Macro

Αναλαμβάνοντας την ευθύνη να προκαλείς καταστάσεις

Μπερναρντίν Εβαρίστο «Μανιφέστο – Πώς να μην τα παρατάς ποτέ», μετάφραση: Ρένα Χατχούτ, επιμέλεια: Ζωή Μπέλλα – Αρμάου, εκδόσεις Gutenberg, 2022

 

Όταν η Μπερναρντίν Εβαρίστο κέρδισε το 2019 το βραβείο Booker (εξ ημισείας με την Μάργκαρετ Άντγουντ) για το μυθιστόρημά της «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο», έγινε «διάσημη σε μια νύχτα», όπως είπε. Γεννημένη στη Βρετανία από πατέρα Νιγηριανό και μητέρα Βρετανίδα είναι η πρώτη μαύρη συγγραφέας που κέρδισε το βραβείο. Στο πολυφωνικό μυθιστόρημά της και οι δώδεκα πρωταγωνίστριες αφρικανικής ή αφρο-καραϊβικανικής καταγωγής είναι ετεροφυλόφιλες, λεσβίες, διεμφυλικά άτομα ή δεν προσδιορίζονται με κανένα φύλο, ζουν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Η συγγραφέας το έχει χαρακτηρίσει «παιάνα στις μαύρες Βρετανίδες και στα μη δυαδικά άτομα, σε όλη την προβληματική περιπλοκότητά μας», κι αν έπρεπε να χαρίσει ένα βιβλίο στο νεότερο εαυτό της θα διάλεγε αυτό γιατί από αυτό θα μάθαινε πολλά: «Χρειάστηκαν περισσότερα από σαράντα χρόνια αλλά ποτέ δεν παραιτήθηκα».

Το «Μανιφέστο – Πώς να μην τα παρατάς ποτέ», είναι το πρώτο βιβλίο της που δεν είναι λογοτεχνία ή ποίηση. Γι’ αυτό γράφει: «Σ’ αυτούς που γνώρισαν το έργο μου μόνο σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή επιτυχίας, το βιβλίο τούτο αποκαλύπτει τι χρειάστηκε για να προχωρώ και να ωριμάζω· και για σας που παλεύετε πολύ καιρό, που ίσως αναγνωρίσετε τις δικές σας ιστορίες στη δική μου, ελπίζω ότι θα αποτελέσει έμπνευση καθώς ταξιδεύετε στα δικά σας μονοπάτια προς την πραγματοποίηση των φιλοδοξιών σας. […] Ως φυλή, εμείς οι άνθρωποι, φέρουμε όλοι μέσα μας τις ιστορίες των προγόνων μας και είμαι περίεργη να μάθω με ποιον τρόπο οι δικοί μου βοήθησαν να διαμορφωθεί το άτομο και η συγγραφέας που έγινα».

 

Η ζωή της ως παιδί

 

H Εβαρίστο γεννήθηκε το 1959 και μεγάλωσε στο νότιο Λονδίνο μαζί με τα εφτά ακόμα αδέλφια της, όταν η έννοια «μαύρος Βρετανός» θεωρούταν τουλάχιστον αντιφατική κι όταν στη βρετανική Βουλή, το ’59, η αναλογία αντιπροσώπευσης ήταν μία γυναίκα προς σαράντα πέντε άντρες. Αν στο βιβλίο της αναζητήσει κανείς τα στοιχεία ακριβώς που δεν της επέτρεψαν «ποτέ να τα παρατήσει» σίγουρα θα τα βρει καταρχάς σε μεγάλο βαθμό στις αφηγήσεις της ζωής της ως παιδί. Μεγαλώνοντας ως μιγάς, σε μια περιοχή που οι κάτοικοι στη συντριπτική πλειονότητα ήταν λευκοί, έπρεπε να υποστεί τις βίαιες επιθέσεις στο οικογενειακό σπίτι αλλά και τις βρισιές των παιδιών που παπαγάλιζαν τον ρατσισμό των γονιών τους. Αλλά δεν ήταν μόνο εξαιτίας της διαφυλετικότητας που ξεχώριζαν ως οικογένεια, καθώς το τεράστιο σπίτι τους, προκειμένου να χωρέσουν τα οκτώ παιδιά, και η κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν, φάνταζε παράταιρο ανάμεσα στα κομψά βικτωριανά διώροφα της περιοχής. «Η μόδα για ταλαιπωρημένους τοίχους απείχε δεκαετίες […] για να μην αναφέρω τα τσιμεντένια δάπεδα και τους τσιμεντένιους τοίχους στην κουζίνα που τώρα αποτελούν στοιχείο του ντιζάιν σε μοντέρνα αστικά σπίτια. Τώρα που το σκέφτομαι οι γονείς μου στην πραγματικότητα ήταν πιονιέροι της εσωτερικής διακόσμησης», σχολιάζει περιπαικτικά η συγγραφέας.

Αν και η λευκή δασκάλα μητέρα της μετά το γάμο της είχε υποβιβαστεί βίαια κοινωνικά σε «επίτιμη μαύρη», κι ενώ υπήρχαν φυλετικές αντιδράσεις κι από τις δύο οικογένειες, η Εβαρίστο θυμάται ότι η μητέρα της ποτέ δεν υποχώρησε, ούτε και πάλεψε μόνη της. «Η ιστορία του σπιτιού των παιδικών μου χρόνων, ιδιαίτερα οι αδέξιες προσπάθειες του πατέρα μου να το βελτιώσει με γέμιζαν υπερηφάνεια. Ήταν ένα μεγάλο θορυβώδες σπίτι που μας κρατούσε όλους ασφαλείς μέσα του».

 

Ένα βήμα παραπάνω για την ισότητα

 

Στη δεκαετία του ’70 οι γονείς της ανακατεύτηκαν με τα πολιτικά, κάτι που την έκανε επίσης εξαιρετικά υπερήφανη γι’ αυτούς, αλλά και την ενέπνευσε, «όχι μόνο επειδή ενσάρκωναν την αγάπη ανάμεσα στις φυλές αλλά επειδή έκαναν ένα βήμα παραπάνω και υποστήριξαν την ισότητα». Αλλά και η ίδια, συνειδητοποιημένη φεμινίστρια, είχε πει πέρυσι σε συνέντευξή της: «Μερικοί πιστεύουν ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε τη συγγραφή από την πολιτική. Για μένα πολιτική σημαίνει να δώσω φωνή σε ιστορίες που δεν τις έχουμε ακόμα αφηγηθεί».

Την ιστορία της οικογένειάς της, των φωνών που δεν είχαν ακόμα ακουστεί, την παρουσίασε στο δεύτερο βιβλίο της, στο ημιαυτοβιογραφικό έμμετρο έργο της «Lara» (1997), σε αυτό που αισθάνθηκε, μετά από μια διαδικασία πέντε χρόνων, ότι έγινε πραγματικά συγγραφέας αλλά και που εκεί ανακάλυψε ότι διαθέτει και αίσθηση του χιούμορ. Ήθελε να αφηγηθεί την ιστορία της αντίθεσης στον αγγλο-νιγηριανό γάμο των γονιών της γιατί «μυθιστορήματα γι’ αυτήν την πλευρά της βρετανικής κοινωνίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτα τότε, και όσα υπήρχαν δεν ήταν γραμμένα από την αφρικανο-αγγλική οπτική». Η δημιουργία του Θεάτρου Μαύρων Γυναικών από την Εβαρίστο, και από δύο ακόμα γυναίκες, στόχο είχε να παράξει έργα που έγραφαν μαύρες γυναίκες για μαύρες γυναίκες, την εποχή που αυτές απουσίαζαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τη βρετανική δραματουργία.

 

Τα πλέον απαξιωμένα άτομα της γης

 

Μετά τα τριάντα θα το εγκαταλείψει για να αφοσιωθεί στη γραφή και μόνο. «Η γραφή έγινε το δικό μου δωμάτιο· η γραφή έγινε το μόνιμο σπίτι μου […]. Η δημιουργική ζωή ήταν αναπόσπαστα συνυφασμένη με τους ρομαντικούς δεσμούς μου, με άλλα άτομα […]. Πριν από αυτό νομίζω ότι βίωνα επιφανειακά τα συναισθήματά μου, […] δεν ήθελα να είμαι από εκείνους τους εγκεφαλικούς συγγραφείς που η δουλειά τους ήταν πνευματικά γόνιμη αλλά συναισθηματικά στείρα, […] οι εμπειρίες συνέβαλαν να με κάνουν το άτομο και η συγγραφέας που έγινα, όπου η επιδίωξη της ελευθερίας ήταν κυρίαρχη».

«Τα περισσότερα χρόνια μετά τα είκοσι τα πέρασα σε λεσβιακές σχέσεις μέχρι που μετά τα τριάντα έγινα πάλι ετεροφυλόφιλη». Έχοντας μεγαλώσει σε μη συμβατικό σπίτι, είχε μάθει να επιδεικνύει τη θέση της ως παρίας, και τη δεκαετία του ’80, οι έγχρωμες γυναίκες και οι έγχρωμες λεσβίες θεωρούνταν τα πλέον απαξιωμένα άτομα της γης. «Ε, δεν υπάρχει τίποτα όπως το να είσαι παρίας για να ατσαλώσει την εσωτερική σου Αμαζόνα». Η μεγάλη λεσβιακή σχέση της με την Ολλανδή Χ, με την οποία την συνέδεε το γυναικείο θέατρο, ήταν και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Η Εβαρίστο, σκληραγωγημένη Λονδρέζα απολάμβανε τις παραμονές της στο ρομαντικό, φιλελεύθερο, φιλικό προς τους γκέι Άμστερνταμ, τα διαστήματα που ήταν εκεί. Η επόμενη πολύχρονη σχέση της ήταν με την Τρελή Ντομινατρίξ (ΤΝτ), περνώντας έτσι από μια σχέση δημιουργίας και αγάπης σε μια σχέση ελέγχου. Έχοντας τα διπλά της χρόνια η ΤΝτ γοήτευσε την Εβαρίστο με την πληθωρικότητά της και το αθυρόστομο χιούμορ της για να της επιβληθεί στη συνέχεια και να σφετεριστεί την ποίησή της, μιλώντας για «δική μας» ποίηση. Έχοντας πια φύγει από μια σχέση που «έμοιαζε με τη φυλακή του Αλκατράζ», η συγγραφέας διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μάθημα ήταν πώς η κατάχρηση εξουσίας δεν είναι προνόμιο των αντρών, των λευκών ή των ετεροφυλόφιλων παρτενέρ εφόσον ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, ενώ αναφέρεται στην ευτυχία της με τον εδώ και χρόνια άντρα της ζωής της. Ακτιβισμός και καλλιτεχνική δημιουργία συνυπάρχουν πάντα στη ζωή της αυτονόητα. Κι όπως υπερθεματίζει στο τελευταίο κεφάλαιο του Μανιφέστου της: «Δίνω στο εαυτό μου απόλυτη καλλιτεχνική άδεια να γράφω από πολλαπλές οπτικές και να κατοικώ διαφορετικές κουλτούρες πέρα από τους συγκεκριμένους φραγμούς της φυλής, της κουλτούρας, του φύλου, της ηλικίας και της σεξουαλικότητας. […] Η εμπλοκή μου στη βρετανική και αφρικάνικη ποίηση άρχισε επειδή ανέλαβα την ευθύνη να προκαλέσω καταστάσεις».

 

Η Μπερναντίν Εβαρίστο ζει στο Λονδίνο και εργάζεται ως καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο Μπρουνέλ.

 

Σοφία Ξυγκάκη

 

Η ΕΠΟΧΗ