Macro

Στην ευρωπαϊκή κοινωνία θα γεννηθούν οι φορείς αλλαγής της ΕΕ

Εάν στοχεύουμε στην οικοδόμηση μιας καλύτερης Ευρωπαϊκής Ένωσης από αυτή που δημιουργήθηκε εξήντα χρόνια πριν, το πλέον σημαντικό βήμα που μπορούμε να κάνουμε, είναι να την απελευθερώσουμε από την αβάσταχτη ρητορική που την συνοδεύει, η οποία αποτρέπει κάθε εποικοδομητική κριτική χαρακτηρίζοντάς την αμέσως ως «αντιευρωπαϊκό αίσθημα» και συνεπώς ως μια νοσταλγική προσκόλληση σε έναν κόσμο μικρών εθνών υπεύθυνων για όλους τους πολέμους.
Η πρώτη πραγματική περιπλοκή του ευρωπαϊκού σχεδίου ήταν η πεποίθηση ότι το εγχείρημα που ξεκίνησε το 1957 γεννήθηκε από το Μανιφέστο του Βεντοτένε, τη διακήρυξη που συνέταξε μια αξιοσέβαστη ομάδα Ιταλών αντιφασιστών, στο ομώνυμο νησί όπου είχαν φυλακιστεί από τον Μουσολίνι. Αυτό το κείμενο άσκησε σημαντική επιρροή στη δημιουργία του ιταλικού Συντάγματος το 1948, αλλά καμία απολύτως επιρροή στις διάφορες ευρωπαϊκές Συνθήκες. Κατά την επίσημη τελετή ιδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στη Ρώμη, 23 Μαρτίου 1957, οι φεντεραλιστές του Αλτιέρο Σπινέλι έριξαν προκηρύξεις με το μήνυμα ότι δεν αναγνώριζαν το «τέρας» που αναδυόταν.
Ένας από τους αυτόπτες των διαπραγματεύσεων εκείνη την περίοδο, ο καθηγητής Πάολο Έλια, ένας αξιοσέβαστος χριστιανοδημοκράτης ηγέτης, είπε ότι ο γερμανός πρωθυπουργός Έρχαρντ θα ήθελε να αποκλείσει συγκεκριμένα την Ιταλία, ακριβώς εξαιτίας του Συντάγματός της, αλλά δεν τα κατάφερε, διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να συντηρηθεί ο μύθος ότι το «τέρας» ήταν προϊόν έμπνευσης από το Μανιφέστο Βεντοτένε. Πρόσφατα, μάλιστα, ζήσαμε ένα απίστευτο φιάσκο, όταν τον περασμένο Αύγουστο ο Ολάντ, η Μέρκελ και ο Ρέντζι διοργάνωσαν τη δική τους σύνοδο στο Βεντοτόνε. Η επιλογή της τοποθεσίας δεν έγινε για να σηματοδοτήσει τη στροφή προς έναν κριτικό προβληματισμό, αλλά για να επιβεβαιώσουν την πολιτική τους γραμμή, που κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που χάραξαν οι αντιφασίστες που φυλακίστηκαν στο νησί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν γεννήθηκε στο Βεντοτένε

Μια ιστορική αναδρομή είναι χρήσιμη, για να δώσει πνοή σε ένα κίνημα που στόχο έχει να αλλάξει την Ευρώπη. Θα ήταν χρήσιμο να ξαναδιαβάσουμε το Μανιφέστο του Βεντοτένε, προκειμένου να καταγράψουμε πόσο απέχει η μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την ιδέα που αυτό περιέγραφε. Έχει πια λησμονηθεί το γεγονός ότι η πρώτη θεσμική πράξη στο όνομα της ευρωπαϊκής ενότητας δεν έγινε σε αυτή την ήπειρο, αλλά στο αμερικανικό κοινοβούλιο και συγκεκριμένα στις 11 Μαρτίου 1947 από τη Γερουσία και στις 23 Μαρτίου από το Κογκρέσο […] Είναι επίσης γεγονός ότι η αμερικάνικη ψήφος ήταν μία από τις πρώτες πράξεις κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου που συνέδραμαν στη δημιουργία ενός δυτικού προμαχώνα, ο οποίος αντί να ενώσει την Ευρώπη, θα τη διασπούσε. Σκόπευε, ακόμα, στο να αποδεχτεί η κοινή γνώμη, που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο, τον γερμανικό επανεξοπλισμό. Αυτός ήταν και ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησε την αριστερά -όχι μόνο τους ιταλούς κομμουνιστές και σοσιαλιστές, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας- να αντιταχθούν στο εγχείρημα για μεγάλο διάστημα.
Εν συντομία, ο Σπινέλι δεν ήταν ο εμπνευστής της ΕΕ. Αφιέρωσε, μάλιστα, τη ζωή του στη δημιουργία μοντέλου που κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αρκεί να διαβάσουμε τις επικριτικές του παρατηρήσεις στο προσχέδιο του πρώτου συνεδρίου που διοργάνωσε το φεντεραλιστικό κίνημα στη Χάγη το 1948. Αρνήθηκε να συμμετέχει στο συνέδριο, από τη στιγμή που ο μόνος ηγέτης που είχε δηλώσει ότι θα παραστεί, ήταν ο εμπνευστής του ψυχρού πολέμου, ο Τσόρτσιλ. Οι υποστηρικτές του Σπινέλι επανέλαβαν την πρόταση περί «τρίτου δρόμου» για την Ευρώπη. Χωρίς, όμως, μέχρι και πρόσφατα, να υπάρξει κανένας προβληματισμός για τον τρόπο που θεμελιωνόταν η Ευρώπη. Ούτε καν το 2005, όταν οι πολίτες δύο ιδρυτικών κρατών μελών, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, καταψήφισαν με δημοψήφισμα την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισαβόνας. Και σε αυτή την περίπτωση, οι λαοί των δύο αυτών χωρών κατηγορήθηκαν για αναζωπύρωση του εθνικισμού. Αδιαμφισβήτητα ισχύει και αυτή η εκδοχή, ωστόσο δεν είχαν όλες οι ψήφοι αυτή την κατεύθυνση […]. Με αυτό τον «έκνομο τρόπο γεννήθηκε η Ευρώπη» -που δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από τους συγγραφείς του Μανιφέστο του Βεντοτόνε […]

Το DNA της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Όσα ακολούθησαν είναι ευρέως γνωστά. Από τη μια συνθήκη στην άλλη, μέχρι και τη συνθήκη της Λισαβόνας, το DNA σε αυτό το έμβρυο δεν άλλαξε ποτέ. Η απάθεια είναι διάχυτη σε όλα τα κείμενα: η συνθήκη του Μάαστριχτ, που είναι και η πιο σημαντική –γιατί συμβολίζει τη συνταγματοποίηση της φιλελεύθερης πολιτικής αποδεσμεύοντάς τη από τη κοινοβουλευτική οδό- επικυρώθηκε από την Ιταλία, αφού συζητήθηκε στο κοινοβούλιο μόλις μισή ημέρα. Οι μόνες αρνητικές ψήφοι προήλθαν από μέλη του κόμματος Κομμουνιστική Επανίδρυση, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έδωσε συνέχεια στη μάχη για την ανατροπή της συνθήκης […] Το σχέδιο για την ΕΕ προχώρησε βήμα-βήμα, με σκοπό να καταρρίψει κάθε εμπόδιο που θα μας έφτανε στην πλήρη φιλελευθεροποίηση. Και το χειρότερο είναι πως μεγάλο μέρος της αριστεράς, δια της σιωπής, συναίνεσε, είτε από κυβερνητική θέση, είτε από αντιπολιτευτική θέση […]
Η αδιαφορία ήταν τόσο ευρεία, που –σχεδόν σε καμία χώρα και ουσιαστικά σε καμία από τις πολιτικές ομάδες- δεν βρέθηκε ένας τρόπος για να προωθηθούν οι προτάσεις, που αν γίνονταν αποδεκτές, θα έκαναν την ΕΕ λιγότερο αποκρουστική. Σκεφτείτε μόνο εκείνες που κατέθεσε ο ίδιος ο Ντελόρ στο τραπέζι, όπως, για παράδειγμα, η συμπερίληψη των κριτηρίων της μακροχρόνιας και νεανικής ανεργίας στο Σύμφωνο Σταθερότητας ως ένα δείκτη «που θα αναδείκνυε με τον καλύτερο τρόπο τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε χώρα». Ή η πρόταση του Ολλανδού Ευρωπαίου Επιτρόπου Χενκ Βρέντελινγκ, που προέβλεπε τη σύσταση εργατικών επιτροπών σε επιχειρήσεις που απασχολούσαν περισσότερους από 1.000 εργαζόμενους σε περισσότερες από δύο χώρες, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση λουκέτου ή μετεγκατάστασης να επωφεληθούν από την απευθείας ενημέρωση που θα είχαν από τα διοικητικά συμβούλια. […]
Υπήρξε ακόμα μια πρόταση από τον γάλλο οικονομολόγο Φιτουσί: το δημόσιο έλλειμα να υπολογίζεται εξαιρουμένων των δημόσιων αναπτυξιακών επενδύσεων. Ας μην ξεχνάμε πώς η απερίσκεπτη διεύρυνση της Ε.Ε., ώστε να περιλάβει 28 χώρες, αποσιωπήθηκε επίσης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η πολιτική ένωση. Αντί να αναζητούμε νέες μορφές συνεργασίας με τα ανατολικά κράτη, αυτά απλά εντάχθηκαν στην Ε.Ε. […] Η άμεση ένταξή τους στην Ένωση, προκειμένου να υπάρξει παράλληλη διεύρυνση και του ΝΑΤΟ (κάτι αντίστοιχο συζητείται σήμερα και για την Ουκρανία), μετέτρεψε την Ένωση σε ακρογωνιαίο λίθο της δυτικής ταυτότητας, η οποία ταυτίζεται με την εγκατάσταση μιας σειράς πυραυλικών βάσεων […]

Έχει νόημα να δώσουμε τη μάχη για μια άλλη Ευρώπη;

Είναι ακόμα δυνατό να διαφυλάξουμε το πνεύμα του Βεντοτόνε; Το σύνθημα «μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή», που συνεχίζουμε να φωνάζουμε, εξακολουθεί να έχει νόημα; Πιστεύω πως ναι. Μάλιστα, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να δώσουμε αυτή τη μάχη. Ωστόσο, αντί να αναλώσουμε τη συζήτηση πάνω στις μεταρρυθμίσεις συνθηκών ή κανονισμών –πολλοί έχουν ήδη μπει σε αυτή τη διαδικασία- προτιμώ να μιλήσω για εμάς και τη δική μας αριστερά, η οποία παρότι (ακόμα) δεν βρέθηκε σε κυβερνητική θέση, δεν απαλλάσσεται των ευθυνών της. Πρώτα από όλα, γιατί δεν έδωσε –με σοβαρούς όρους- τη μάχη για μια ευρωπαϊκή κοινωνική και πολιτική οντότητα, που θα μπορούσε –σε επίπεδο ΕΕ- να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων εξουσίας, σχηματίζοντας συμμαχίες, εδραιώνοντας την ηγεμονία, λειτουργώντας σαν ανάχωμα, ή γιατί δεν έγινε παίκτης-κλειδί στις πολιτικές μάχες που δόθηκαν, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο, όπου η δημοκρατία υπάρχει ακόμα. Αυτή η «οντότητα» -και επιλέγω αυτή τη λέξη αντί του «λαού» ή του «δήμου» για να αποφύγω τον σκόπελο πολιτιστικών παρανοήσεων- δεν υπάρχει. Η ιδέα μιας κοινής ιστορικής κουλτούρας είναι επίσης αέρας κοπανιστός: ο χριστιανισμός γέννησε ατέρμονους θρησκευτικούς πολέμους και ο διαφωτισμός οδήγησε σε περαιτέρω διχοτομήσεις.

Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη είναι ανύπαρκτη

Σχετικά με την περίφημη κληρονομιά του ελληνισμού-ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού (η διάκριση ανάμεσα σε θρησκεία και πολιτική, ο σεβασμός στο άτομο), αυτή είναι η κληρονομιά ολόκληρου του δυτικού κόσμου, δεν είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της ηπείρου μας. Αντίθετα, μιλάμε 26 διαφορετικές γλώσσες και κάθε λαός ορθώς δικαιούται να προστατεύσει τη διάσωση της δικής του. Ειδικότερα, οι «ενδιάμεσοι φορείς» –συνδικαλιστικές οργανώσεις, κόμματα, ΜΜΕ και ενώσεις- εκλείπουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτοί, σε εθνικό επίπεδο, διασφαλίζουν την εμβάθυνση της δημοκρατίας, λειτουργώντας ως δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και τους θεσμούς. Αυτοί οι φορείς δίνουν φωνή στο λαό, ώστε να ασκήσει επιρροή στην εκτελεστική εξουσία. Αυτός ο ιερός δεσμός οδήγησε το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο να κηρύξει την ένταξη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην ΕΕ, όπως προέκυπτε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ως απαράδεκτη […]
Αυτές οι επισημάνσεις είναι χρήσιμες, θεωρώ. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές ενώσεις υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, λειτουργώντας αποκλειστικά μέσα από τα γραφεία τους στις Βρυξέλλες, εκδίδοντας ενδιαφέρουσες μελέτες, χωρίς όμως να έχουν συνδικαλιστική δράση στο πεδίο […] Όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, μου έρχεται πάντα στο μυαλό ο Βίλλυ Μπραντ (ΣτΜ: πρώην Καγκελάριος της Γερμανίας, 1969-1974 και πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, 1964-1987), ο οποίος έλεγε ότι οι διασκέψεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών είναι το καλύτερο μέρος για να διαβάσει κανείς την εφημερίδα του. Έκτοτε δεν έχουν αλλάξει και πολλά: σπάνια ενημερωνόμαστε για το τι κάνουν οι ευρωπαϊκές οργανώσεις-μέλη στις χώρες τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Υπάρχει μονάχα κοινή γνώμη σε κάθε κράτος-μέλος και είναι πολύ εύκολο κάποιος να στρέψει τη μια εναντίον της άλλης […] Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο για τους Ευρωπαίους να νιώσουν μέρος ενός κοινού αγαθού, η υπεράσπιση του οποίου αποτελεί τη βάση για δημοκρατική συμμετοχή. Ούτε έχει κανένα νόημα να διεκδικήσουμε την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών και να ζητήσουμε τη μεταρρύθμιση των συνθηκών, ώστε να καταργηθεί αυτή η απαράδεκτη ρήτρα της «μη διάσωσης», βάσει της οποίας κάθε χώρα πρέπει να κοιτά το δικό της συμφέρον και να μην καλείται να στηρίξει μια άλλη χώρα που μπορεί να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ανατρέψουμε τους απαράδεκτους κανόνες ανταγωνισμού (ακριβώς το αντίθετο της αλληλεγγύης) που διέπουν τις συνθήκες, αν δεν οικοδομήσουμε πρώτα μια κοινότητα. Πρέπει ακόμα να αλλάξουμε (σε αυτό το επίπεδο έχουν γίνει πολύ λίγα) το περιεχόμενο της δημοκρατίας που προσπάθησαν να υποστηρίξουν οι Βρυξέλλες όλα τα προηγούμενα χρόνια: την αντίληψη ότι δεν υφίσταται λαός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά πολίτες. Παρότι στο Χάρτη της Νίκαιας, η Ένωση θεσπίζει μια σειρά από ατομικά δικαιώματα (τα περισσότερα από τα οποία έχουν διασφαλιστεί σε εθνικό επίπεδο), δεν περιλαμβάνει το βασικό δικαίωμα σε κάθε δημοκρατία: το συλλογικό δικαίωμα. Το δικαίωμα, δηλαδή, συμμετοχής εκεί όπου παίρνονται οι αποφάσεις.

Ευρωπαϊκή ιθαγένεια

Η δυσκολία της δημιουργίας ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτικού ζητήματος, εξαιτίας όσων διαφοροποιούν τα έθνη κάθε χώρας μέλους της ΕΕ, ενισχύεται σήμερα από την έντονη μετανάστευση που προέρχεται από άλλες ηπείρους, η οποία οδηγεί σε βαθύτερες εθνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές ετερογένειες. Η ρίζα του ρατσισμού, εντοπίζεται στην ανασφάλεια που προκάλεσε η οικονομική κρίση και στις ανισότητες που διευρύνθηκαν […] Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πιο ακραίες φωνές εναντίον των μεταναστών προέρχονται από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, χώρες που ακόμα βιώνουν το τραύμα της ριζικής ανατροπής του συστήματος, εκθέτοντας τους λαούς στην πιο αδυσώπητη μορφή του καπιταλισμού.
Πολλά έχουν ειπωθεί για τα έκτακτα μέτρα που πρέπει να παρθούν για να αντιμετωπίσουν τις μεταναστευτικές ροές […] Λίγες όμως είναι οι σκέψεις που αφορούν τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, όταν γίνει αντιληπτό πως η πλειονότητα των μεταναστών αυτών ήρθε για να μείνει (δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και αγαθών χωρίς την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων). Άλλωστε, πλέον οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί παρουσιάζουν έντονη κινητικότητα: όλο και περισσότεροι –ως επί το πλείστον υψηλών προσόντων- νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις γενέτειρές τους για να βρουν δουλειά σε μια άλλη χώρα (στον ιταλικό νότο αυτοί οι νέοι ξεπερνούν τον αριθμό των μεταναστών).
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, είναι απαραίτητο να επαναδιατυπώσουμε την έννοια της ιθαγένειας, στο πλαίσιο μιας «πολλαπλής ιθαγένειας» που διατηρεί τις ρίζες των ανθρώπων εισάγοντας μια ευρωπαϊκή διάσταση, από τη στιγμή που ο καθένας ζει σε ευρωπαϊκό έδαφος, ανεξάρτητα από το σε ποια χώρα μένει. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν ώστε οι άνθρωποι να νιώσουν πολίτες και ως εκ τούτου μέρος αυτού του κοινού αγαθού που ονομάζεται Ευρώπη και δεν προσδιορίζεται απλώς γεωγραφικά/γραφειοκρατικά.

Πώς να σώσουμε την Ευρώπη

Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητο πρώτα από όλα να αποκαλούμε τους μετανάστες «νέο-Ευρωπαίους» και όχι ως «υπηκόους τρίτων χωρών», προκειμένου να εδραιώσουμε την ιδέα ότι η Ευρώπη είναι μια κοινότητα. Ο όρος «κοινό» είναι επίσης σημαντικός, διότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης όπου ο καθένας συναλλάσσεται με τον οποιοδήποτε, η ιδέα μιας κοινής αγοράς –που θα φαινόταν ενδεχομένως μια καλή ιδέα τη δεκαετία του ’50- είναι πια κενή νοήματος. Επομένως, είτε θα απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα «γιατί Ευρώπη;» είτε θα επικρατήσει η αδράνεια. Και βλέπουμε να επανεμφανίζεται ακριβώς η ψευδαίσθηση των «μικρών πατρίδων» .
Ακόμα, πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που έχει χαθεί πια το ενδιαφέρον για μια Ε.Ε., είναι το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει χάσει τη μοναδικότητά της και έχει μετατραπεί σε ένα τμήμα της παγκόσμιας αγοράς. Αναφέρομαι στα μεταπολεμικά εθνικά συντάγματα και συστήματα πρόνοιας, που στηρίχθηκαν στη μη αγιοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας και στη μη δαιμονοποίηση του δημοσίου. Έχω, επίσης, κατά νου όσα περιέγραψε ο Καρλ Μαρξ στη «Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας»: τη διακριτική απόσταση ανάμεσα στην κοινωνία και την εμπορευματοποίηση όλων των πτυχών της ζωής […] Για να αποδείξουμε την ακρίβεια της μαρξικής αυτής παρατήρησης, ας δούμε το παράδειγμα της γαστρονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωκοινοβουλίου αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει ως αναφορά στον ορισμό της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Κατά την πρώτη μαζική αντιπαγκοσμιοποιητική διαδήλωση, που έγινε κατά τη διάρκεια της Συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ το 1999, ο Ζοζέ Μποβέ έγινε σύμβολο του κινήματος [ΣτΜ συνελήφθη και φυλακίστηκε επί 44 μέρες για την καταστροφή καταστήματος Μακ Ντόναλντς σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα]. Συμβόλιζε την ιδέα της ευρωπαϊκής περηφάνειας για τις χιλιάδες ποικιλίες τυριού, όταν οι αγορές ασκούσαν πίεση για πιστοποίηση: ένας τρόπος παγιοποίησης ενός ενιαίου γαλακτοκομικού προϊόντος.
Εάν αυτό το μοντέλο και οι αξίες του διαλυθούν, η Ευρώπη χάνει το λόγο ύπαρξής της. Προκειμένου να σώσουμε την Ευρώπη, πρέπει να αναλάβουμε πολιτική και πολιτιστική δράση και όχι οικονομική. Φυσικά, η κινητοποίηση των ακτιβιστών μας για μια διαφορετική Ευρώπη δεν είναι εύκολη, ούτε η ίδια η μάχη είναι εύκολη. Ωστόσο, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καθένας μόνος του το μόνο που θα καταφέρει είναι να χαθεί σε αυτό τον απέραντο ωκεανό […]
Παρότι υπάρχει ακόμα ελπίδα αποκατάστασης κάποιου είδους δημοκρατίας στην εποχή μας, αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συμβεί σε παγκόσμιο επίπεδο –είναι αδιανόητο να υπάρξουν παγκόσμιοι δημοκρατικοί θεσμοί- αλλά μονάχα αν το επιχειρήσουμε σε μακρο-περιφέρειες. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη ενδεχομένως είναι το πρόσφορο έδαφος για να φτιάξουμε ένα τέτοιο θεσμό, παρά τα ελαττώματά της, καθώς –όπως τονίζει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ- είναι η πιο πλούσια περιοχή σε κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, που είναι αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας αγώνων και επαναστάσεων. Σύμφωνα με την κριτική σκέψη του Γκράμσι, η σοσιαλδημοκρατική παράδοση έχει ένα κοινό με το κομμουνιστικό εργατικό κίνημα: τον κρατισμό. Πρόκειται για μια εμμονή στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, είτε μέσα από τις κοινοβουλευτικές εκλογές είτε μέσα από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων, την ίδια στιγμή που υποτιμάται η δύναμη της κοινωνίας. Και στην περίπτωσή μας αυτό ισχύει. Αυτή η παρατήρηση ισχύει και στην περίπτωση της Ευρώπης, με την αριστερά να έχει στραμμένο το βλέμμα της στις Βρυξέλλες και όχι στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Κατά την άποψή μου, είναι κρίσιμο να ασχοληθούμε με την ευρωπαϊκή κοινωνία και να εστιάσουμε στην οικοδόμηση φορέων αλλαγής σε αυτό το επίπεδο.

Luciana Castellina

Πηγή: Η Εποχή