Η επένδυση στη μόρφωση είναι κρίσιμη για τέσσερις λόγους. Πρώτα για την αντιμετώπιση της τεχνολογικής ανεργίας. Δεύτερον, γιατί σε αντίθεση με τις αυταπάτες της Έκθεσης της «Επιτροπής Πισσαρίδη» και του «Σχεδίου Ανάκαμψης», η επένδυση στην εργασία και η δίκαια συμμετοχή της στο προϊόν είναι ο μοναδικός τρόπος για να συμμετάσχει η χώρα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Τρίτον, γιατί η διεθνής ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τόσο η οικονομική ανάπτυξη, όσο και η κοινωνική ευημερία συνδέονται με το ποσοστό του πληθυσμού με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Τέταρτον, διότι η αύξηση του ελεύθερου χρόνου αποτελεί πολιτισμική πρόκληση για την ποιότητα ζωής και της δημοκρατίας.
Οι νέες συνθήκες απαιτούν ριζοσπαστική θεώρηση της παιδείας. Η αυξημένη επένδυση στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση θα πρέπει να συνδυασθεί με ευρύ διάλογο για ένα σχέδιο μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο μάθησης και μόρφωσης, που δεν θα αποκλείει, αλλά θα περιλαμβάνει τις διαφορετικότητες. Καθώς το περιεχόμενο της εργασίας στρέφεται στην ανάλυση προβλημάτων και σύνθεση λύσεων μέσα από το στοχασμό και τη συνεργασία, η εκπαίδευση πρέπει να αναπτύσσει την ικανότητα κριτικού αναστοχασμού, την πολύπλευρη μόρφωση και την ενθάρρυνση για μάθηση μέσα από τη δοκιμή θεωρίας και πράξης.
Οι ανισότητες στην πρόσβαση στην εκπαίδευση υπονομεύουν τη συλλογική ευημερία με τρόπο ανάλογο με την περίπτωση της υγείας στην πανδημική κρίση. Το δικαίωμα στη μόρφωση δεν είναι απλά θέμα ισότητας, αλλά και αποτελεσματικότητας. Δεν αρκεί η ατομική μόρφωση για να ευημερήσει κάποιος αν δεν μπορεί να λειτουργήσει σε ένα αντίστοιχο περιβάλλον, στο οικονομικό και στο κοινωνικό πεδίο. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη της μόρφωσης σαν προνόμιο και εμπόρευμα είναι καταστροφική για την οικονομία και την κοινωνία. Η επένδυση στη συλλογική μόρφωση είναι θεμέλιο, μαζί με τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην οικονομία και τις υποδομές, για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας και της δημοκρατίας.