Macro

15
11

Τουρκία: Ποιοι θέλουν να «εξαφανίσουν» τον Κεμάλ;

Το ίδιο το Κράτος και η κυβέρνηση έστησαν αυτήν τη λατρεία της προσωπικότητας. Αλλά τα τουρκικά λαϊκά στρώματα σέβονται, επίσης, αυτόν τον «ηγέτη που έσωσε τη χώρα». Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς εκτιμά πολύ τον Μουσταφά Κεμάλ και τον αντιμετωπίζει ως έναν Μεγάλο Επαναστάτη. Υπάρχουν, ωστόσο, τέσσερις τουλάχιστον ομάδες που αποτελούν εξαίρεση στον αγώνα εγκωμιασμού του Ατατούρκ: - Οι Κούρδοι, διότι υπήρξαν μεγάλες επιχειρήσεις (1925 και 1937) «κάθαρσης» κατά των Κούρδων, επί θητείας ήδη του Ατατούρκ ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι σημερινοί Κούρδοι ουδόλως συμφωνούν με τις εθνικιστικές ή ακόμη και ρατσιστικές θέσεις της κεμαλικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της θέσης και της εφαρμογής του Έθνους-Κράτους που αρνείται ακόμη και την ύπαρξη των Κούρδων. - Οι Ισλαμιστές, διότι ο Ατατούρκ είχε αγωνιστεί με αποφασιστικό τρόπο κατά της ισλαμιστικής αντίδρασης. Είχε απαγορεύσει τις ισλαμικές αιρέσεις, τα ιδιωτικά ισλαμικά σχολεία (μεντρεσέδες). Ένθερμος υπερασπιστής και αρχιτέκτονας της τουρκικού τύπου κοσμικότητας, ο Ατατούρκ εγκωμίαζε την Επιστήμη έναντι της προπαγάνδας της Πίστης. - Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Ο Μουσταφά Κεμάλ πίστευε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε εξαιτίας των μη τουρκικών και μη μουσουλμανικών μειονοτήτων που λειτούργησαν ως η πέμπτη φάλαγγα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρκετά εκατομμύρια Αρμένιοι, Έλληνες και Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους, σφαγιάστηκαν ή απελάθηκαν. - Τέλος, η ριζοσπαστική αριστερά, που προσπαθεί να κάνει μία ισορροπημένη αξιολόγηση, πιστεύει ότι οι πολιτικές αδυναμίες του Ατατούρκ υπερτερούν των προσόντων του. Αντιπροσωπεύοντας τις άρχουσες τάξεις, ο Ατατούρκ, σύμφωνα με τη μαρξιστική αριστερά, σκότωσε τους κομμουνιστές ηγέτες της εποχής, ήξερε πώς να κάνει τακτικές συμμαχίες με τις ξένες δυνάμεις και δεν ήταν ισχυρός υπερασπιστής της Δημοκρατίας.
15
11

Και ξαφνικά, το ασυνήθιστο

Φραντς Κάφκα «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης», μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις η βαλίτσα, 2021 Ο Μπλούμφελντ είναι μια ημιτελής ιστορία. Μια ιστορία που ο Κάφκα άρχισε να γράφει τον Φεβρουάριο του 1915 και από την οποία υπάρχουν, έχουν απομείνει, δύο σεκάνς, δύο σύντομες σκηνές που εκτυλίσσονται η μία στο σπίτι και η άλλη στον χώρο της εργασίας του πρωταγωνιστή: «οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής στην εισαγωγή του στο βιβλίο.
15
11

Γιώργος Κυρίτσης: Δεν καταλαβαίνουν τίποτα

Το γεγονός όμως ότι ζούμε σε επανάληψη την περσινή τραγωδία σαν καρμπόν θα πρέπει να μας προβληματίσει. Ξεκινάει πάλι από τη Θεσσαλονίκη, ίδιες μέρες, ίδιες γιορτές, ίδιες προειδοποιήσεις, ίδιο τραγικό αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη ελπίζοντας σε σωστό αποτέλεσμα. Μέχρι την περασμένη Πέμπτη, η εικόνα που είχε και εξέπεμπε ο πρωθυπουργός ήταν ότι η πανδημία δεν είναι σε έξαρση και το ΕΣΥ δεν πιέζεται. Δεν είχαν δηλαδή ο ίδιος και το επιτελείο του καμία συναίσθηση της πραγματικότητας, λίγα εικοσιτετράωρα μόνο πριν τα ρεκόρ κρουσμάτων και τους νεκρούς σε ράντζα στα νοσοκομεία. Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Διότι είναι διαφορετικό να ξέρεις ότι ο Μητσοτάκης και οι συν αυτώ δεν ενισχύουν το ΕΣΥ επειδή θέλουν να το δώσουν σε ιδιώτες και δεν ξοδεύει λεφτά για σχολεία και λεωφορεία γιατί θέλει να ’χει για φοροαπαλλαγές στους πλούσιους. Και τελείως διαφορετικό να ξέρεις, να διαπιστώνεις ότι, εκτός όλων των άλλων, δεν έχουν καν επαφή με την πραγματικότητα και δεν ξέρουν πού τους πάνε τα τέσσερα. Στην πρώτη περίπτωση, διατηρείς την ελπίδα ότι μπροστά στην καταστροφή μπορεί να παραμερίσουν για λίγο την ατζέντα τους και να κάνουν μερικά πράγματα. Στη δεύτερη περίπτωση, κάνεις απλά το σταυρό σου, περιμένεις και ελπίζεις.
15
11

Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ: Ένα πολιτικό και στρατιωτικό φιάσκο

Στα μέσα Μαΐου του 1965, περίπου δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, που προκάλεσε αναβρασμό στην πολιτική ζωή της χώρας, ένα υποτιθέμενο πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο ήρθε να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο, το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα και να οδηγήσει τελικά στην στην αποστασία του 1965: η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Ο ΑΣΠΙΔΑ (αρκτικόλεξο της φράσης «Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατίαν, Αξιοκρατίαν») επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση, στελεχωμένη από εν ενεργεία αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, η οποία δήθεν τελούσε υπό την καθοδήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου, γιού του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Όταν ξεκίνησαν οι ανακρίσεις για εμπλοκή πολιτικών προσώπων, ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε με επιμονή και πάθος ότι είχε οποιαδήποτε επαφή ή σχέση με την εν λόγω οργάνωση, καταγγέλλοντας «σκευωρία και πλεκτάνη εις βάρος του από ντόπια και ξένα κέντρα». Στο βιβλίο του «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα» (σελ 217-225) ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρει πως πρώτη φορά άκουσε το όνομα της οργάνωσης τον Μάιο του 1965 από τον πατέρα του.
15
11

Σία Αναγνωστοπούλου: Σταγόνες μνήμης για μια βεβιασμένη συμφιλίωση

Ερώτημα πρώτο λοιπόν: αποδίδει η ταινία «Καλάβρυτα 1943» τη φρίκη του ναζισμού; Σε καμιά περίπτωση δεν την αποσιωπά ή την αποκρύπτει. Όμως δεν την φωτίζει με αμετάκλητο τρόπο. Και αυτό νομίζω –τουλάχιστον στα μάτια ενός ιστορικού- είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της ταινίας. Η ένταση του αμετάκλητου, του αδιαπραγμάτευτου, του ανείπωτου λείπει. Δεν φταίει όμως για αυτό το αφηγηματικό στοιχείο του «καλού αυστριακού ναζί» που ανοίγει την πόρτα του σχολείου για να σωθούν οι γυναίκες και τα κορίτσια, που παρεισφρέει στην ταινία. Το αμετάκλητο, το αδιαπραγμάτευτο, της ναζιστικής φρίκης δεν έχει μελοδραματικότητα. Έχει δραματικότητα. Έχει ένταση, τρόμο και απέραντη απελπισία. Δεν αποδίδονται στην ταινία αυτά. Μόνο στο «θεϊκό» πρόσωπο του Μαξ Φον Σίντοφ, που γεμίζει την οθόνη –δυστυχώς σε ελάχιστες στιγμές- αποτυπώνεται όλος ο πόνος από την απίστευτη τραγωδία. Αποτυπώνεται το ανείπωτο! Σε καμιά άλλη περίπτωση, ούτε στην εκτέλεση των αντρών και των αγοριών, ούτε στην αναζήτηση των δικών τους νεκρών από τις γυναίκες μέσα στο σωρό των εκτελεσμένων στο λόφο του μαρτυρίου. Και εδώ κατά τη γνώμη μου εντοπίζεται ένα παράθυρο διαπραγμάτευσης της φρίκης στην ταινία: περισσότερη ένταση έχει η σκηνή όταν ο «καλός ναζί» ανοίγει με το πόδι του την πόρτα του σχολείου, παρά οποιαδήποτε άλλη σκηνή φρίκης. Ερώτημα δεύτερο: προσπαθεί η ταινία να παραχαράξει και να αναθεωρήσει την Ιστορία; Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η, συνειδητή τουλάχιστον, πρόθεση των συντελεστών της. Έχει τα πάντα η ταινία για να την καθιστά αξιόπιστη ιστορικά. Και το τραγικό γεγονός του Ολοκαυτώματος, και την ιστορική και ηθική νομιμότητα των αποζημιώσεων και τον επιζήσαντα πρωταγωνιστή (Μαξ Φαν Σίντοφ) που μαρτυρά το παρελθόν. Δεν έχει μόνο αυτά όμως. Έχει και τα άλλα. Το παρόν, το σήμερα, που συνδιαλέγεται με το παρελθόν κατεξοχήν μέσα από την πρωταγωνίστρια. Από τη Γερμανίδα, δικηγόρο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που τελικά πείθεται, χάρη στη μαρτυρία του επιζήσαντα και στα αρχεία που μελετά, για τη βασιμότητα των αποζημιώσεων. Έχει επίσης και την «ουρά» του «καλού ναζί»: τη γυναίκα του που βεβαιώνει ότι αυτός ήταν «καλός». Αυτό το πήγαινε-έλα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, χωρίς καμιά ένταση ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, όπου και στους δύο χρόνους οι δυνατοί σύνδεσμοι είναι ο «καλός ναζί» και η μεταστραφείσα δικηγόρος –πολύ λιγότερο ο επιζήσας πρωταγωνιστής- καθιστά την Ιστορία επίπεδη, χωρίς τις αιχμές της και τις τραγικές γωνίες της. Αυτό που μένει τελικά –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- είναι μια ταινία «βεβιασμένης συμφιλίωσης» του παρελθόντος με το παρόν, με όλα τα αφηγηματικά στοιχεία που αυτή η συμφιλίωση παρελθόντος-παρόντος απαιτεί. Αυτό είναι το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου: η «βεβιασμένη συμφιλίωση», η κακοχωνεμένη, σχεδόν αποϊστορικοποιημένη πρόσληψη του παρελθόντος σε ένα παρόν που τα καθιστά όλα αποσπασματικές «σταγόνες μνήμης», και όχι ένα συνεκτικό, ορμητικό «ποτάμι επίγνωσης» του ανείπωτου.
15
11

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Εθνικοί σαμποτέρ όσοι επικρίνουν τη ΝΔ

Η ομιλία του κ. Μητσοτάκη δεν τελείωσε με την υπεράσπιση της κυβερνητικής αποτυχίας. Αφιέρωσε το τελευταίο τρίτο σχεδόν του χρόνου του, για να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, «το κόμμα του ψέματος, που λέει όχι σε όλα και ναι στο τίποτα». Απαραίτητο συμπλήρωμα μιας τακτικής, που έχει απόλυτη ανάγκη τον μηδενισμό και τη συκοφάντηση της αντιπολίτευσης, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να πείσει. Αν είχε μείνει σ’ αυτά, θα είχαμε απλά μια θλιβερή επανάληψη γνωστών ισχυρισμών. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, φαίνεται ότι πραγματικά ανησυχεί σοβαρά, γιατί θεώρησε ότι πρέπει να ενισχύσει την άμυνά του με όπλα από τη φαρέτρα τού μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς. Χαρακτήρισε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «υγειονομικό, κοινωνικό και εθνικό σαμποτέρ». Λόγια ζυγισμένα, από γραπτό κείμενο, όχι εν θερμώ ειπωμένα. Ας αναζητήσουν οι γλωσσολόγοι τις διαφορές από τους «εθνικούς μειοδότες» ή «προδότες» και οι ιστορικοί από τους καταδικαζόμενους άλλοτε με το «νόμο περί κατασκοπίας». Δικό μας χρέος, πάντως, είναι να τα κρίνουμε όλα αυτά πολιτικά, σαν ένα βήμα ακόμα στην κατηφορική σκάλα του ερεθισμού και της θώπευσης των εθνικιστικών αντανακλαστικών, καθώς και του αποκλεισμού της Αριστεράς από το πάνθεον των «εθνικών δυνάμεων» –και όποιου άλλου παραστεί ανάγκη– όταν απειλείται η κυριαρχία της Δεξιάς. Αν, μάλιστα, συνδυάσουμε το γεγονός αυτό με την καλά παιγμένη «εθνική έκρηξη» του κ. Μητσοτάκη στην ερώτηση της ανταποκρίτριας ξένου τύπου (οι ερωτήσεις όσων περνούν την πόρτα του Μαξίμου, συνήθως δεν είναι άγνωστες στους αποδέκτες τους) και τις κατηγορίες για «φιλοτουρκισμό» που ακολούθησαν από τους αεί πρόθυμους, ταιριάζουν όλα γάντι σε μια ενορχήστρωση με βασικό «μουσικό» θέμα το ζωογόνο για τη Δεξιά και καταστροφικό για τον τόπο διχασμό σε «εθνικόφρονες» και «εαμοβούλγαρους». Θα προσθέσουμε στο ήδη σκοτεινό φόντο του σκηνικού την τροπολογία για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, που προνοεί για ένα σιωπητήριο κατευναστικό των κυβερνητικών ανησυχιών. Ούτε απέναντι σ’ αυτό τον κατήφορο δεν γίνεται να συμπαραταχθεί η δημοκρατική αντιπολίτευση;
15
11

Τα μηνύματα του Πολυτεχνείου παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ

Τα μηνύματα του Πολυτεχνείου του ’73 παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ, τη στιγμή που η κυβέρνηση με το νέο θεσμικό πλαίσιο βάζει την αστυνομία στα πανεπιστήμια, καθώς και την τοποθέτηση καμερών επιτήρησης, δημιουργώντας ένα κλίμα αστυνομοκρατίας και εκφοβισμού, τόσο στη φοιτητική κοινότητα, όσο και στους εργαζόμενους σε αυτά, κάνοντάς τα να θυμίζουν περισσότερο αναμορφωτήρια, παρά πανεπιστήμια και δίνει έτσι το λανθασμένο μήνυμα προς την κοινωνία ότι σε αυτά δεν πραγματοποιείται διδασκαλία και έρευνα, αλλά εγκληματικές ενέργειες, υποβαθμίζοντας για ακόμη μια φορά το κύρος τους.
15
11

Νίκος Φίλης: Εκ παραδρομής… Δεξιά!

Η δήθεν «εκ παραδρομής» κλήση του συντρόφου βουλευτή Παυλος Πολακης να δώσει ανωμοτί κατάθεση στο τμήμα... «Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος» μετά από εισαγγελική παραγγελία, φανερώνει πολλά. Το να μιλάει σήμερα η Εισαγγελία Πρωτοδικών για «σφάλμα» δεν αποτελεί -φυσικά- δικαιολογία αλλά υποκρισία και ειρωνεία πεταμένη στα μούτρα των συνταγματικών θεσμών. Δεν υπάρχει ιεραρχία εκεί στην Εισαγγελία; Δυο μάτια μόνο βλέπουν τέτοια έγγραφα πριν «φύγουν»; Γιατί είναι δεδομένο, ότι όχι ο πιο άπειρος εισαγγελέας, αλλά ακόμα και ο τελευταίος τροχός στο διοικητικό προσωπικό της Εισαγγελίας έπρεπε να γνωρίζει ότι μια τέτοια κλήση ήταν παράνομη και δεν έπρεπε ποτέ να έχει εκδοθεί. Ποιο μήνυμα επιχείρησαν να στείλουν; Αλλιώς, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τόσο αστοιχείωτος εισαγγελέας, τι τον έχουμε να υπηρετεί; Ποιους άλλους, που δεν είναι δημόσια πρόσωπα και δεν προστατεύονται από το Κοινοβούλιο, θα χαντακώσει αύριο; Ποια είναι η κατάλληλη διοικητική ποινή και πότε θα ενημερωθούμε ότι επιβλήθηκε; Μήπως, έστω, επιστροφή στα θρανία του Συνταγματικού Δικαίου; Και ποιος στην ΕΛΑΣ παρέλαβε και πρωτοκόλλησε την παραγγελία; Γιατί δεν την επέστρεψε αμέσως ως μη νόμιμη; Δεν γνωρίζουν τους νόμους ούτε στην ΕΛΑΣ; Στην πραγματικότητα, η κλήση εκδόθηκε μια μέρα αφότου η Βουλή ψήφισε το άθλιο άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα, που ανοίγει το δρόμο για δίωξη πολιτών όταν... με «ψευδείς ειδήσεις» προκαλούν «ανησυχία» (!) στο λαό για την αμυντική ικανότητα ή την οικονομία της χώρας! Δηλ. ένας άλλος εισαγγελέας μπορεί να αποφασίζει ότι όποιος πχ. επισημαίνει σήμερα ότι η κυβέρνηση οδηγεί τη χώρα γραμμή σε νέα πτώχευση και μνημόνια, μπορεί να διώκεται! Και την ίδια στιγμή που σε ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης ανακήρυξε τον ΣΥΡΙΖΑ «υγειονομικό, κοινωνικό και εθνικό σαμποτέρ»! Να περιμένουμε λοιπόν βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τις διώξεις μας! Πρόκειται για την «καλή», παλιά Νέα Δημοκρατία, που όσο και να ξεπλένεται από τα μισά ΜΜΕ, δεν ξεχνά τις σημαίνει μαύρη, ΚΑΤΑΜΑΥΡΗ Δεξιά.
15
11

Αννέτα Καββαδία: Ο καθείς και τα όπλα του

Η κυβέρνηση, λοιπόν, έκανε τις επιλογές της, αρνούμενη οποιαδήποτε πρόταση συνεννόησης και χρησιμοποιώντας την πανδημία ως πρόσχημα για την ανελαστική εφαρμογή των πολιτικών της. Απέναντι σε αυτές τις επιλογές απαιτείται μια συντονισμένη αντίδραση, ένα αρραγές μέτωπο σύσσωμου του δημοκρατικού κόσμου, προκειμένου να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται. Είναι τέτοιο το μέγεθος και η ταχύτητα της κρίσης, παρούσας και επερχόμενης, που η αναζήτηση των αιτίων και οι παρελθοντικές συζητήσεις για το πώς φτάσαμε ως εδώ, δεν αρκούν. Αυτό που προέχει είναι η ανατροπή των δεδομένων. Ένα πλάνο κοινής δράσης με την εμπλοκή όλων: πολιτικών δυνάμεων, πολιτών, τοπικής αυτοδιοίκησης, συνδικαλιστικών οργανώσεων. Που θα πιέσουν επίμονα, συστηματικά, ασφυκτικά την κυβέρνηση και θα την αναγκάσουν σε αλλαγή ρότας. Έχει σημασία οι αριστερές, κομμουνιστικές, δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και με συγκεκριμένες προτάσεις να δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο πίεσης γύρω από την κυβέρνηση. Το αίτημα, για παράδειγμα, ανακατανομής πόρων στο δημόσιο σύστημα υγείας –πού ακούστηκε, σε καιρό πανδημίας, να προβλέπονται στον προϋπολογισμό του 2022 900 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα για την υγεία, αλλά και να απασχολούνται περίπου 2.500 λιγότεροι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ απ’ ό,τι στην αρχή της πανδημίας– ή τα άμεσα μέτρα αποσυμφόρησης εκεί όπου συνωστίζονται μεγάλες ομάδες πληθυσμού, οφείλουν να είναι επιτακτικά αιτήματα που θα τίθενται όχι μεμονωμένα, αλλά από κοινού. Το ίδιο και η έμφαση στην εμβολιαστική καμπάνια. Έγραφε ο Χ. Γεωργούλας στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» πως «αν η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει, όπως φαίνεται, την ευθύνη για την αποτροπή της ανεξέλεγκτης εξέλιξης του τέταρτου κύματος, η δημοκρατική αντιπολίτευση έχει χρέος να την υποκαταστήσει και να κινητοποιήσει τη συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης». Και είναι αλήθεια πως, σε επίπεδο εξαγγελιών τουλάχιστον, το χρέος αυτό η δημοκρατική αντιπολίτευση φαίνεται έτοιμη να το αναλάβει. Το έχει καταστήσει σαφές ο ΣΥΡΙΖΑ –τόσο με τις κατατεθειμένες προτάσεις του, όσο και με τις δηλώσεις του προέδρου του: «δεν είναι η ώρα του πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά η ώρα της ευθύνης», τονίζει σε κάθε ευκαιρία. Το καθιστά σαφές το ΚΚΕ –ήταν ενδεικτικό το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη στις 9/11: «κάλεσμα αγωνιστικής συμπόρευσης για την υγεία και τη ζωή του λαού». Το επισημαίνει χωρίς ενδοιασμούς το ΜέΡΑ25. Συνηγορεί η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Απομένει να (ξανα)κάνουν το κοινό βήμα και να δημιουργήσουν εκείνη τη δυναμική που θα ενεργοποιήσει τις αναγκαίες κοινωνικές δυνάμεις. Ας δώσουν το σήμα πως απέναντι στην ανάλγητη Δεξιά, η Αριστερά αναλαμβάνει την ευθύνη. Πώς το λέει το διαχρονικό σύνθημα; «Ο λαός θα σώσει τον λαό»…
15
11

Ντολόρες Ιμπαρούρι ή αλλιώς «Πασιονάρια»

Στις 12 Νοεμβρίου του 1987, έκλεισε τα μάτια της, σε ηλικία 93 ετών, η επαναστάτρια που για περισσότερο από μισό αιώνα γοήτευσε και ενέπνευσε με το ασυμβίβαστο πνεύμα της ανθρώπους και κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο, Ντολόρες Ιμπαρούρι, ή αλλιώς «Πασιονάρια». Όγδοη από τα έντεκα παιδιά μιας φτωχικής οικογένειας Βάσκων ανθρακωρύχων, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο σε ηλικία 15 ετών για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Το 1919 παντρεύεται τον Χουλιάν Ρουίζ, ανθρακωρύχο και συνδικαλιστή. Η φυλάκισή του ένα χρόνο αργότερα, λόγω συμμετοχής του σε μια γενική απεργία, ενέτεινε την οικονομική δυσχέρεια της οικογένειας και κινητοποίησε πολιτικά την Ιμπαρούρι. Το La Pasionaria (Λουλούδι του Πάθους) ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε στα πρώτα της άρθρα στην τοπική εφημερίδα ανθρακωρύχων El Minero Vizcaino. Το όνομα αυτό την ακολουθεί έκτοτε. Η ενασχόλησή της με την Αριστερά ξεκινάει το 1920, χρονιά που εκλέγεται στην Επαρχιακή Επιτροπή του Βάσκικου Κομουνιστικού Κόμματος. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου γίνεται συντάκτρια της αριστερής εφημερίδας Mundo Obrebo. Οι επιρροές του Μαρξ, παρά τις ρωμαιοκαθολικές καταβολές της οικογένειάς της, είναι έντονες. Σύντομα, γίνεται μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας. Η έντονη δράση της και ο φλογερός της λόγος την οδήγησαν αρκετές φορές στην φυλακή. Στις προτεραιότητές της: η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και υγειονομικής περίθαλψης των εργατών. Με το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου το 1936, ο αντιφασιστικός αγώνας αποκτά σάρκα και οστά. ¡No Pasaran! (Δεν θα περάσουν) φωνάζει και ο λαός ακολουθεί. Καλεί τις γυναίκες να πολεμήσουν με μαχαίρια και καυτό λάδι κατά της δικτατορίας. Η επιρροή του Κομουνιστικού Κόμματος αυξάνεται και η Ιμπαρούρι αποτελεί πλέον κεντρική του φιγούρα.