειμένου να γίνουν κατανοητές και πιστευτές: σε αυτό του 2010-2015, σε αυτό του 2015-2019, ή σε ένα που θα αποκαθιστά τη διαρραγείσα ενότητα των δύο;
24
11

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η νεολαία ως εκλογικός ρυθμιστής

Η ψήφος, όπως και πολλές άλλες αποφάσεις των ανθρώπων, παίρνονται σε κοινωνικά περιβάλλοντα, όπως το οικογενειακό περιβάλλον. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να αντιληφθούμε την εσωτερική δυναμική αυτών των μικροσυστημάτων, ώστε να κατανοήσουμε γιατί οι νέοι εξακολουθούν να είναι οι εκλογικοί ρυθμιστές. Το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί (μεταξύ άλλων φυσικά) πρυτάνευσε σε μεγάλα κομμάτια των ηλικιωμένων η λογική «τουλάχιστον να έχουμε σταθερότητα, και άρα τη σύνταξή μας, ώστε να στηρίζουμε παιδιά και εγγόνια». Από το 2012 ως το 2015, όμως, σε κάθε οικογένεια έγιναν συζητήσεις για το κατά πόσον αυτό είναι βιώσιμο, με αποτέλεσμα να πρυτανεύσει η λογική των νέων και των παραγωγικών ηλικιών «το θέμα είναι να έχουν δουλειά οι νεότεροι και να στηρίζουν τους μεγαλύτερους και όχι οι πρώτοι να ζουν από την ελεημοσύνη των δεύτερων». Κοντολογίς, η αύξηση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ στις μεγαλύτερες ηλικίες δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της προγραμματικής μέριμνας που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτές, αλλά κυρίως αποτέλεσμα της σύγκρουσης και της συνεργασίας των γενεών που είχε ως επίδικο το μέλλον των παιδιών (20ρηδων, 30ρηδων, 40ρηδων) (προφανώς απλοποιώ, προκειμένου να καταστεί σαφές το επιχείρημα). Αν, λοιπόν, η αξιωματική αντιπολίτευση στραφεί προγραμματικά στους νέους, υπάρχει πιθανότητα να πετύχει «μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια». Αλλά κάτι τέτοιο χρειάζεται όχι ανάγνωση των δημοσκοπήσεων, αλλά κατανόηση των αλληλεπιδράσεων στο εσωτερικό των μικροσυστημάτων της κοινωνίας. Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνιά για τη δυνατότητα διείσδυσής του σε μη νεανικά κοινά, τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών αναπτύσσεται μέριμνα διεμβολισμού των νεανικών κοινών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «παίζει» μόνος του εκεί. Από τη μία, το ΜέΡΑ25 δεν έχει κανένα πρόβλημα να υιοθετήσει τον λόγο του πρώιμου ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να τον υπερφαλαγγίσει από τα αριστερά. Από την άλλη, η εξατομίκευση, η απαξίωση των συλλογικοτήτων, αλλά και των ανθεκτικών ανθρώπινων έργων και σχέσεων που αντιτίθενται στο δόγμα «όλα έχουν ημερομηνία λήξεως», «πρέπει να αλλάζεις για να είσαι κουλ, σύγχρονος, να μην είσαι καθυστερημένος», έχουν συμπαρασύρει κομμάτια της κεντρώας νεολαίας και των παραγωγικών ηλικιών που νιώθουν ότι απέκτησαν μια αποστολή ν’ αλλάξουν τον κόσμο («ο Μητσοτάκης είναι σύγχρονος, ο Τσίπρας όχι»). Δηλαδή, καθώς το προφίλ των millennials διαμορφώνεται από το γεγονός ότι είναι επισφαλής και ψηφιακή γενιά, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει την αυθεντική εκπροσώπηση και των δύο κυρίαρχων χαρακτηριστικών της νεολαίας.
11
11

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η επινόηση φόβων, ανώτατο στάδιο της δεξιάς προπαγάνδας

Όσο, λοιπόν, οι οικονομικοί κίνδυνοι που σπέρνει απομακρύνουν ψηφοφόρους από την κάλπη της, η ΝΔ θα αναζητεί κινδύνους για την προσωπική ασφάλεια για να πουλήσει προστασία στο τρομαγμένο κοπάδι. Και όσο η εγχώρια τρομοκρατία ή η κινηματική βία θα απουσιάζει και ο «μεταναστευτικός κίνδυνος» θα παραμένει ασήμαντος, η ΝΔ θα επινοεί κινδύνους για να δημιουργήσει ή να ξυπνήσει φόβους. Ούτε η γραφικότητα ούτε η κατάρριψη των αιτιάσεών τους θα τους σταματήσει. Γιατί δεν έχουν κάτι να προσφέρουν στην ελληνική κοινωνία. Μόνο δήθεν προστασία. Γι’ αυτό η Αριστερά θα πρέπει να είναι έτοιμη για προβοκάτσιες. Γιατί η ανάγκη για προστασία χρειάζεται κινδύνους. Και, αν η πραγματικότητα δεν τους προσφέρει, θα πρέπει να εφευρεθούν. Θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσει ότι στο φαύλο κύκλο «έγκλημα και τιμωρία» ο εκβαρβαρισμός της αστυνομίας είναι απαραίτητος κρίκος. Τέλος, καθώς βαδίζουμε προς τις εκλογές θα πρέπει να γίνει καθαρό ότι εκείνο που συγκρούεται είναι το κοινωνικό και δημοκρατικό κράτος της Αριστεράς με το αρπαχτικό και αυταρχικό κράτος της Δεξιάς. Κι ότι τη «δεύτερη φορά Αριστερά», όποτε και να είναι αυτή, πρέπει να φτιαχτεί ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για την κοινωνία και να ξηλωθούν όλες οι δεξιές πολιτικές που αυξάνουν τον φόβο.
13
10

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η πατριδοκαπηλεία της ΝΔ, οικονομική πληγή για τη χώρα

Παντελώς απουσιάζει από το δημόσιο λόγο ένα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής αγροτιάς, η έλλειψη εργατικών χεριών, που η κρίση και η πανδημία γιγάντωσαν. Παρόλες τις εθνικιστικές και ρατσιστικές κορόνες της δεκαετίας του ’90, η ελληνική γεωργία και οικοδομή σώθηκε από την ένταξη στον κοινωνικό ιστό μισού εκατομμυρίου Αλβανών. Από τότε, όμως, πέρασαν 30 χρόνια. Οι Αλβανοί δεν είναι πλέον παλληκαράκια, ενώ τα παιδιά τους είναι καλοί μαθητές και, όπως τα ελληνόπουλα, θέλουν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Η δε κρίση και η πανδημία είχαν ως αποτέλεσμα Αλβανοί που ήταν πλήρως ενσωματωμένοι στον κοινωνικό ιστό να αναζητήσουν δουλειά στο εξωτερικό. Δηλαδή, βρισκόμαστε ξανά μπροστά στο πρόβλημα που είχαμε το ’90. Τα κόμματα αδιαφορούν για τα αγροτικά προβλήματα, αφού οι αγρότες δεν έχουν φωνή και δεν αποτελούν πλέον εκλογικό ρυθμιστή, ενώ η μεγάλη εισδοχή μεταναστών από το 2015 και μετά αντιμετωπίζεται από τη Δεξιά σαν κίνδυνος (όπως και το ’90). Όταν η απογραφή θα δείξει πλέρια τη δημογραφική γήρανση και συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας, τότε θα γίνει σαφές ότι η Ελλάδα χρειάζεται να ξανακάνει αυτό που έκανε το ’90: να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Είναι ζήτημα «εθνικής» επιβίωσης και η πολιτική της ΝΔ συνιστά ως προς αυτό «αντεθνική» στάση. Για του λόγου το αληθές, οι εκπρόσωποι των αγροτών της Πέλλας και της Ημαθίας (δεξιών περιοχών) ζήτησαν μέσα στην πανδημία από τον ακροδεξιό Βορίδη, όταν ήταν υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, να επιτρέψουν σε 10.000 πρόσφυγες/μετανάστες από τα καμπς να εργαστούν στην περιοχή τους, γιατί τόσα είναι τα κενά σε εργατικά χέρια μόνο σε αυτούς τους δύο νομούς. Η Αριστερά, λοιπόν, πρέπει να υπερασπιστεί την ελληνική οικονομία απέναντι στα οικονομικά πλήγματα που της επιφέρει η δεξιά πατριδοκαπηλεία. Γιατί η τσέπη ενδιαφέρει και αυτούς/ες που αδιαφορούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
16
09

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η μουσική και η συγκρότηση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, το παράδειγμα του Μίκη

Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες έχουν κατά νου πιθανότατα τη θεωρία του λαϊκισμού, σύμφωνα με την οποία η έννοια του λαού κατασκευάζεται μέσω μιας αλυσίδας ισοδυναμίας διαφορετικών δρώντων και μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ όλων αυτών και των ελίτ. Η επιτυχία της λαϊκιστικής στρατηγικής έγκειται στην ικανότητά της αφενός να αποδυναμώσει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων κομματιών του λαού, αφετέρου να δημιουργεί ή ενισχύει τη διαχωριστική γραμμή τους με τις ελίτ. Ο Μίκης κατανόησε πλέρια ότι η μουσική μπορούσε να παίξει αυτό ακριβώς το ρόλο. Και σε κάθε περίπτωση τον έπαιξε, καθώς η εξωλεκτική γλώσσα της μουσικής αδρανοποίησε τις διαφωνίες μεταξύ των «φυλών» της δημοκρατικής παράταξης και η ποίηση των τραγουδιών του λειτούργησε ως χωνευτήρι των διαφορετικών οπτικών και απόψεων. Έκτοτε, η συγκρότηση του λαού ως μετωνυμία της δημοκρατικής παράταξης έφερε και τη σφραγίδα του Μίκη, η μουσική του οποίου αποτέλεσε τρόπο επικοινωνίας και σημάδι αναγνώρισης μεταξύ όλων των δημοκρατών. (...) Κανείς δεν περιμένει φυσικά να περιοριστεί ο μουσικός πλουραλισμός ή να συναντηθούν τα μουσικά γούστα μιας όλο και πιο κατακερματισμένης κοινωνίας. Εκείνο που είναι εφικτό και επείγον, όμως, είναι να βρει η διάχυτη αντίθεση στην προϊούσα παρακμή της κοινωνίας μας τη συναισθηματική της έκφραση, ώστε αυτή να μετατραπεί σε ένα κοινό όνειρο. Όταν τα λόγια είναι φτώχια, η μουσική είναι πλούτος. Και το λιγότερο που έχει να κάνει η καθ’ ημάς Αριστερά είναι να κατανοήσει ότι η χρονίζουσα κοινωνική αγωνία αποζητά μια λύτρωση και όχι μια ταυτοτική επιβεβαίωση. Δηλαδή, σε μουσικό επίπεδο, εκείνο που υπηρέτησε η Carmina Burana πριν 40 χρόνια δεν μπορεί να το υπηρετήσει τώρα το Bella Ciao. Η απεύθυνση στο λαό χρειάζεται άλλη μουσική στρατηγική (έστω επένδυση).
07
09

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Τι είναι το επιτελικό κράτος και τι το αντίθετό του

Η συζήτηση, όμως, περί επιτελικού κράτους έχει ανοίξει για ακόμα μια φορά τη συζήτηση περί κράτους, την οποία δεν μπορούμε να αποφεύγουμε. Από την «επανίδρυση του κράτους» του Καραμανλή μέχρι το «επιτελικό κράτος» του Μητσοτάκη, η Δεξιά δεν παραλείπει να θέτει το ζήτημα της μεταρρύθμισης του κράτους. Η ελληνική κοινωνία, από την άλλη, δεν έπαψε να θέτει το ζήτημα της μείωσης της γραφειοκρατίας και εσχάτως το ζήτημα του ψηφιακού κράτους. Η καθ’ ημάς Αριστερά δεν αντιτίθεται ρητορικά στην ιδέα του μικρότερου κράτους. Και αυτή της η αφωνία έχει αρνητικά παρεπόμενα παρά την αποτυχία του μητσοτακικού επιτελικού κράτους. Χωρίς αντίπαλο η ιδέα περί λιγότερου κράτους εγκαθιδρύεται ως αυτονόητη. Τη στιγμή που η ΝΔ με παρρησία εφαρμόζει την ιδέα της περί επιτελικού κράτους, η Αριστερά εμφανίζεται άτολμη ως προς την άρθρωση μιας αντίπαλης ιδέας. Αν υποθέσουμε όμως ότι, αντί για λιγότερο κράτος, κράτος-νυχτοφύλακα και κράτος στην υπηρεσία των εταιριών, θέλουμε περισσότερες παροχές από το δημόσιο, κοινωνικό και όχι κατασταλτικό κράτος, κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι ιδιωτικοποίηση των πάντων προς όφελος της πιο ισχυρής μερίδας της, τότε θα πρέπει να πούμε με παρρησία ότι το επιτελικό κράτος είναι μια καταστροφική για την κοινωνία ιδέα, ότι ισοδυναμεί με απουσία του κράτους, και ότι είναι το αντίθετο του κοινωνικού κράτους. Κοντολογίς, το αντίθετο του «επιτελικού κράτους» είναι το «ισχυρό δημόσιο» και το «ισχυρό κοινωνικό κράτος». Αυτά συνιστούν «πολιτική προστασία». Αντιθέτως, το «επιτελικό κράτος» ούτε πανδημίες μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την κλιματική κρίση.
26
07

Ο Τσίπρας αποφεύγει το 2011 και το 2015 και κάνει λάθος!

Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εργάζεται για τη δημιουργία του πολιτικού κλίματος που θα μπορούσε να οδηγήσει στη συγκρότηση μιας «προοδευτικής κυβέρνησης», είναι δυνατόν να μην κάνει καμία αναφορά στην αντι–λιτότητα; Ποια ακριβώς θα είναι η προγραμματική βάση αυτής της «προοδευτικής κυβέρνησης», τη στιγμή που η χώρα βουλιάζει οικονομικά και πάλι; Πώς είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει να ανασυστήσει την κοινωνικοπολιτική συμμαχία που τον έφερε στην εξουσία, χωρίς την παραμικρή αναφορά στην πρόσφατη ιστορία της; Θα πει «πάμε όλοι/ες μαζί», λες και δεν πήγαμε όλοι/ες μαζί πριν λίγα χρόνια; Γιατί να ξαναπάμε; Τι άλλαξε και δεν θα ξανακάνει κωλοτούμπα ο ΣΥΡΙΖΑ; Πρέπει ο Τσίπρας να το εξηγήσει αυτό: «Παλέψαμε ενάντια στην τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού για την προοπτική του ελληνικού λαού. Ο συσχετισμός εκείνης της περιόδου μας υποχρέωσε σε τακτική υποχώρηση. Συνεχίσαμε τον αγώνα και τώρα, εκτός μνημονίων πλέον, παλεύουμε από καλύτερες θέσεις. Δεν θα επιτρέψουμε στον κ. Μητσοτάκη να μας γυρίσει πίσω στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και την εργασιακή ζούγκλα. Όλοι μαζί θα αποτρέψουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας φτωχών που υπηρετούν πλούσιους. Η σαπουνόπερα του Μητσοτάκη δεν κάνει για την Ελλάδα, κάνει για τον τρίτο κόσμο». Κι έπειτα, δεν υπάρχει πιο ισχυρό μέσο οικοδόμησης μιας συμμαχίας με κόμματα, σωματεία και κινηματικές οργανώσεις από τις κοινές μνήμες κοινών αγώνων. Ούτε είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση στην ενότητα εναντίον του κοινού εχθρού, αλλά αυτός να μην φιλοτεχνείται με εικόνες από τη δεκαετία του 2010, αλλά με εικόνες περασμένων δεκαετιών.
28
06

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Για την αμυντική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φοβάται την επικοινωνιακή υπεροπλία της ΝΔ. Λογικό. Όμως, υπάρχουν και καλά νέα: η επικοινωνιακή κυριαρχία αυτοκαταστρέφεται, η μονομέρεια και η μεροληψία της κουράζει, η μεγάλη έκθεση φέρνει φθορά. Τα social media, άλλωστε, δεν μπορούν να φιμωθούν και η προσπάθεια να φιμωθούν εκνευρίζει τους χρήστες τους και χαλυβδώνει τους πολιτικούς αντιπάλους. Οι δε κινητοποιήσεις αμφισβητούν το αφήγημα της κυβέρνησης, και γι’ αυτή την αμφισβήτηση μαθαίνουν όλοι/ες μέσω των συμμετεχόντων. Σε τελική ανάλυση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λέει ότι η ΝΔ φοβάται τον πλουραλισμό στην ενημέρωση που επικρατεί στα ανεπτυγμένα κράτη, γι’ αυτό ελέγχει τα ΜΜΕ λες και είμαστε στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Εκείνο που θα έπρεπε να απασχολεί εξίσου, όμως, τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η δική του ρητορική, η οποία είναι αρκετά αμυντική, γιατί δεν θέλει να αποξενώσει ένα μετριοπαθές κεντροαριστερό ακροατήριο, θεωρώντας ελεγχόμενες τις απώλειες στα αριστερά του. Έχω μερικές δεύτερες σκέψεις για το αν είναι αποτελεσματική αυτή η επιλογή. Όπως έγραφε ο διεθνώς αναγνωρισμένος μελετητής του κομματικού φαινομένου Peter Mair, σήμερα «στη σφαίρα της συμβατικής πολιτικής υπάρχει λιγότερο η αίσθηση διαρκούς αντιπολίτευσης και περισσότερο η ιδέα της προσωρινής απώλειας της εξουσίας» (Κυβερνώντας το κενό, Επίκεντρο, 2021, σ. 132). Αυτή την εντύπωση δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μιλά για «κανονικότητα», ενώ χρειαζόμαστε αλλαγή. Όμως, όταν δεν μιλάς για αλλαγή, ενώ ειδικά οι νέες γενιές την αποζητούν, ο Μητσοτάκης φαντάζει σαν να ταράζει τα νερά. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει δύναμη συντήρησης, ότι δεν θέλει την απελευθέρωση των συστημάτων, αφού όλο μιλάει για «προστασία». Κατηγορεί τη ΝΔ για «απόπειρα διχασμού», λες και είναι τίποτα τρομερό για τον κόσμο, ενώ δεν είναι. Ονομάζει «απόπειρα διχασμού» ή «πόλωσης» τη σύγκρουση που επιλέγει η Δεξιά και αναμφίβολα πυροβολεί τα πόδια του. Με το να μην αποδύεται σε ιδεολογικό αγώνα για να μην τον πουν ακραίο, αφήνει χώρο στις δεξιές ακρότητες. Και ακόμα χειρότερα: η ΝΔ επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ με χυδαίο τρόπο και ο τελευταίος, με την αμυντική του στάση, αφήνει την εντύπωση ότι η ΝΔ μπορεί και να έχει δίκιο. Ρωτάνε: «Τι θα γινόταν αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία;». Φυσικά και θα ήταν καλύτερα, θέλει και ρώτημα; Η μη επιθετική και κατηγορηματική απάντηση υπονομεύει όχι μόνο το μελλοντικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ίδια την τομή που συνιστούσε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Σίγουρα δεν χρειάζεται εξαλλοσύνη, ούτε και βεντέτες τύπου Πολάκη, αλλά μην πάμε πίσω και από το «σκληρό ροκ» του Λαλιώτη, γιατί τότε θα ακούσουμε γρήγορα το «δεν αρέσουμε πρόεδρε» της Μελίνας.