Συνεντεύξεις

Έφη Αχτσιόγλου: «Η κυβέρνηση έχει φροντίσει η αναμενόμενη ανάπτυξη να αφορά λίγους»

H κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι λίγο – πολύ έχουμε ξεμπερδέψει με την πανδημία. Ο ΣΥΡΙΖΑ την επικρίνει για την υγειονομική της πολιτική και για το δόγμα «πρώτα η οικονομία». Πού βρισκόμαστε;

Η πανδημία όχι απλά δεν έχει τελειώσει, αλλά δεν έχουμε βγει καν από το τούνελ: τα κρούσματα παραμένουν υψηλά, όπως και ο αριθμός διασωληνωμένων και θανάτων. Ο αυξανόμενος πληθυσμός εμβολιασμένων θα βοηθήσει σίγουρα στον περιορισμό, αλλά προς το παρόν κινείται με αργές ταχύτητες. Το να εκπέμπει η κυβέρνηση σήμα καθησυχασμού και στην επόμενη στροφή να ξαναμιλάει για ατομική ευθύνη, όπως κάνει τόσους μήνες, δείχνει την παταγώδη αποτυχία της διαχείρισής της. Σε ό,τι αφορά την οικονομία, είναι πράγματι δύσκολη η ισορροπία που πρέπει να βρεθεί ανάμεσα στα μέτρα περιορισμού και στις οικονομικές συνέπειές τους. Η Ελλάδα, όμως, εφάρμοσε το μακρύτερο και πιο αποτυχημένο λοκντάουν, γιατί δεν είχε ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας. Όλες οι χώρες περιόρισαν τις οικονομικές τους δραστηριότητες, αλλά δεν χρειάστηκε να έχουν τέτοιο καθολικό λοκντάουν για τόσο καιρό, γιατί είχαν περισσότερα περιθώρια στο δημόσιο σύστημα υγείας τους. Στην Ελλάδα πέρασε ένας χρόνος χωρίς ουσιώδη στήριξη: προσλήψεις, ΜΕΘ, επίταξη ιδιωτικών κλινικών κτλ. Η νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης να μην ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας ξεπέρασε κάθε φαντασία.

 

Ποια η εκτίμησή σου για την προοπτική της οικονομίας;

Το 2021 σίγουρα θα υπάρξει κάποια ανάκαμψη. Αυτό δεν είναι να το υπερηφανεύεται η κυβέρνηση. Είναι αναμενόμενο μετά από τόσο μεγάλη ύφεση. Το κύριο που πρέπει να μας απασχολήσει, είναι τι θα γίνει από το 2022 και μετά. Βρισκόμαστε ακόμα εν μέσω ειδικών ευρωπαϊκών διευκολύνσεων: αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ για την επαναγορά των κρατικών ομολόγων, που παρέχει μεγάλη ρευστότητα στα κράτη, «χαλαρή» πολιτική της ΕΕ στο ζήτημα δαπανών και ελλειμμάτων. Ακόμα, βέβαια, και σε αυτό το πολύ διευκολυντικό πλαίσιο, η Ελλάδα σημείωσε την τρίτη χειρότερη ύφεση στην Ευρωζώνη. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει μετά το τέλος των ευρωπαϊκών διευκολύνσεων. Κι εδώ ο κρίσιμος παράγοντας είναι η ανάπτυξη –και πολιτικά και οικονομικά. Οικονομικά, γιατί με μια ισχυρή και διαρκείας ανάπτυξη, θα μπορέσεις να κρατήσεις την εμπιστοσύνη των αγορών. Διαφορετικά, μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος της ΕΚΤ που η χώρα θα βρεθεί μόνη, δεν θα μπορεί να πείσει για την αξιοπιστία της αν είναι ουραγός στην ανάπτυξη και αυτό θα μας βάλει σε νέες περιπέτειες. Το μείζον, όμως, είναι τι είδους ανάπτυξη θα έχουμε, ώστε να έχει και διάρκεια. Βάσει του σχεδιασμού της κυβέρνησης, η χώρα θα σημειώσει κάποιους αναπτυξιακούς ρυθμούς, αλλά η ίδια έχει κάνει τα πάντα ώστε η ανάπτυξη να μην είναι συμπεριληπτική. Έχει ήδη φροντίσει ώστε πολύ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να βρεθούν εκτός. Αυτό είναι πολιτικά το πιο κρίσιμο ζήτημα, που θα έπρεπε να συζητάμε αυτή την περίοδο. Ενώ, δηλαδή, στην πραγματικότητα η ανάπτυξη δεν έχει έρθει ακόμη στη χώρα, η κυβέρνηση έχει ήδη καθορίσει το ποιοι θα επωμιστούν τις ζημίες και ποιοι θα επωφεληθούν από αυτή. Το έχει καθορίσει με τον πτωχευτικό της κώδικα, το εργασιακό νομοσχέδιο, τον αποκλεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και μακροπρόθεσμα μέσω των αλλαγών στην παιδεία. Έχει φροντίσει η επερχόμενη ανάπτυξη να αφορά λίγους, τα χαμηλά και μεσαία στρώματα να μείνουν έξω.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απευθύνεται στα χαμηλά στρώματα; Τελευταία φαίνεται να εστιάζει περισσότερο στη λεγόμενη μεσαία τάξη. Το πρόγραμμά του, επίσης, για στήριξη της οικονομίας, επικρίθηκε είτε ότι υπολογίζει στα λεφτόδεντρα, είτε ότι δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικό. Τι απαντάτε στις κριτικές;

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επικεντρώνει τη στρατηγική του στα χαμηλά και μεσαία στρώματα. Φαίνεται και στην προγραμματική αντιπολίτευση που ασκούμε, από το συνολικό πρόγραμμα του κόμματος και την πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, μέχρι τα πιο ειδικά προγράμματα για το ιδιωτικό χρέος, τη δημόσια υγεία κλπ. Η προτεραιότητά μας βέβαια είναι και παραμένει ο κόσμος της εργασίας, γι’ αυτό και δίνουμε πολύ μεγάλη βαρύτητα στις ανατροπές που φέρνει η ΝΔ στα εργασιακά, γιατί έχει αποφασίσει –και υπηρετεί με μεγάλη συνέπεια– το στόχο της υποτίμησης της αξίας της εργασίας, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει το 2014. Ο οικονομικός σχηματισμός, όμως, στην Ελλάδα είναι τέτοιος που ένα μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, παραδοσιακά κατατασσόμενη στη μεσαία τάξη, δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της κλασικής διάκρισης κεφαλαίου – εργασίας. Και η πανδημική κρίση το ανέδειξε αυτό με πολύ έντονο τρόπο. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, ένα ενιαίο μέτωπο εργαζομένων και μικρομεσαίων επαγγελματιών, ως προς τις ανάγκες τους, την πίεση που δέχονταν από την πολιτική της κυβέρνησης και ως προς τα αιτήματά τους, τελικά, για οικονομική στήριξη, ώστε να διατηρηθούν και οι θέσεις εργασίας, χωρίς επιδείνωση των όρων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μάχη τώρα για τα εργασιακά, οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες είναι στην πλειονότητά τους στο πλευρό των εργαζομένων. Διαμορφώνεται μια κοινωνική συμμαχία, την οποία το πολιτικό σχέδιο της ΝΔ βάλλει ευθέως. Συνοπτικά αυτό το σχέδιο λέει: υποτίμηση της αξίας της εργασίας και εκκαθάριση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, ώστε να προσελκυστούν επενδύσεις στη βάση του μειωμένου εργατικού κόστους, για να αυξηθεί, υποτίθεται, ο πλούτος και να λυθούν τα προβλήματα. Αυτό το μοντέλο έχει δοκιμαστεί και έχει αποδειχθεί και κοινωνικά καταστροφικό και οικονομικά αποτυχημένο.

 

Πώς σχολιάζεις το νομοσχέδιο για τα εργασιακά;

Ο πυρήνας του είναι η υποτίμηση της αξίας της εργασίας και αποτελεί συνέχεια του σχεδίου που υλοποιεί εδώ και καιρό η ΝΔ, τόσο σ’ αυτή τη διακυβέρνηση όσο και στην προηγούμενή της. Είναι το πιο σφοδρό χτύπημα, αλλά δεν είναι το μόνο. Αν το δούμε συνολικά, από το 2000 επικρατούν οι πολιτικές της απορρύθμισης, που στόχο έχουν την υποβάθμιση του ορίου των αναγκών της εργατικής τάξης. Αυτές οι πολιτικές κυριάρχησαν και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, σε διαφορετικές ταχύτητες. Στη χώρα μας επιταχύνθηκαν ιδιαίτερα από το 2010 και έπειτα. Υπηρετήθηκαν και από την ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ. Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ανέκοψε αυτή την τάση και αυτό αποτελεί σημείο καμπής. Η ΝΔ όταν επανεξελέγη, ξανάπιασε το νήμα από εκεί που το άφησε το 2014, προσθέτοντας τώρα την κατάργηση του 8ωρου, τη μείωση κόστους υπερωριών, εν γένει του εργατικού κόστους, διευκολύνοντας τις απολύσεις, οδηγώντας στη μείωση των μισθών. Αυτές οι επιλογές δεν υποβαθμίζουν μόνο τους νυν εργαζόμενους, αλλά την εργασία συνολικά, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και στους ανέργους. Ο εργοδότης στο εξής θα προτιμά να εξαντλεί το υπάρχον προσωπικό παρά να προσλαμβάνει νέο. Πρόβλημα θα προκαλέσει και στο καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, αφού προωθώντας το μοντέλο της πολύ φθηνής εργασίας, θα οδηγήσει τους νέους ανθρώπους σε αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, αναζωπυρώνοντας το brain drain.

 

Η κυβέρνηση, δήλωσε, δεν θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ;

Αρχή μας είναι ο κατώτατος μισθός να είναι αντικείμενο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Διαπραγμάτευσης, να επανέλθει, δηλαδή, στη διαπραγμάτευση εργοδοτών – εργαζομένων. Ωστόσο, το 2012 περικόπηκε βίαια με κρατική παρέμβαση. Μια πρώτη σημαντική αύξηση έγινε το 2019 επί ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι, όμως, δυνατόν να τον επιστρέψεις πετσοκομμένο στους κοινωνικούς ανταγωνιστές. Οφείλεις ως κράτος πρώτα να τον επαναφέρεις στα 751 ευρώ και μετά να τον επιστρέψεις στη διαπραγμάτευση. Διαφορετικά θα δώσεις ένα αρνητικό πλεονέκτημα εις βάρος των εργαζομένων.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, σημείωσες πριν, κατάφερε να ανακόψει την απορρυθμιστική τάση που υπήρχε και γιγαντώθηκε επί κρίσης. Τώρα βιώνουμε και πάλι κρίση, «αναγκάζοντας» πολλές φορές την αντιπολίτευση να γίνεται σε μεμονωμένα ζητήματα, κινδυνεύοντας να χαθεί το οραματικό στοιχείο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς επεξεργάζεται αυτό το ζήτημα;

Το κρίσιμο είναι αν οι συγκεκριμένες προτάσεις που κάνεις ως αντιπολίτευση ή οι παρεμβάσεις που κάνεις ως κυβέρνηση, εντάσσονται σε μια στρατηγική. Αν εντάσσονται σε μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού και αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων –ακόμα και αν δεν το καταφέρεις την πρώτη περίοδο– τότε δεν χάνεται ούτε το οραματικό, ούτε η φυσιογνωμία ενός αριστερού κόμματος και σίγουρα έχεις προσθέσει ένα λιθαράκι σε αυτή την κατεύθυνση. Αν πρόκειται απλά για μικρο–ρυθμίσεις, χωρίς μια στρατηγική που να τις συνέχει, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να γίνεις ένα κόμμα διαχείρισης, που μπορεί απλά να διαχειριστείς καλύτερα το σύστημα: χωρίς φαινόμενα διαφθοράς, ή με κάποιες πιο θετικές κοινωνικές ρυθμίσεις κτλ. Θεωρώ ότι οι παρεμβάσεις που κάναμε, για παράδειγμα, στα εργασιακά ως κυβέρνηση ήταν ενταγμένες σε μια ευρύτερη στρατηγική, ώστε να ανακόψουμε την υποβάθμιση της αξίας της εργασίας και σιγά σιγά να ενδυναμώσουμε τη διαπραγματευτική δύναμη της εργατικής πλευράς, ώστε να οδηγηθούμε σε σημαντικές μετατοπίσεις στον συσχετισμό δύναμης. Αντίστοιχα, βέβαια, και η ΝΔ εντάσσει τις δικές της παρεμβάσεις σε μια στρατηγική, που ενδυναμώνει την επικυριαρχία συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομάδων και της οικονομικής ελίτ. Και η ΝΔ, λοιπόν, λειτουργεί με συγκεκριμένη στρατηγική και δεν θα πρέπει να υποτιμούμε τις ενέργειές της, θεωρώντας ότι πρόκειται απλώς για σημειακά διαχειριστικά λάθη ή ανικανότητα.

 

Παρατηρούμε ένα άγχος του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, παρά προς τη ριζοσπαστική πλευρά, είτε είναι οι νέοι, είτε τα κινήματα. Πώς «ακούς» αυτή την κριτική;

Τα κινήματα δεν είναι κάτι στατικό, εκδηλώνονται και ανασυγκροτούνται μέσα από κοινωνικές μετατοπίσεις που συμβαίνουν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά, έχουν εκδηλωθεί σημαντικά κινήματα, των καλλιτεχνών, των εργαζόμενων στην υγεία, των νέων ενάντια στην αστυνομική βία ή στην αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση κτλ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρέθηκε στο πλάι όλων αυτών. Από ‘κει και πέρα θα πρέπει να διευκρινίσουμε το εξής: η απεύθυνση στα μεσοστρώματα συγχέεται συχνά με στροφή προς το κέντρο. Τα μεσοστρώματα, όμως, δεν είναι το πολιτικό κέντρο. Τα μεσοστρώματα τα διεκδικούν η Αριστερά, η Δεξιά και το Κέντρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πράγματι αγωνιά για τη δόμηση μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μεσοστρώματα, τη θεωρεί αναγκαία για μια αριστερή προοδευτική πολιτική πλειοψηφία και επιθυμεί να την εκφράσει. Νομίζω ορθώς. Αυτό δεν σημαίνει ότι απομακρύνεται από τις βασικές κοινωνικές αναφορές του, που είναι και κινηματικές. Ασφαλώς κι αυτή η σχέση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη ή στατική. Το αντίθετο, θα πρέπει διαρκώς να δουλεύουμε για την ισχυροποίηση των δεσμών μας με τα κινήματα και τη νεολαία.

 

Πηγή: Η Εποχή