Macro

Μάρκο Ντ’ Έραμο: Συνοριακές γραμμές

Η ύπαρξη των συνόρων είναι ένα κρίσιμο θέμα που συνιστά αντικείμενο διχογνωμίας και εντός της Αριστεράς, δεδομένου ότι δεν συνδέεται μόνο με την θεμιτή «υπεράσπιση της πατρίδας» από εξωτερική επιβουλή (π.χ. η αντίσταση σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις), αλλά και με το ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης από τη μια χώρα στην άλλη, ειδικά στις περιπτώσεις που αυτή αφορά πρόσφυγες και μετανάστες. Στη δεύτερη περίπτωση είναι γνωστά τα αναρίθμητα εγκλήματα που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της προστασίας των συνόρων των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, από τους φτωχούς και κατατρεγμένους ανθρώπους, που φεύγουν από τις χώρες τους για να γλυτώσουν από τους πολέμους, την τρομακτική φτώχεια που φτάνει μέχρι την πείνα, ή εξ αιτίας των φυσικών καταστροφών που προκαλεί η κλιματική κρίση.

Το κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα ασχολείται με αυτό ακριβώς το θέμα των συνόρων, το οποίο συνδέεται άμεσα και με το καθεστώς απαρτχάιντ κατά των Παλαιστινίων, που έχει επιβάλλει το Ισραήλ με την ανύψωση τειχών που αποκλείουν τόσο τη λωρίδα της Γάζας όσο και την Δυτική Όχθη. Δημοσιεύτηκε στις 12 Οκτωβρίου στο μπλογκ του New Left Review (newleftreview.org/sidecar/posts/border-lines), και συγγραφέας του είναι ο ιταλός δημοσιογράφος Μάρκο Ντ’ Έραμο, πρώην συνεργάτης -για περισσότερο από τριάντα χρόνια- της εφημερίδας Il Manifesto.

Χ.Γο.

«Ο πρώτος άνθρωπος που, έχοντας περιφράξει ένα κομμάτι γης, σκέφτηκε να πει “Αυτό είναι δικό μου” και βρήκε κάποιους απλούς ανθρώπους που τον πίστεψαν, ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της κοινωνίας των πολιτών». Με αυτό το περίφημο προοίμιο από το έργο του Λόγος περί της ανισότητας (1755), ο Ρουσσώ μάς υπενθυμίζει τι κρύβεται πίσω από τον θεσμό των συνόρων και πόσο προβληματική είναι αυτή η έννοια. Αρχικά, υπάρχει η δημιουργία μιας φυσικής ασυνέχειας στο χώρο: μια γραμμή, ένα σύρμα, ένας φράχτης, ένας τοίχος. Στη συνέχεια, υπάρχει μια ανακοίνωση, μια δήλωση πως ό,τι βρίσκεται στη μία πλευρά αυτής της γραμμής είναι δικό μου. Τέλος, υπάρχει η αποδοχή αυτής της διαπίστωσης από την κοινωνία: Γίνομαι ο νόμιμος ιδιοκτήτης της γης, όταν η κοινωνία με αναγνωρίσει ως νόμιμο ιδιοκτήτη.

Με αυτόν τον τρόπο ο Ρουσσώ αποτυπώνει κάτι που έχει αποδειχθεί αμέτρητες φορές από την ιστορία: ότι τα σύνορα δεν είναι μια φυσική οντότητα, αλλά μια κοινωνική κατασκευή που διαχωρίζει το μέσα από το έξω –ένας διαχωρισμός ο οποίος, ακριβώς επειδή είναι κατασκευασμένος, μπορεί να μεταβληθεί, να εξαφανιστεί και να επανεμφανιστεί. Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα τόσο ευμετάβλητο όσο τα «ιερά σύνορα της πατρίδας». Όταν κάποιος ξεφυλλίζει τους χάρτες που υπήρχαν πριν από πενήντα χρόνια αισθάνεται κάποια τρυφερότητα. Ή αισθάνεται θλίψη, όπως νιώθω εγώ κάθε φορά που ταξιδεύω μεταξύ της Ιταλίας και της Αυστρίας και σκέφτομαι τις εκατοντάδες χιλιάδες που σκοτώθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο για να μετακινήσουν ένα σύνορο που δεν υπάρχει πια∙ ή όταν διέρχομαι από την Αλσατία και την Λωρραίνη, που πέρασαν από τη γερμανική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη Γαλλία στα τέλη του 1600, στη συνέχεια από τη Γαλλία στη Γερμανία με τον πόλεμο του 1870, και πάλι από τη Γερμανία στη Γαλλία με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Φυσικά, σύνορα δημιουργούνται και εκεί όπου δεν υπήρχαν πριν, όπως στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία είναι ουσιαστικά μια συνοριακή διαμάχη για τα σύνορα της Ουκρανίας και τα σύνορα του ΝΑΤΟ. Το αναχρονιστικό πρόσημο αυτού του πολέμου, τύπου δέκατου ένατου αιώνα, οφείλεται όχι μόνο στο βάναυσο μοτίβο του πολέμου χαρακωμάτων, αλλά και στον χαρακτήρα του ως ενός συνοριακού ανταγωνισμού: ενός ανταγωνισμού που έχει πλέον φέρει ολόκληρο τον πλανήτη στα πρόθυρα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Ως κοινωνική κατασκευή, το όριο/σύνορο είναι πάντα το (προσωρινό) αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέτρο, σχεδόν απάνθρωπο σε αφαιρετικό επίπεδο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει τη βία με την οποία χαράσσεται. Το μέτρο αυτό είναι η ευθυγράμμιση. Όπου τα σύνορα είναι ελικοειδή και οδοντωτά κάθε εσοχή και προεξοχή αφηγείται μια ιστορία αιώνων ή χιλιετιών αντιπαλότητας, σύγκρουσης, συμβιβασμού, συμφωνίας. Αντίθετα, όπου τα σύνορα είναι ευθύγραμμα συνήθως δεν υπήρξε κάποια ανάλογη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο μερών, αλλά μια αυταρχική επιβολή που εκφράστηκε με γεωμετρική ακρίβεια. Ένα σχεδόν ευθύγραμμο σύνορο βορρά-νότου εκτείνεται σε μήκος χιλιάδων χιλιομέτρων μεταξύ του Καναδά και των ΗΠΑ. Ευθείες γραμμές χωρίζουν επίσης διάφορες αμερικανικές πολιτείες, ιδίως δυτικά των Απαλάχιων Ορέων, όπου οι προηγούμενοι κάτοικοι αγνοήθηκαν, η γη θεωρήθηκε «παρθένα» και οι γεωγραφικές γραμμές σχεδιάστηκαν με τον χάρακα. Το ίδιο συνέβη και σε πολλά αφρικανικά κράτη, με τη διαίρεση της Παπούα Νέας Γουινέας και με τα σύνορα μεταξύ Συρίας και Ιράκ και μεταξύ Ιράκ και Σαουδικής Αραβίας, τα οποία αποφασίστηκαν σε ένα γραφείο από δύο διπλωμάτες, τον [Βρετανό] Μαρκ Σάικς και τον [Γάλλο] Φρανσουά-Ζωρζ Πικό, επιφορτισμένους με την διχοτόμηση της υπό διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1916.

Τα σύνορα την εποχή της παγκοσμιοποίησης

Καθώς οι συνοριακές γραμμές αλλάζουν, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, το σύνορο ως θεμελιώδης θεσμός της παγκόσμιας γεωπολιτικής γίνεται όλο και πιο προβληματικό. Φαίνεται παράδοξο ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν η γη δεν είναι παρά ένας μικρός γαλάζιος πλανήτης, όταν η ανθρώπινη δραστηριότητα επεκτείνεται κάτω από τις θάλασσες, στο διάστημα και στους αιθέρες, το πρόβλημα των συνόρων φαίνεται να είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 –όταν η παγκοσμιοποίηση βρισκόταν στο ιδεολογικό της απόγειο– διαμορφώθηκε ο νέος επιστημονικός κλάδος των Μελετών των Συνόρων, από τον οποίο προέκυψαν επιστημονικά περιοδικά, συνέδρια, τάσεις, και επιμέρους επιστημονικοί κλάδοι. Στην αλλαγή της χιλιετίας, όλοι οι σημαντικότεροι κοινωνιολόγοι ασχολήθηκαν με τα «σύνορα», ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους προσανατολισμό: ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο Μανουέλ Καστέλς, η Σάσκια Σάσεν, ο Ούλριχ Μπεκ, ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν. Ενώ με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τα παραδοσιακά σύνορα έμοιαζαν ξεπερασμένα, εμφανίστηκα νέες μορφές περιχαράκωσης. Κατά την Σάσεν:

«Ένα από τα χαρακτηριστικά της σημερινής φάσης της παγκοσμιοποίησης είναι το γεγονός ότι μια διαδικασία που πραγματοποιείται εντός της επικράτειας ενός κυρίαρχου κράτους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτή είναι μια εθνική διαδικασία. Αντίθετα, το εθνικό (όπως οι επιχειρήσεις, το κεφάλαιο, ο πολιτισμός) μπορεί όλο και περισσότερο να βρίσκεται εκτός της εθνικής επικράτειας, για παράδειγμα, σε μια ξένη χώρα ή σε ψηφιακούς χώρους. Αυτός ο εντοπισμός του παγκόσμιου ή του μη εθνικού σε εθνικά εδάφη και του εθνικού εκτός εθνικών εδαφών υπονομεύει ένα βασικό δίπολο που διαπερνά πολλές από τις μεθόδους και τα εννοιολογικά πλαίσια που χρησιμοποιούνται στις κοινωνικές επιστήμες, ότι δηλαδή το εθνικό και το μη εθνικό είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα».

Πρόκειται για αυτό που ο Μπεκ αποκαλεί «παγκοσμιοποίηση εκ των έσω», όπου τα σύνορα δεν ακολουθούν πλέον τα εδαφικά όρια του έθνους, αλλά πολλαπλασιάζονται, διαφοροποιούνται και διαχωρίζονται σε τομείς. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο τα όρια της εθνότητας, του πολιτισμού ή της θρησκείας πρέπει να συμπίπτουν με εκείνα των ίδιων των κρατών:

«Όταν τα πολιτιστικά, πολιτικά, οικονομικά και νομοθετημένα σύνορα δεν συμπίπτουν πλέον δημιουργούνται αντιφάσεις μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων αποκλεισμού. Η παγκοσμιοποίηση, νοούμενη ως πλουραλισμός των συνόρων, παράγει, με άλλα λόγια, μια κρίση νομιμοποίησης της εθνικής ηθικής του αποκλεισμού … η αποδόμηση εκ των έσω του παραδείγματος των κοινωνιών που βασίζεται στο έθνος-κράτος αποδομείται εκ των έσω δημιουργεί ελεύθερο χώρο για την αναγέννηση και την ανανέωση όλων των ειδών των πολιτιστικών, πολιτικών και θρησκευτικών κινημάτων. Αυτό που πρωτίστως πρέπει να γίνει κατανοητό είναι το παράδοξο της εθνοτικής παγκοσμιοποίησης. Σε μια εποχή που ο κόσμος όλο και περισσότερο ενώνεται και γίνεται κοσμοπολίτικος, με αποτέλεσμα να αίρονται τα σύνορα και οι φραγμοί μεταξύ εθνών και εθνοτικών ομάδων, οι εθνοτικές ταυτότητες και οι διαχωρισμοί ισχυροποιούνται για μια ακόμη φορά.

Με τις επαναστάσεις στις μεταφορές, κατά τον εικοστό αιώνα, εμφανίστηκαν νέοι τύποι συνόρων. Τα αεροδρόμια αποτελούν μια ανωμαλία, δεδομένου ότι εκεί τα σύνορα δεν βρίσκονται στην άκρη της χώρας αλλά στο εσωτερικό της. Ένας από τους συνοριακούς σταθμούς του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού, στον σταθμό Gare du Nord από τον οποίο αναχωρεί το Eurostar∙ ένας άλλος βρίσκεται στο κέντρο των Βρυξελλών. Με τον Covid-19 είδαμε τη δημιουργία προσωρινών συνόρων, όπως αυτά που εμπόδιζαν τους ανθρώπους να εισέλθουν ή να εξέλθουν από τις τεράστιες μητροπόλεις της Κίνας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ενδιαφέρον να δούμε με πόση αυτοπεποίθηση οι πιο ευφυείς κοινωνικοί επιστήμονες εκείνης της εποχής παρουσίαζαν την παγκοσμιοποίηση ως μη αναστρέψιμη και, χωρίς να το παραδέχονται ανοιχτά, τοποθετούσαν τους εαυτούς τους στον εννοιολογικό ορίζοντα του «τέλους της ιστορίας» –μια έννοια που την λοιδόρησαν μεν κατά κόρον αλλά σιωπηρώς την υιοθέτησαν. Την ώρα που εκείνοι κατέγραφαν την ανοδική πορεία της «παγκοσμιοποίησης εκ των έσω», την απόλυτη κοσμοπολιτικοποίηση της ανθρώπινης κοινωνίας, η αποπαγκοσμιοποίηση περίμενε ήδη στα παρασκήνια – έτοιμη να εκδηλωθεί με τα διαδοχικά σοκ του Brexit, του Τραμπ, της Covid-19, του πολέμου στην Ουκρανία και της οικονομικής απεξάρτησης από την Κίνα. Εν τω μεταξύ, τα σύνορα του χθες ετοιμάζονταν να πάρουν την εκδίκησή τους, με την αρχαιότερη και πιο μυθική μορφή: αυτήν του τείχους, όπως το Τείχος του Αδριανού1 ή το Σινικό Τείχος της Κίνας. Βέβαια, τα φράγματα- από μπετόν, κιγκλιδώματα ή συρματοπλέγματα-δεν σταμάτησαν ποτέ να υψώνονται. Ο παρακάτω κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός:

– 1953: ένα τείχος 4 χιλιομέτρων μεταξύ Νότιας και Βόρειας Κορέας,

– 1959: μια γραμμή πραγματικού ελέγχου 4.057 χιλιομέτρων μεταξύ Ινδίας και Κίνας,

– 1969: ειρηνευτικές γραμμές 13 χιλιομέτρων στην Ιρλανδία μεταξύ καθολικού Μπέλφαστ και προτεσταντικού Μπέλφαστ,

– 1971: γραμμή ελέγχου 550 χιλιομέτρων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν για τη διαίρεση του Κασμίρ,

– 1974: μια πράσινη γραμμή 300 χιλιομέτρων μεταξύ ελληνικών και τουρκικών περιοχών της Κύπρου,

– 1989: ένα όριο 2.720 χιλιομέτρων μεταξύ Μαρόκου και Δυτικής Σαχάρας,

– 1990: ένα τείχος 8,2 +11 χιλιομέτρων μεταξύ των ισπανικών θύλακων Θέουτα και Μελίλια2 και του Μαρόκου για την παρεμπόδιση της μετανάστευσης,

– 1991: ένα φράγμα 190 χιλιομέτρων μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ,

– 1994: ένα τείχος 1.000 χιλιομέτρων στην Τιχουάνα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικού.

Όμως η παγκοσμιοποίηση δεν έκανε τίποτα για να περιορίσει τη μανία της ύψωσης τειχών, το αντίθετο μάλιστα:

– 2003: 482 χιλιόμετρα μεταξύ Ζιμπάμπουε και Μποτσουάνα,

– 2007: 700 χιλιόμετρα μεταξύ Ιράν και Πακιστάν,

– 2010: 230 χιλιόμετρα μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ,

– 2014: 30 χιλιόμετρα μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας,

– 2013: 1.800 χιλιόμετρα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Υεμένης,

– 2015: 523 χιλιόμετρα μεταξύ Ουγγαρίας και Σερβίας,

– 2022: 550 χιλιόμετρα μεταξύ Λιθουανίας και Λευκορωσίας,

– 2022: 183 χιλιόμετρα μεταξύ Πολωνίας και Λευκορωσίας.

Για να μην αναφέρουμε τις ναυτικές οχυρώσεις για την αποτροπή της αποβίβασης μεταναστών από τη θάλασσα.

Η διαστροφή της χάραξης εσωτερικών συνόρων στο Ισραήλ

Η χώρα που ίσως αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για το επίπεδο εκλέπτυνσης –στην πραγματικότητα, για το επίπεδο διαστροφής– στο οποίο έχουν οδηγηθεί τα σύνορα, είναι το Ισραήλ. Ιδού πώς περιγράφει ο Εγιάλ Βάιζμαν3 το ειρηνευτικό σχέδιο του Κλίντον για την διχοτόμηση της Ιερουσαλήμ:

64 χιλιόμετρα τείχους θα χώριζαν την πόλη σε δύο αρχιπελαγικά συγκροτήματα κατά μήκος των εθνικών οριοθετήσεων. Σαράντα γέφυρες και σήραγγες θα συνέδεαν αυτές τις απομονωμένες γειτονιές-θύλακες. Η πρόταση του Κλίντον συνεπαγόταν επίσης ότι ορισμένα κτίρια στην Παλιά Πόλη θα διχοτομούνταν καθέτως μεταξύ των δύο κρατών, με το ισόγειο και το υπόγειο να έχουν είσοδο από την περιοχή της μουσουλμανικής συνοικίας και να χρησιμοποιούνται από παλαιστίνιους καταστηματάρχες που υπάγονται στο παλαιστινιακό κράτος, ενώ οι επάνω όροφοι να έχουν είσοδο από την περιοχή της εβραϊκής συνοικίας και να χρησιμοποιούνται από Εβραίους που υπάγονται στο εβραϊκό κράτος.

Εν ολίγοις, η προτεινόμενη λύση ήταν η δημιουργία ενός de facto αεροδρομίου, με τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις να βρίσκονται σε δύο διαφορετικούς ορόφους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ο καθένας με τη δική του είσοδο και έξοδο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το σύνορο δεν είναι μια γραμμή σε ένα δισδιάστατο επίπεδο, όπως εμφανίζεται σε έναν χάρτη, αλλά μια δραστική διχοτόμηση σε έναν τρισδιάστατο χώρο, του οποίου η πολυπλοκότητα μπορεί να είναι δαιδαλώδης.

Όμως, η συγκεκριμένη επινόηση ήταν πιο εντυπωσιακή στην περίπτωση της κατασκευής του τείχους μήκους 730 χιλιομέτρων που χωρίζει τους εβραϊκούς οικισμούς από τα παλαιστινιακά εδάφη, το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται το 2002. Ο Βάιζμαν αφιερώνει ένα κεφάλαιο του υπέροχου βιβλίου του Hollow Land (2007) σε αυτό το τείχος και τις συνέπειές του. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές της διχοτόμησης πρέπει να συνεχίσουν να αλληλεπιδρούν, το πρόβλημα για τους ισραηλινούς σχεδιαστές είναι πώς να συμβιβάσουν αυτή την αλληλεπίδραση με την απομόνωση. Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για έναν αυτοκινητόδρομο που πρέπει να εξυπηρετεί και τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους.

Στο κέντρο του δρόμου υπάρχει ένας ψηλός τσιμεντένιος τοίχος, ο οποίος τον χωρίζει σε δύο λωρίδες, την ισραηλινή και την παλαιστινιακή. Εκτείνεται σε τρεις γέφυρες και τρεις σήραγγες πριν καταλήξει σε έναν πολύπλοκο ογκώδη κόμβο που υψώνεται προς τον ουρανο, διοχετεύοντας χωριστά τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους σε διαφορετικές ελικοειδείς αερογέφυρες που τελικά τους προσγειώνουν στις δύο πλευρές του Τείχους. Αναδύθηκε ένας νέος τρόπος φαντασίας του χώρου. Έχοντας κατακερματίσει την επιφάνεια της Δυτικής Όχθης με τείχη και άλλα εμπόδια, οι Ισραηλινοί σχεδιαστές προσπαθούν στη συνέχεια να την συνθέσουν ως δύο ξεχωριστές αλλά επικαλυπτόμενες εθνικές γεωγραφίες – δύο εδαφικά δίκτυα που συμπίπτουν στην ίδια περιοχή στις τρεις διαστάσεις, χωρίς να χρειάζεται να διασταυρώνονται ή να συναντιούνται.

Μπροστά σε μια τέτοια διανοητική διαστροφή, πρέπει να επιστρέψουμε σε εκείνον τον μυθικό άνθρωπο που πρώτος περιέφραξε ένα κομμάτι γης και να διαβάσουμε την αντίδραση του Ρουσσώ σε αυτή την ιδρυτική πράξη:

Από πόσα εγκλήματα, πολέμους και δολοφονίες, από πόσες φρίκες και δυστυχίες, θα μπορούσε κάποιος να σώσει την ανθρωπότητα, αν έβγαζε τους πασσάλους, έκλεινε το χαντάκι και φώναζε στους γύρω του: «Προσέξτε, μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα∙ θα καταστραφείτε αν ξεχάσετε έστω και μια φορά ότι οι καρποί της γης ανήκουν σε όλους μας και η ίδια η γη σε κανέναν».

Μετάφραση – επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

Σημειώσεις του Επιμελητή:

1. To Τείχος του Αδριανού ήταν αμυντική οχύρωση στη ρωμαϊκή επαρχία της Βρετανίας. Η οχύρωση άρχισε να κατασκευάζεται το 122 μ. Χ., επί της βασιλείας του Αδριανού, και λειτουργούσε ως το βόρειο όριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

2. Οι υπό ισπανική κυριαρχία πόλεις Θέουτα και Μελίλια βρίσκονται στο βόρειο μέρος των μεσογειακών ακτών του Μαρόκου.

3. Ο Εγιάλ Βάιζμαν είναι βρετανός αρχιτέκτονας ισραηλινής καταγωγής, καθηγητής στο Γκόλντσμιθς, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και διευθυντής της ανεξάρτητης, πολυεθνικής και διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας Forensic Architecture που εδρεύει στο ίδιο πανεπιστήμιο, η οποία διερευνά με αρχιτεκτονικά μέσα τα πολιτικά, περιβαλλοντικά εγκλήματα και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Marco D’Eramo

Η ΕΠΟΧΗ