Επί του περιεχομένου, η κριτική που έχει ασκηθεί και εντάθηκε μετά τις αποκαλύψεις, είναι η ίδια που ασκείται στην TTIP. Δηλαδή, ότι περιορίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των καταναλωτών, ότι δεν προστατεύονται επαρκώς τοπικά προϊόντα και, προπάντων, ότι οι επιχειρήσεις αποκτούν ευθέως και επισήμως -όχι μόνο με τη δραστηριότητα των λόμπι και με δωροδοκίες- αποφασιστικό ρόλο για τη διαμόρφωση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Στο μέλλον, εφόσον, η CETA και η TTIP εγκριθούν, οι επιχειρήσεις θα μπορουν να διεκδικούν αποζημιώσεις, εάν θεωρούν ότι κυβερνητικές αποφάσεις βλάπτουν τα συμφέροντά τους: αν, λόγου χάριν, αλλάξει το εργατικό δίκαιο προς όφελος των μισθωτών, αν νομοθετικά επιβληθεί υψηλότερος κατώτατος μισθός ή λιγότερες ώρες εργασίας, αν επιβληθούν νέοι περιορισμοί προστατευτικοί για το περιβάλλον, αν τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία, οι υποδομές, η ενέργεια, η ύδρευση υπαχθούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δημοσίου. Για την εκδίκαση, μάλιστα, τέτοιων προσφυγών, δεν θα είναι αρμόδια τα τακτικά δικαστήρια του εκάστοτε κράτους ή, έστω, τα ευρωπαϊκά δικαστηρια, αλλά, όπως λέει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα διεθνές Δικαστήριο Εμπορίου.