«Δυο χρόνια πριν φύγει από το σπίτι, ο πατέρας μου είπε στη μητέρα μου ότι ήμουν πολύ άσχημη. […] Αγαπούσα πολύ τον πατέρα μου, σ’ όλη του ζωή ήταν ευγενής άνθρωπος. Οι εκλεπτυσμένοι τρόποι του ταίριαζαν απόλυτα με το λεπτοκαμωμένο κορμί του. […] Το πρόσωπό του είχε λεπτά χαρακτηριστικά και τίποτα […] δεν αλλοίωνε την αρμονία. Πάντα, μου μιλούσε κεφάτος, όποια κι αν ήταν η δική του ή η δική μου διάθεση, και δεν κλεινόταν ποτέ στο γραφείο του –μια ζωή μελετούσε– αν δεν μου εκμαίευε τουλάχιστον ένα χαμόγελο». Ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου δίνονται τα σημαντικά στοιχεία για την ανάγνωσή του: η επικείμενη φυγή του πατέρα από το σπίτι σε μια πόλη σαν την Νάπολη που, όπως περιγράφεται παρακάτω, κατοικείται από πολυπληθείς οικογένειες, με άρρηκτες σχέσεις μεταξύ τους. Η κοινωνική τους τάξη, που βέβαια δεν είναι αυτή στην οποία είχε μεγαλώσει ο πατέρας, γιατί για να επισκεφτούν τους συγγενείς του έπρεπε να πάνε «κάτω, πολύ κάτω, στα έγκατα…», αλλά αυτή των αριστερών καθηγητών λυκείου που κατοικούν σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, σε μια μικρομεσαία γειτονιά, ψηλά. Νομίζω ότι σε καμία πόλη, τουλάχιστον της Ιταλίας, δεν είναι τόσο κυριολεκτικά προσδιορισμένη η ταξική κατανομή όσο στη Νάπολη: οι εύποροι ζουν επάνω, στους λόφους, οι φτωχοί και το λούμπεν προλεταριάτο κάτω, ενώ από κάτω είναι ορατή ολόκληρη η πόλη, σε ένα μοναδικό κάδρο.