«Οι τρόποι αντιμετώπισης της πανδημίας είναι ιδεολογικά εμποτισμένοι», όπως γράφτηκε και στο ηλεκτρονικό kaboom, και θα συμπληρώναμε και οικονομικά προσδιορισμένοι. Λόγου χάρη, θα πουν τα ίδια οι συντηρητικοί διανοούμενοι έπειτα από τις 15 Μαΐου, που θα ανοίξει ο τουρισμός, όπου οι νέοι και οι νέες θα σερβίρουν τους τουρίστες και η χώρα θα είναι ακόμα υγειονομικά ανοχύρωτη; Βεβαίως και όχι. Είναι ιδεολογία να μην προσλαμβάνεις γιατρούς αλλά αστυνομικούς, να μην αγοράζεις λεωφορεία, να μην ελέγχεις τους χώρους δουλειάς. Είναι ιδεολογία και ο καθορισμός απολύτως ανεφάρμοστων πειθαρχήσεων. Να δώσουμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με τα μέτρα, εδώ και έξι μήνες ένα ζευγάρι, εφόσον δεν βρίσκεται σε γάμου κοινωνία, δεν έχει κάνει σεξ αν δεν συγκατοικεί. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να συμβαίνει;
Αυτά φυσικά καθόλου δεν δικαιολογούν τις καφρίλες σε πλατείες και πεζόδρομους. Το φαινόμενο, όμως, είναι αμφίσημο και πολυπαραγοντικό. Όπως φαίνεται από σοβαρά επιτόπια ρεπορτάζ, στους ίδιους χώρους συνυπάρχουν άνθρωποι που προσέχουν, που φορούν μάσκες, που γυρίζουν σπίτι τους στις εννιά και νεοκάγκουρες αρνητές του κορονοϊού, χουλιγκάνοι που ψάχνονται για (και ενίοτε κάνουν) φασαρίες, μαγαζάτορες και μπράβοι που υπόσχονται ασυλία, αστυνομικοί που την φροντίζουν. Νεαροί πολίτες που δεν τους ενδιαφέρει αν κολλήσουν τους γηραιότερους συγγενείς τους και κόσμος που απλώς του έλειψε πολύ να βλέπει νέα πρόσωπα, να χαμογελάσει, να τραγουδήσει, έστω από απόσταση ασφαλείας. Υπάρχουν πάρκα, βουνά, παραλίες και εν γένει ελεύθεροι χώροι στην Αττική, με χιλιάδες νέους και νέες που καθόλου δεν συνωστίζονται και τηρούν τα μέτρα που πρέπει με τις παρέες τους. Με άλλα λόγια, ο δημόσιος χώρος είναι ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας πολύμορφος και υπό διεκδίκηση από δρώντες διαφορετικών συμφερόντων και νοοτροπιών.
Ωστόσο, πρέπει να αναρωτηθούμε και βαθύτερα για το φαινόμενο. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί έπειτα από 6 μήνες αναποτελεσματικών απαγορεύσεων; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στη διαδικασία της ψυχικής ανάπτυξης, που τόσο καιρό οι νέοι και οι νέες στερήθηκαν τα ενσώματα και αενάως ανανεούμενα κοινωνικά τους δίκτυα; Ποιες θα ήταν οι ασφαλείς, αλλά απολύτως απαραίτητες διαδικασίες μη στέρησης αυτών των πολύτιμων πόρων για τη ζωή τους; Γιατί και η αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση δεν πρότεινε -ως πολύ πρόσφατα- πειστικούς και εφαρμόσιμους τρόπους αποσυμπίεσης αυτής της κατάστασης; Γίνεται το ίδιο σε χώρες των οποίων οι νέοι έχουν πολύ πιο βέβαιη προοπτική στη ζωή τους ή καλύτερα συστήματα υγείας; Γιατί δεν συνιστά ισχυρό αίτημα προς διεκδίκηση η δημιουργία νέων, μεγάλων και αποεμπορευματοποιημένων χώρων πρασίνου μέσα στις πόλεις, που αν υπήρχαν θα απέτρεπαν συνθήκες συνωστισμού; Δεν πρέπει να υπάρξουν αντιστάσεις στη βιοπολιτική πειθάρχηση που επιβλήθηκε, δεν πρέπει να μην μας ξανασυμβεί αυτός ο αυταρχισμός στο 4ο ή 5ο κύμα της πανδημίας;
Από τις ερωτήσεις γίνονται κατανοητές και οι βεντάλιες των πιθανών απαντήσεων. Η νεανική ευθύνη, για να επερωτηθεί τόσο σφοδρά όσο συμβαίνει αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να έχει ανταμώσει με πολιτικές κοινωνικής και υγειονομικής ενδυνάμωσης, και κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σε λιγότερο από δέκα ημέρες θα ανοίξει η εστίαση, θα αρθούν οι περισσότεροι περιορισμοί της καραντίνας και θα έχουμε νέα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε. Καλό, όμως, είναι να μην ξεχνάμε πως το ψυχικό βάρος της καραντίνας θα το κουβαλάμε όλοι και όλες μας, ιδιαιτέρως η νεολαία που της στερήθηκε το γέλιο, οι χαζομάρες, το χάδι, οι γνωριμίες και δεν της δόθηκε τίποτε σε αντάλλαγμα.