Την έχουν παρομοιάσει με έναν κεραυνό που έχει «την ελευθεριότητα αλλά και την ίδια ιδανική πυκνότητα με τις λάμψεις του φωτός της σκέψης και της ζωής επαναστατών όπως η Μέρι Γουόλστονκραφτ[Mary Wollstonecraft], η Λουίζ Μισέλ [Louise Michel], η Βολταιρίν ντε Κλερ [Voltairine De Cleyre], η Χε-Γιν Ζεν [He-Yin Zhen], η Ρόζα Λούξεμπουργκ […]».
Εξάλλου, σε αυτόν τον δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφίας της, η Έμμα Γκόλντμαν, στις πρώτες σελίδες, επιλέγει ακριβώς να αναφερθεί στην απώλεια της Βολταιρίν ντε Κλερ, της πολύτιμης αναρχικής φίλης της, φεμινίστριας, προικισμένης ποιήτριας και συγγραφέα, που μοιραζόταν τη μοίρα των ταπεινών ανθρώπων.
Στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας της, ακολουθούμε την Γκόλντμαν από το Ρότσεστερ της πολιτείας της Νέας Υόρκης, όπου έφτασε με την οικογένειά της, το 1885, από το Κόβνο της Λιθουανίας, στη Νέα Υόρκη. Η εξέγερση του Χέιμαρκετ στο Σικάγο, το 1886, είχε λειτουργήσει αφυπνιστικά γι’ αυτήν, όπως και η ομιλία της σοσιαλίστριας συγγραφέα Γιοχάνα Γκρέι, εκεί, που αφορούσε θέματα της γυναικείας χειραφέτησης αλλά και της παιδικής εργασίας. Η γνωριμία της στη Νέα Υόρκη με τον γερμανοαμερικανό αναρχικό εκδότη της εφημερίδας «Die Freiheit»Γιόχαν Μοστ, που θα γίνει ο μέντοράς της, επηρέασε βαθιά τη ζωή της, όπως και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν, ο «Σάσα», ο μελλοντικός εραστής και σύντροφος της ζωής της. Οι απεργίες που σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ, κυρίως στο χαλυβουργείο Κάρνεγκι στο Χόμστεντ της Πενσυλβάνια, είχαν άμεση συνέπεια στη ζωή της, καθώς η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χένρι Κλέι Φρικ, προσωρινού διευθυντή, ο οποίος είχε μειώσει τα ημερομίσθια των εργατών, από τον Σάσα απέτυχε, κι έτσι αυτός καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, και αφέθηκε ελεύθερος στα 14. Η εργασία της ως νοσηλεύτρια και ως μαία σε φτωχές οικογένειες όπου «το μεγαλύτερο βάρος του ανελέητου συστήματος το κουβαλάνε οι γυναίκες […]» υπήρξε μια σκληρή και αποκαλυπτική εμπειρία για την Γκόλντμαν. Ενώ στο ταξίδι της στην Ευρώπη, κατά την παραμονή της στη Βιέννη, η διάλεξη του Φρόιντ που παρακολούθησε, την οδήγησε να αντιληφθεί τη σημαντική επίδραση της σεξουαλικότητας στη σκέψη και τη δραστηριότητα του ανθρώπου.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Η εκδίωξη των Ρομανόφ από τον θρόνο τους στη Ρωσία και η απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Γούντροου Ουίλσον, να εμπλακούν και οι Ηνωμένες Πολιτείες στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου τα κύρια μέτωπα βρίσκονταν στη Γηραιά Ήπειρο, αποτελούν τα κεντρικά γεγονότα που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1910, όπως επίσης τη ζωή και τις δράσεις της Γκόλντμαν.
Η περίοδος στις ΗΠΑ υπήρξε εξαιρετικά δημιουργική για την ίδια και για πολλούς εκπατρισμένους Ρώσους που είχαν ζήσει εκεί, είχαν στήσει το σπιτικό τους και είχαν κάνει οικογένεια, «Σαν τα χελιδόνια στο πρώτο μήνυμα της Άνοιξης, πιστοί ορθόδοξοι και επαναστάτες άρχισαν να πετάνε στο δρόμο της επιστροφής για πρώτη φορά με έναν κοινό γνώμονα: την αγάπη και τη λαχτάρα τους για τη μητρική γη. […] Όμως οι ζωές μας είχαν ριζώσει στη θετή πατρίδα μας. […] Ένοιωθα πως ήμουν μία από αυτούς. Είκοσι οχτώ χρόνια έζησα, ονειρεύτηκα και εργάστηκα γι’ αυτήν την Αμερική». Και τότε ο Ουίλσον «έπαψε να είναι “πολύ υπερήφανος για να επιτρέψει στα αγόρια της Αμερικής να πάνε να πολεμήσουν” και αποφάσισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όφειλαν να συμμετάσχουν στο ευρωπαϊκό μακελειό για να εξασφαλίσουν τη δημοκρατία σε όλον τον κόσμο. […] Τόσο ο Σάσα όσο κι εγώ νιώθαμε πως τώρα η Αμερική μας χρειαζόταν περισσότερο. Αποφασίσαμε να μείνουμε».
Όταν η υποχρεωτική επιστράτευση έγινε νόμος του κράτους, δεκάδες πυκνές συγκεντρώσεις κατά της στρατολόγησης εξελίσσονταν σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ.
Το τεύχος Ιουνίου του «Mother Earth» είχε κυκλοφορήσει με μαύρο περίγραμμα ενώ στο εξώφυλλο του ήταν σχεδιασμένος ένας τάφος, όπου πάνω στην επιτύμβια πλάκα είχε χαραχτεί η επιγραφή «Αείμνηστος Αμερικάνικη Δημοκρατία». Το μέχρι τότε προπύργιο της ελευθερίας είχε μετατραπεί σε νεκροθάφτη των πρότερων ιδανικών του, γράφει η Γκόλντμαν. Ψηφίζεται πράξη νομοθετικού περιεχομένου η οποία ονομάζεται περί κατασκοπίας και αμέσως γίνεται εισβολή της «Ομάδας Επιβολής του Νόμου» στα γραφεία του «Mother Earth», προκειμένου να κατάσχει το «προδοτικό» υλικό (έργα των Πιοτρ Κροπότκιν, Ενρίκο Μαλατέστα, Τζορτζ Μπέρναρ Σο, Χένρικ Ίψεν, Ώγκουστ Στρίντμπεργκ) και να συλλάβει τους υπεύθυνους της «προδοσίας». Εκεί ξεκινά κι ένα πογκρόμ, γεμίζουν οι φυλακές με τους «Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου», και με όσους αντιτίθενται στον πόλεμο, με στόχο να τους απελάσουν, στη συνέχεια. Την Γκόλντμαν και τον Μπέργκμαν τους έχει αναλάβει ο μετέπειτα διαβόητος Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, ο οποίος οργανώνει και την απέλασή τους.
Δίκη και απέλαση
Ενώ, στη συνέχεια, σε μια ακόμη πράξη φαρσοκωμωδίας, η Γκόλντμαν δικάζεται και καταδικάζεται, μεταξύ άλλων, ως απειλή για τους νέους ανθρώπους γιατί τους παρακινεί σε πράξεις βίας και υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών – θα φυλακιστεί για δυο χρόνια και μέσα στη φυλακή θα αναπτύξει φιλίες με τις συγκρατούμενές της. Ανάμεσά τους και η πολιτική κρατούμενη Κέιτ Ρίτσαρντς Ο’ Χερ [Kate Richards O’Hare] η οποία ήταν σοσιαλίστρια και συνδέθηκε με στενή φιλία με την Γκόλντμαν, ενώ μαζί πάσχισαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές. Υπήρξε διάσπαση στον χώρο των σοσιαλιστών καθώς πολλοί σοσιαλιστές αντιτάχθηκαν στον πόλεμο: μεταξύ άλλων, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τζον Ριντ, ο Ευγένιος Ντεμπς αλλά και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό κόμμα. Ενώ αντίθετα ο Πιοτρ Κροπότκιν, στην Ευρώπη, τάσσεται υπέρ του πολέμου καθώς θεωρεί απειλή τον πρωσικό ιμπεριαλισμό. Με την ολοκλήρωση της ποινής της μαζί με άλλους 247 ριζοσπάστες απελαύνονται στη Ρωσία και είναι η πρώτη φορά που απελαύνεται κάποιος ενώ έχει την αμερικάνικη υπηκοότητα, όπως η Γκόλντμαν που την είχε αποκτήσει με τον γάμο της.
«Σοβιετική Ρωσία! Ιερή γη, Μαγευτικοί Άνθρωποι![…] Στα σύνορα στο ταξίδι μας προς την Πετρούπολη μας υποδέχτηκαν ως αγαπημένους συντρόφους. Εμείς που διωχτήκαμε από την Αμερική σαν κοινοί κακοποιοί, στη σοβιετική γη γίναμε δεκτοί από τους γιους και τις θυγατέρες της. […] Παντού μας υποδέχονταν μουσικές και τραγούδια. […] Καυτά δάκρυα ευγνωμοσύνης κυλούσαν από τα μάτια μου. Ένιωθα ταπεινοφροσύνη μπροστά σε αυτούς τους απλούς ανθρώπους που μέσα από τη φωτιά του επαναστατικού αγώνα είχαν αγγίξει το μεγαλείο». Η θερμή υποδοχή που τους επεφύλαξαν στη Ρωσία συνοδευόταν και από την ανησυχία που προκαλούσε ο αποκλεισμός που είχε επιβληθεί στη Σοβιετική Ένωση, στις δραματικές επιπτώσεις του, καθώς οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ ενίσχυαν τους λευκούς αντεπαναστάτες ενώ οι Γάλλοι και οι Ιταλοί είχαν κάνει επέμβαση στην Ουκρανία για να αποσυρθούν, στη συνέχεια, το ’19. Ωστόσο, είχαν δημιουργηθεί σχολεία, κολέγια για τους εργάτες, παροχές κοινωνικής προστασίας για τις μητέρες και τα παιδιά, δομές φροντίδας για τους ηλικιωμένους. Σε μεγάλο μέρος του βιβλίου, περιγράφονται οι τεράστιες προκλήσεις και τα εμπόδια που αντιμετώπιζε η Επανάσταση. Μαζί με το κουράγιο και την ανιδιοτελή αφοσίωση όσων υπερασπίζονταν την επανάσταση, η Γκόλντμαν δεν μπορεί, όμως, να αγνοήσει την άλλη όψη του προσώπου της Ρωσίας, «την παραμορφωμένη, γεμάτη ουλές, μορφή της που επέμενε να με παρακινεί να κοιτάξω κατάματα τις ουλές της […] λαχταρούσα με πάθος να πιστέψω στη δύναμη και την ισχύ της».
Σύγκρουση με την πραγματικότητα
Στην αυτοβιογραφία της αναβιώνει την εμπειρία της, και ότι, ενώ είχαν μεταβεί με τις καλύτερες προθέσεις εκεί, συγκρούστηκαν πολύ άσχημα με την πραγματικότητα.
Καταπιέζεται από την έλλειψη της ελευθερίας του λόγου, τη γραφειοκρατία, τις εκτελέσεις της Τσεκά, τις συλλήψεις χωρίς εντάλματα, την παραμονή στη φυλακή χωρίς δίκη, ενώ η Κροστάνδη αποτελεί το επισφράγισμα όλων αυτών: Τον Φεβρουάριο του 1921 οι εργάτες των εργοστασίων στο Πέτρογκραντ, κατεβαίνουν σε απεργία, καθώς αιτία ήταν τα προβλήματα που είχε προκαλέσει ο ιδιαίτερα παγερός χειμώνας. Ζητούν αύξηση του συσσιτίου, περισσότερα ρούχα και αποτελεσματικότερη θέρμανση. Τα αιτήματα αγνοήθηκαν από τις Αρχές, οι διαδηλώσεις καταπνίγηκαν καθώς η κυβέρνηση απευθύνθηκε στις Ομάδες ένοπλων Κουρσάντι, που αποτελούνταν από νεαρούς κομμουνιστές με στρατιωτική εκπαίδευση. Οι απεργοί κατέφυγαν στην αλληλεγγύη των συναδέλφων τους με αποτέλεσμα, σε πέντε ακόμη εργοστάσια, οι εργάτες να παρατήσουν τα εργαλεία τους και να ενωθούν με το απεργιακό κίνημα. Ο στρατός διέλυσε τη διαδήλωση στους δρόμους – αδιανόητο, μέχρι τότε, ότι ο Κόκκινος στρατός θα ποδοπατούσε εργάτες. Η αυθαιρεσία και η αδιαλλαξία των Αρχών οδήγησαν σε αποφασιστικά αιτήματα, απαιτώντας την «πλήρη αλλαγή στις πολιτικές της κυβέρνησης». Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και διατάχθηκαν οι εργάτες να επιστρέψουν τα εργοστάσια αλλά οι ναύτες της Κροστάνδης, «πιστοί στις επαναστατικές τους παραδόσεις και στην αλληλεγγύη προς τους εργάτες ανέλαβαν να υπερασπιστούν τους ταλαιπωρημένους προλετάριους του Πέτρογκραντ». Όμως τα νέα για ένα διάταγμα με τις υπογραφές του Λένιν και του Τρότσκι διαδόθηκαν, σύμφωνα με το οποίο αυτοί «δήλωναν ότι η Κροστάνδη είχε εξεγερθεί κατά της Σοβιετικής Κυβέρνησης, και αποκήρυσσαν τους ναύτες ως υποχείρια πρώην τσαρικών στρατηγών που, από κοινού με Σοσιαλεπαναστάτες προδότες, είχαν εξυφάνει μια αντεπαναστατική συνωμοσία κατά της Προλεταριακής Δημοκρατίας». Η εικασία ότι ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν παραπληροφορηθεί διαψεύστηκε.
Η Γκόλντμαν δεν ήθελε να γράψει τις εμπειρίες της από τη Ρωσία, ο εκδότης της ήταν αυτός που επέμεινε. Καθώς είχαν μεταβεί εκεί με τις καλύτερες προθέσεις, συγκρούεται με την πραγματικότητα, πολύ διαφορετική από όσα αυτή και οι σύντροφοί της προσδοκούσαν να συναντήσουν. Η ίδια αντιλαμβάνεται αμέσως τα προβλήματα αλλά καλλιεργεί την ελπίδα ότι όλα αυτά συμβαίνουν εξαιτίας της παρέμβασης των ξένων δυνάμεων. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζει και τα σημάδια εκείνα που αργότερα θα χαρακτηρίσει με τη φράση: Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, τα μέσα καθορίζουν τελικά τον σκοπό.
Σημείωση:
* Λόγια της ίδιας της Έμμας Γκόλντμαν.
Για τον πρώτο τόμο, βλ. Έμμα Γκόλντμαν: Η επανάσταση στην καθημερινή ζωή [στην ιστοσελίδα της Εποχής].
Σοφία Ξυγκάκη