Όλγα Στέφου

23
10

Η δίκη για την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου φέρνει στην επιφάνεια τη σύγκρουση δύο κόσμων

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε μία σειρά αντιομοφοβικών διατάξεων, τα οποία από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε ο προοδευτικός κόσμος και, εσφαλμένα, πίστεψε ότι γυρίζει η σελίδα της ιστορίας. Αλλά η σελίδα δε γύρισε. Για την ακρίβεια, δεν άλλαξε τίποτα στη συνείδηση του κοινωνικού πυρήνα κι αυτό το απέδειξε η δολοφονία του Ζακ. Ήταν νεκρός ένας ακτιβιστής του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, όχι επειδή τον αναγνώρισαν ως τέτοιον, αλλά επειδή φορούσε «λάθος» ρούχα και έβαφε τα νύχια του, γεγονός στο οποίο ο ίδιος ο Ζακ είχε αναφερθεί πολλές φορές; Πώς τον κοιτάζουν στο δρόμο, πώς τον τραμπουκίζουν, τι ακούει από τους περαστικούς του πυρήνα της κοινωνίας. Γιατί κοινωνικός πυρήνας δεν ήταν ο Ζακ, ούτε οι υπερασπιστές της προόδου. Ραχοκοκαλιά της κοινωνίας είναι οι κοσμηματοπώληδες της οδού Γλαδστώνος, οι «έντιμοι άνθρωποι». Και γυρίζουμε τώρα λίγο πιο δίπλα από το σημείο μηδέν. Η ζωή συμπολιτών μας εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά τουλάχιστον τους αναγνωρίζει το κράτος ως πραγματικές οντότητες, με δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και στη νόμιμη συμβίωση. Η ζωή τους, ωστόσο, παραμένει διακύβευμα. Ακριβώς αυτό καθιστά τη δίκη για την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου μία ιστορική καμπή στους αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σ'αυτή τη δίκη, όπως γίνεται κατά κανόνα, συγκρούονται δύο κόσμοι.
22
10

Μέχρι το τέλος

Το 2012 μπήκαν στη Βουλή κι είπαμε τότε πως όσο τους αγνοείς, τόσο θα εξαφανίζονται. Κάναμε λάθος. Έφτασε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα για να μιλήσουμε για το φόβο ανοιχτά, δυνατά, χωρίς να είναι πια μια «δευτερεύουσα αντίθεση». Ούτε τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας μπορούσαν πια να επιτρέψουν απερισκεψίες. Η μεγαλύτερη νίκη των ναζί, είναι η τωρινή κοινωνία. Μία συγκεντρωτική, ακροδεξιά κυβέρνηση, μικρές πυρκαγιές εδώ κι εκεί με «αγανακτισμένους κατοίκους», μεγάλα αφηγήματα. Εθνικά αφηγήματα. Χάσανε τη δίκη, αλλά μήπως εμείς χάσαμε μια μεγάλη μάχη; Η νεκροψία θα δείξει. Δηλαδή, η ιστορία. Αλλά αυτός ο μεγάλος φόβος, ο αδιόρατος, που χώνεται κάτω από το δέρμα, τρίβεται στα κόκκαλα, σου κλέβει τον ύπνο και σου τρώει τη ζωή, αυτό το άγριο βασανιστήριο, αυτό δεν έχει φύγει. Ξέρετε, σύντροφοι, τους μάντεις κακών ειδήσεων τους αποκαλούμε «Κασσάνδρες», αλλά προσπερνάμε το γεγονός ότι η Κασσάνδρα, σε όλες τις περιπτώσεις και μέχρι το τέλος, είχε δίκιο. Το πέρασμα των ναζί από την ελληνική κοινωνία έκανε ακριβώς τη ζημιά που χρειαζόταν. Μέχρι το τέλος. Τώρα, δηλαδή, που δεν γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η ακροδεξιά της, τώρα που έχουμε έναν Πινοσέτ πάνω από τα κεφάλια μας με δόξα και τιμή, όπως με εκλογές απέκτησαν κι οι βρετανοί τη Θάτσερ, τώρα, λοιπόν και μέχρι το τέλος μην ξεχαστούμε ξανά, μην αγνοήσουμε ξανά και μην ενοχοποιήσουμε το φόβο, αυτήν την αδιαμφισβήτητη πηγή της μνήμης, του αντανακλαστικού, τώρα και μέχρι το τέλος, που η ζημιά έχει γίνει και που άφησε πίσω της έναν ανοιχτό λογαριασμό με την Ιστορία. Μέχρι το τέλος.
27
03

Ρε, ήρεμα ρε

Φωνάζουν οι χρόνια πάσχοντες, οι ευπαθείς ομάδες, εμείς οι ασθενείς με τις αγιάτρευτες αρρώστιες, μας πήρατε τα φάρμακα. Μας αδειάσατε τα σούπερ μάρκετ, Κυρίες μου, σηκώστε τον ποδόγυρό σας, ήρθε ο κορωνοϊός. Κλείστηκε ο ανάπηρος στο σπίτι, οι λίστες αναμονής για τα βασικά αγαθά είναι ήδη μεγάλες, πού να εξυπηρετηθούν όσοι δεν είχαν την δική σας «αρτιμελή» τύχη; Καμία ψυχραιμία. Καμία ψυχραιμία, αλλά πλήρης συνέπεια. Με συνέπεια χαλάσαμε τον κόσμο στο δημοψήφισμα, με συνέπεια συνεχίζεται το μονόπρακτο του εν δυνάμει ασθενούς. Μόνο που τώρα, αυτή η έλλειψη ψυχραιμίας πάει να γονατίσει ολόκληρο τον κοινωνικό κορμό. Πετσοκομμένος κι έρμος, πεσμένος ώστε από πάσα άνδρα να ξυλευτεί. Τώρα έχουν κλείσει τα πάντα. Υπηρεσίες, σχολεία, καταστήματα, σπίτια. Καλώς, βέβαια. Αν και με τις τόσες ελλείψεις που δημιουργήθηκαν, συν εκείνες που υπήρχαν ήδη, δεν έχουμε ακόμα δει ούτε την ουρά του γαϊδάρου.
27
03

Αόρατοι άνθρωποι

Τι να σου λέω, μωρέ, συγκίνηση οκουμενική: Μετά τον Χίτλερ και τους Άριους, όλοι μίσησαν τις ευγονικές ιδέες. Μα να που ζούμε σε πόλεις τίγκα στην ευγονική θηριωδία: Ποιος ανάπηρος ζει σαν όλους τους άλλους; Ποιος μπορεί να εξυπηρετηθεί, να διασκεδάσει, να ερωτευτεί, να χωρίσει, να δουλέψει. Να δουλέψει, μαλάκα μου, το διανοείσαι; Τι αγριότητα που υπάρχει στις ευγονικές πόλεις. Ούτε να περπατήσεις, ούτε να ανασάνεις, ούτε να τσουλήσεις, τίποτα. Πόλεις για υγιείς, πολυκατοικίες για υγιείς, δρόμοι, μπαρ, υπηρεσίες. Για υγιείς. Κι εσύ πίσω από το συρματόπλεγμα. Εσύ, εγώ. Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούν να συμβούν αυτά, το σκέφτηκες ποτέ; Συρματόπλεγμα. Εξόριστοι σε έναν κόσμο γεμάτο ελευθερία. Ή σχεδόν. Ευγονικές πόλεις με αόρατους, εξόριστους ανθρώπους. Να μην τους δει κανένας και πικραθεί. Όλοι λυπούνται τον ανάπηρο κι όμως μόνο να ήξεραν τα κότσια που χρειάζονται όταν δεν έχεις πόδια, μάτια, αφτιά. Μια μέρα καθόμουν στο μπαλκόνι μου, είχε χιόνι στην Αθήνα, αλλά καθόμουν στο μπαλκόνι μου, στο κρύο και ήθελα να κλάψω για να παγώσουν τα δάκρυά μου και να φτάσουν στα μαγικά βασίλεια των χαμένων ηρώων. Στα παραμύθια είναι όλοι υγιής. Ακόμα και οι βάτραχοι μεταμορφώνονται σε πρίγκιπες . Τίποτα δεν θα πάει στραβά στα βασίλεια των χαμένων ηρώων κι εγώ θα φτάσω εκεί, μία νύχτα με κρύο, για να τα γεμίσω ανθρώπους σαν εμένα, που δεν θα έχουν γίνει άρτιοι –που λένε-. Αλλά θα έχουν βρει τον τρόπο να μην έχει καμία, μα απολύτως καμία σημασία.