Για την αστική τάξη της Βραζιλίας, η οικονομία δεν αποτελεί θέμα διένεξης στις εκλογές: όποιος κερδίσει θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα του νεοφιλελευθερισμού με περισσότερο νεοφιλελευθερισμό. Είτε μέσα από τον ουτοπικό τρόπο ενός «συνεκτικού νεοφιλελευθερισμού» που κηρύσσει το PT, είτε από τον ούλτρα νεοφιλελευθερισμό του Μπολσονάρο. Οι διαφορές που έχει η αστική τάξη αφορούν μόνο την πολιτική μορφή για τη διαχείριση των κρίσεων της Βραζιλίας. Το ποια θα είναι η θεσμική, νομική και πολιτιστική ρύθμιση που θα αντικαταστήσει την περίοδο της βραζιλιάνικης «Νέας Δημοκρατίας» που ακολούθησε τη δικτατορία (1964-1985), και η οποία τώρα καταδικάζεται οριστικά. Σε πρώτο πλάνο, υπάρχουν δύο δρόμοι. Με τα δικά του λόγια, ο Λούλα προσφέρει αξιοπιστία και σταθερότητα. Η αξιοπιστία για την οποία μιλάει δεν αφορά τους «από πάνω» αλλά τους «από κάτω»: αυτό που λέει ο Λούλα η κοινωνία θα το δεχτεί. Με άλλα λόγια, ο λουλισμός προσφέρει την ικανότητά του για πειθώ και λαϊκή εξουδετέρωση ως ένα μονοπάτι για την τάξη. Αν η Ντίλμα Ρούσεφ ήταν η σκιά του Λούλα, ο Φερνάντο Χαντάντ, ο υποψήφιος του PT, είναι σχεδιασμένος να αποτελέσει το άβαταρ αυτής της πολιτικής. Στον αντίθετο, συμπληρωματικό πόλο, βρίσκεται o Mπολσονάρο. Συνοψίζοντας, αυτοί είναι δύο διαφορετικοί τρόποι για να διαχειριστεί η κρίση της Βραζιλίας: το PT προσφέρει σταθερότητα μέσω της συμφιλίωσης, ενώ ο Μπολσονάρο προτείνει το ίδιο μέσω της βίας. Και οι δύο είναι προσωρινές, και αναγκαστικά ασταθείς, απαντήσεις μιας μπουρζουαζίας που βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης. Επειδή αυτό που επωάζει η κυρίαρχη τάξη, είναι ένας μπολσοναρισμός χωρίς τον Μπολσονάρο. Στη Γαλλία, η φασίστρια Μαρίν Λεπέν διαμαρτυρήθηκε για εκείνους που πήγαν μαζί για να την νικήσουν στο δεύτερο γύρο. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό που είπε η δυσαρεστημένη Λεπέν, είναι ότι εκλέγουν κάποιον που εφαρμόζει τις δικές της πολιτικές αλλά χωρίς να κάνει θόρυβο. Κάτω από τη σκόνη των επόμενων εκλογών, η βραζιλιάνικη αστική τάξη δημιουργεί τον δικό της Μακρόν.