ΣΥΡΙΖΑ

Βασίλης Ρόγγας: Αντίστροφοι αντικατοπτρισμοί

Την Τετάρτη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος προσπάθησε να περιγράψει πως θέλει να είναι το κομματικό σύστημα και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτό:  «αυτό που θα θέλαμε να πετύχουμε […] θα ήταν να επιστρέψουμε σε ένα σύστημα με δύο κόμματα –το οποίο θα είχε κάποια από τα χαρακτηριστικά του παλαιότερου δικομματικού συστήματος– που τουλάχιστον εγκαταλείπουν τα πιο ακραία στοιχεία τους. […] Αυτή είναι μια πρόκληση που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. […] Θα ήταν για μένα πολύ καλύτερα τα πράγματα αν μπορούσαν να εγκαταλείψουν ένα τμήμα του παλιού εαυτού τους».

 

Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης (πέρα από πρώην υπουργός είναι και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης) είχε ονομάσει αυτόν τον προσδοκώμενο από τον πρωθυπουργό δικομματισμό «συγκλίνοντα και συναινετικό», και χρονικά εκτεινόταν σε αυτό που περιοδολόγησε ως «ύστερη Μεταπολίτευση», δηλαδή από το 1996 έως το 2010 [1]. Ο Κώστας Ελευθερίου, στη βιβλιοκριτική του τότε για το βιβλίο του Βερναρδάκη, διαπίστωνε: «Η βαθμιαία μετατόπιση από την “κυβέρνηση” στη “διακυβέρνηση”, η ιδιωτικοποίηση κρατικών λειτουργιών και η ανάδυση παρα-θεσμών αμφίβολης δημοκρατικής νομιμοποίησης […], η εννοιολόγηση της “Κοινωνίας των Πολιτών” ως μίας ουδέτερης ζώνης από κοινωνικές διαμάχες, επέδρασαν στην ενίσχυση των κομματικών ελίτ έναντι των απλών μελών, στη σταδιακή “κρατικοποίησή” τους και την απομάκρυνσή τους από την προώθηση κοινωνικών αιτημάτων και την πλήρη μετατροπή των κομμάτων σε δομές συντονισμού και διαχείρισης της εξουσίας και εκλογικής εναλλαγής». Στη διαπίστωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη κόμμα – καρτέλ προβαίνουν, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Μαυρής [2] και πρόσφατα ο Σεραφείμ Σεφεριάδης [3].

 

 

Το ερώτημα

 

 

Πιθανότατα ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει διαβάσει ποτέ Πουλαντζά, όταν εκείνος έκανε λόγο για «δύο κυρίαρχα κόμματα που λειτουργούν κάπως σαν εστία ενιαίου κόμματος, εστία στεγασμένη μέσα στον κεντρικό μηχανισμό του Κράτους». Ωστόσο εκείνος, το κόμμα του, μερίδα της οικονομικής ελίτ, πολλά ΜΜΕ –ακόμα και φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ– κ.ο.κ. προσδοκούν την αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα που θα αποποιηθεί τον παλαιότερο ριζοσπαστισμό του και θα γίνει ο άλλος πόλος της συστημικής, και γι’ αυτό ανώδυνης, κυβερνητικής εναλλαγής. Η επιστροφή στην κανονικότητα, με τον τρόπο που την θέλει η Δεξιά, περνάει από την Αριστερά, αν και εφόσον αυτή αλλάξει.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι πρέπει να σκεφτεί τι είναι, τι θέλει να είναι. Τα προγραμματικά κείμενα, ο απολογισμός της κυβερνητικής του θητείας, οι εκλεγμένοι σε θέσεις ευθύνης και κύρους είναι τεκμήρια που μπορούν να αποδώσουν μέρος της πραγματικότητας αυτής της διαμορφούμενης φυσιογνωμίας. Ωστόσο, πέραν του ότι πρόκειται για έναν κομματικό μηχανισμό εν κινήσει, πρέπει να λύσει και τρεις δυνατούς κόμπους: πρώτον, πως θα συγκροτήσει το αντιΝΔ μέτωπο, δεύτερον, τι αναμένει να συμβεί στην οικονομία στη μετακόβιντ εποχή και τρίτον πως θα συγκροτήσει μια στέρεη κι αποτελεσματική κομματική δομή για το επόμενο διάστημα.

 

 

Πού βρίσκεται η απάντηση

 

Η απάντηση ισχυρίζομαι πως βρίσκεται σε αυτό που θα ονομάζαμε «αντίστροφοι αντικατοπτρισμοί», στη στρατηγική, δηλαδή, αντιπολίτευση. Εξηγούμαι πολύ συνοπτικά. Όταν οι ελίτ και οι αντίπαλοι θέλουν συστημική την αριστερά, καλό είναι να προσπαθήσει όσο μπορεί να μην της συμβεί. Δεν θέλουν άλλωστε το καλό μας. Η αντιπαράθεση με ένα κόμμα «άριστων», «τεχνοκρατών» γίνεται από ένα κόμμα μαζικό και γνήσια λαϊκό. Το αντιΝΔ μέτωπο δεν θα δημιουργηθεί όπως το αντιΣΥΡΙΖΑ, με τυμβωρυχία, fake news και εξαλλοσύνη αλλά μεθοδικά, προγραμματικά, κινηματικά και ταυτόχρονα κοινοβουλευτικά με αυθεντικές, ανεξίτηλες αξιακές προκείμενες. Η κομματική ανανέωση δεν μπορεί να γίνει με outsourcing κομματικών ή συνδικαλιστικών παραγόντων που περιφέρουν τους μικροστρατούς τους, αλλά με τεράστια επιμονή, όρεξη και πραγματικούς πόρους τους οποίους έχει στερηθεί. Έτσι θα κερδηθούν Δήμοι, σωματεία, επιμελητήρια. Η συζήτηση για την οικονομία στην μετακόβιντ εποχή θα πρέπει να έχει για έγνοια της, πέρα από τη μείωση των ανισοτήτων, και την άρση του κυρίαρχου αισθήματος ματαίωσης των πολιτών. Δεν είναι μόνο η ελπίδα υποστηρικτική συνθήκη, είναι και η συμμετοχή που φέρει σπερματικά αυτή την άρση.

 

Και κάτι τελευταίο που είναι όμως πρώτο σε αξιολογική σειρά έτσι ώστε να μην γίνει κόμμα – καρτέλ ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλο που η Δεξιά δεν έχει κανένα θέμα να περιφρονεί πλήρως τους νέους, η Αριστερά δεν ξεμπερδεύει απλώς αναφέροντας τους στο λόγο της ή κοπιάροντας κάποια από τα αιτήματά τους, είναι σα να τους εργαλειοποιεί ή να θεωρεί πως σίγουρα θα της δώσει την πρωτιά αυτή η ηλικιακή κατηγορία. Πρέπει να αποδείξει πως τους θεωρεί συμμάχους της, πως θα συγκυβερνήσει μαζί τους, πως θα τους δώσει χώρο, χρόνο, ευθύνες, ηγεσία, θα συσκεφτεί μαζί τους τρόπους να αλλάξει ο κόσμος, σύμφωνά με το δικό τους, πράγματι πολύ προοδευτικό, όπως αποδεικνύουν οι έρευνες, αξιακό πλαίσιο. Ας μην ξεχνάμε: οι νέοι και νέες είναι και opinion makers και game changers όπως αποδεικνύουν η κινηματική παλίρροια από το 2006 έως το 2014, οι εκλογές του 2015, το «όχι» στο δημοψήφισμα και όλη η κοινωνική αντιπολίτευση που έχει παραχθεί από αυτούς τα δυο χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ.

 

Σημειώσεις

1. Χριστόφορος Βερναρδάκης (2011). Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα: οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Αθήνα: Σάκκουλας

2. Γιάννης Μαυρής (2016), Άνοδος και Πτώση. Η εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, Τετράδια, τεύχος 66-67

3. Σεραφείμ Σεφεριάδης (2021), Λαϊκισμός, δημοκρατία, αριστερά. Η πρόκληση της μεθόδου. Αθήνα: Σάκκουλας.