Όποιος θέλει να καταλάβει γιατί συνέβη η δολοφονία του Άλκη στη Θεσσαλονίκη δεν έχει παρά να ακούσει οποιοδήποτε τραγούδι του ΛΕΞ.
Περιγράφει με γλώσσα δρομίσια, αυθεντική όλα τα αδιέξοδα των νέων ανθρώπων στη Σαλονίκη των δυτικών συνοικιών, της ανεργίας και της αφραγκίας, της εξάρτησης, της μικρής παραβατικότητας. Η «μουσική για τσόγλανους» γαληνεύει και ταράζει μαζικά τις καρδιές της πιο χαμένης γενιάς στην Ελλάδα. Το 2019 στη συναυλία του στο Θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη δέκα χιλιάδες παιδιά αυτής της γενιάς τραγουδούσαν απ’ έξω όλους του τους στίχους, ενώ τα τραγούδια του στο youtube κάνουν εκατομμύρια views.
Ο ΛΕΞ είναι millennial και τραγουδάει για τη genz, οι δυο αυτές γενιές ενώνονται συχνά στη συναισθηματική δομή των κόσμων που δημιουργούν, συχνότερα δυστυχώς στη ματαίωση.
Όλες οι εκδοχές που έχουμε εμείς των ριζοσπαστικών πολιτικών, εκτός συγκεκριμένων μερίδων της αναρχίας, είναι πολύ μακριά από το αναπαραστασιακό σύμπαν αυτών των «μη ομιλουσών τάξεων» της κοινωνίας.
Δημιουργούν εκ των ενόντων κοινωνικές φούσκες με αναφορά στην ομάδα, το χασίς, τη γειτονιά, το παπάκι. Κοινωνικές ταυτότητες ολοποιητικές, με ανοιχτές μόνο τις πρόνοιες του κλειστού και ιεραρχικού για να αναβλύζουν με έναν κάποιο τρόπο οι απαραίτητες δόσεις συνανήκειν ή αλληλεγγύης.
Αιγάλεω, Εύοσμος, Σταυρούπολη, Περιστέρι έχουν δεκάδες χιλιάδες αγρίμια που παράτησαν το σχολείο ή «τελείωσαν» το τεχνικό. Δουλεύουν στην καλύτερη σερβιτόροι, ντελιβεράδες, μηχανικοί αυτοκινήτων, το συχνότερο είναι άνεργοι χωρίς ελπίδα δουλειάς. Αντριλίκι παλιακό κι ολότελα φθαρμένο είναι αξιοδοτημένο θετικά, φαίνεται από τη διαχείριση των παραστάσεων: άγριες φάτσες, επίμονα βλέμματα, σώματα σαν έτοιμα πάντα για μανούρα. Κανένας άλλος Θεός δε μπορεί να διεισδύσει σε αυτές τις φούσκες παρά μόνο ο Θεός της ομάδας.
Στην 4, την 7, την 13, την 3 η συντριπτική πλειοψηφία είναι αγόρια κάτω από 28-30, η μαστούρα απλώς κορυφώνεται μέσα στο γήπεδο, ο ενδεχόμενους τσαμπουκάς μετά με τους αντίπαλους φαντάζει σα λογικός.
Τριανταπεντάρηδες – σαραντάρηδες αρχηγοί συνδέσμων καθίστανται σύμβολα άξια μίμησης, βολικοί πάτρωνες αξιόποινων πράξεων για χάρη του «εδώ μόνο εμείς». Μια ταυτότητα κενή νοήματος, μιας και όλα τα άλλα έχουν ακόμα λιγότερο νόημα. «Μόνο εμείς» ενάντια σε άλλους που είναι ακριβώς σαν και εμάς, απλώς έτυχε να είναι Άρης, να μένουν στου Χαριλάου. Είμαστε ίδιοι σα τις σταγόνες του νερού, είναι ίδιοι εντελώς με εμάς, αλλά «εδώ μόνος εμείς».
Στη Θεσσαλονίκη η ανεργία αυτό το χειμώνα πλησιάζει, αν δεν ξεπερνάει το 40%, στους νέους πάνω από 60%, το μεγαλύτερο ποσοστό από την έναρξη της κρίσης. Χιλιάδες παιδιά, ακόμα και από τα πανεπιστήμια ή εξιδεικευμένοι εργάτες προσπαθούν να φύγουν για Αθήνα ή εξωτερικό. Η πόλη έχει σαπίσει εδώ και χρόνια και πίσω μένουν όσοι δε μπορούν να φύγουν.
Τι ακριβώς περιμέναμε να γίνει; Όσα περιγράφονται παραπάνω ανταμώνουν με το βόθρο του ντόπιου πολιτικού συστήματος που ξερνάει εδώ και δεκαετίες εθνικισμό, με αποκορύφωμα την μακεδονομαχική εποποιΐα ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. Κι απ΄ την άλλη, το «μια πόλη – μια ομάδα» κάποιοι κάπως το σφυράνε στα αλάνια, κάποιοι που χρησιμοποιούν την κένωση νοήματος για ίδιον όφελος. Αυτοί κι αν είναι μετρ της διαχείρισης συμβόλων.
Κάποια στιγμή πρέπει να δούμε τι γίνεται στο γήπεδο, στη νύχτα, στα συνεργεία αυτοκινήτων, στις μεγάλες εργατικές πολυκατοικίες.
Να δούμε όντως κι όχι από βάθρο που κανείς δε μας έβαλε να λέμε ότι είναι κακό να είσαι οπαδός μιας ομάδας. Ευτυχώς που υπάρχουν στην κερκίδα και παιδιά άλλης προοπτικής που λένε λόγια και κάνουν πράξεις ενάντια σε όλα αυτά, που συγκροτούν ομάδες φιλίας κι αλληλεγγύης, ακόμα και μεταξύ αντιπάλων. Κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε για και με τους από κάτω όχι μοιράζοντας φυλλάδια ή φλεξάροντας ξερολίαση.
Κάποια στιγμή χρειάζεται να καταλάβουμε πως ριζοσπαστική πολιτική μπορεί να είναι πολύ σοβαρό να φροντίσουμε να έχουν οι άνθρωποι δουλειά ή να μεταβολιστεί η αγάπη για την ομάδα σε φροντίδα για όλους τους ανθρώπους της ίδιας κοινωνικής τάξης.
Καλές οι μεταμοντέρνες αναλύσεις, το παραληρηματικό μουχαμπέτι. Αυτά όμως είναι για το πανεπιστήμιο ή για το μπαρ κι εδώ πεθαίνει κόσμος και μαραίνονται μπουμπούκια που θα μπορούσαν να ανθίζουν.