Μυρτώ Ράις

04
03

Εγώ, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ταγός του πολιτισμού της νέο-παλαιάς δεξιάς

Υπάρχει ένα σημείο στο τέλος της απολογίας στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς: «Οι ως άνω επιλογές μου [σσ. κατάργηση της Πειραματικής, δημιουργία Ερευνητικής σκηνής αρχαίου δράματος, μετονομασία του Ρεξ σε Ελένη Παπαδάκη, περιστολή περιττών δαπανών…], επειδή δεν ήταν “αριστερές”, ήταν δηλαδή διαφορετικές από αυτές της προηγούμενης διοίκησης επί Σύριζα, διότι η Αριστερά διαχρονικά προωθούσε μεταμοντέρνα και πειραματικά έργα σε βάρος των έργων που προέρχονταν από την πολιτιστική μας κληρονομιά, την κλασική αρχαιότητα και γενικότερα τους κλασικούς θεατρικούς συγγραφείς. Άλλωστε πριν την ανάληψη των καθηκόντων μου είχα ασκήσει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Σύριζα για τις επιλογές των παραγωγών στο Εθνικό θέατρο. Αποκορύφωμα της έκφρασης της αγάπης μου για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό που ενδεχομένως να ενόχλησε τους αριστερίζοντες θιασώτες του μεταμοντέρνου, ήταν η επιλογή μου να φιλήσω το ομοίωμα του Παρθενώνα μετά το τέλος της περσινής παράστασης “Πέρσες” στην Επίδαυρο.» Αν και ο καθένας διαισθάνεται και αναγνωρίζει τι υφέρπει πίσω από αυτές τις γραμμές, είναι ίσως χρήσιμο να γίνει μια πρώτη, έστω μερική, ανάγνωση. Μέσα σε λίγες μόνο φράσεις, ο κατηγορούμενος καταφέρνει να αναβιώσει τους εθνικούς διχασμούς που, όπως πάντα, αποκρυσταλλώνονται σε πολιτισμικά αντώνυμα: το αρχαιοελληνικό ως λάβαρο-λάφυρο της δεξιάς έναντι του μοντέρνου ως ρυπαρή τάση της αριστεράς, με όσα δίπολα έπονται: συντήρηση/πρόοδος, καθαρεύουσα/δημοτική, φράκο/φουστανέλα, Ελληνισμός/Ρωμιοσύνη. Όλη η ιστορία του νεοελληνικού κράτους σε μια πρόταση. Η δε ταύτιση του Σύριζα με έναν πολιτισμό που λειτουργεί «εις βάρος» της αρχαίας κληρονομιάς δεν είναι αδαής, ούτε είναι η πονεμένη ιαχή ενός λαβωμένου αρίστου. Είναι ανοιχτά εμφυλιοπολεμική. Αφενός επιβεβαιώνει τη σκοπιμότητα κατάργησης του διαγωνισμού για τις διευθυντικές θέσεις των εποπτευόμενων φορέων, την οποία η κυβέρνηση επιμένει να αρνείται. Αφετέρου μαρτυρά ότι η τοποθέτησή του στο Εθνικό θέατρο είχε στόχο την αποκατάσταση του ιδρύματος από τις διεφθαρμένες πολιτιστικές κατευθύνσεις της αριστεράς. Το Εθνικό έπρεπε να μπει στον γύψο, να αναμορφωθεί. Και επειδή μόνο ηχηρά γέλια μπορεί να προκαλέσει η ιδέα ότι ο προκάτοχός του, Στάθης Λιβαθινός, ήταν ο εκπρόσωπος μιας τέτοιας αριστερής ριζοσπαστικής ασυδοσίας, αντιλαμβάνεται κανείς την εμπάθεια αυτής της νέο-παλαιάς δεξιάς και τη λυσσασμένη αποφασιστικότητά της να τελειώνει μια για πάντα με κάθε τι (νομίζει) αριστερό. Και η χρήση των λέξεων «μεταμοντέρνο και πειραματικό» που, αμάσητες, εκτοξεύονται σαν βρισιές, ή καλύτερα σαν απειλές, ακουμπούν στα ακροδεξιά μουγκρητά περί «αλλοίωσης του πολιτισμού μας», «εισβολής» και «εθνομηδενισμού». Η συγκεκριμένη παράγραφος είναι τελικά ένα μεταμοντέρνο (ε, ναι!) πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ο Λιγνάδης διατρανώνει τις ορθές του πεποιθήσεις, όπως άλλοτε οι κομμουνιστοφάγοι κράδαιναν το χαρτί που πιστοποιούσε την εθνικοφροσύνη τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το φιλί στον γύψινο Παρθενώνα αντηχεί την περίφημη προσομοίωση της Μακρονήσου με «νέο Παρθενώνα». Γιατί κανείς δεν ξεχνά ότι στις σκοτεινές εποχές της ελληνικής ιστορίας, οι αρχαίοι ήταν αυτοί που, άθελά τους, έρχονταν να ντύσουν με πολιτισμό τα γκλομπ και να στουμπώσουν με περιεχόμενο τις κατηχήσεις στις εξορίες. Η διαρκής ανακίνηση αυτής της γενεαλογίας από τον Λιγνάδη, και το αυταρχικό του ύφος, συνδέει τους ανθρώπους που τον επέλεξαν με τους φασίστες προγόνους τους.
23
04

Για την επιστροφή της τέχνης στο κέντρο της κοινότητας

Η αριστεία είναι καρπός της δικής μας εργασίας, αφού η ισχύς των επιχειρήσεων -αλλά και του κράτους- οφείλεται στις δικές μας γνώσεις και ικανότητες, είναι άρα χρέος μας να τις πάρουμε πίσω και να τις θέσουμε στην υπηρεσία των δικών μας. (...) Εκείνο που διαφοροποιεί την κοινοτική πολυτέλεια από την ιδιοκτησιακή πολυτέλεια είναι: 1. το άνοιγμά της σε εκείνες και εκείνους που «δεν ξέρουν», 2. η μετάδοση, στο όνομα του εν λόγω ανοίγματος, των τεχνικών και πρακτικών δεξιοτήτων του κοινού αιτήματος και 3. η αποδοχή των ενδεχόμενων μετατοπίσεων στα κοινά αιτήματα που οι νέες γνωριμίες φέρνουν. Η κοινοτική πολυτέλεια είναι το πρόγραμμά μας. Με κάθε τρόπο, ακόμα και καλλιτεχνικό.
01
10

Μυρτώ Ράις: “Μ’ αφού αυτά ζητάει ο κόσμος!”

Δεν είναι καινούρια η επωδός σύμφωνα με την οποία τα χαμηλής ποιότητας πολιτιστικά αγαθά «τα ζητάει ο κόσμος». Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι -οι πολλοί- που έχουν χαμηλές απαιτήσεις ή/και που δεν έχουν διάθεση να καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια για να γευθούν κάτι πιο εκλεπτυσμένο. Εδώ, μια σειρά λέξεων, απρόσωπων και ουδέτερων, καταγράφουν ένα είδος πολιτισμικού ΤΙΝΑ. Στο στόχαστρο βρίσκονται και πάλι οι κοινωνικά ασθενέστερες τάξεις, οι πιο απομακρυσμένες από τα υψηλότερης ποιότητας πολιτιστικά αγαθά. Ποιος όμως ορίζει την αξιακή τους κλίμακα; Η προσφυγή σε ό,τι υποδεέστερο είναι πράγματι ελεύθερη επιλογή; Οι πολιτιστικές πολιτικές έχουν ποτέ αναζητήσει τρόπο να αγκαλιάσουν το σύνολο των πολιτών, δίνοντας έτσι απάντηση στην ταξικότητα της πρόσβασης στον πολιτισμό;
19
06

Α-συνέχειες

Σε πρόσφατο άρθρο της, με τίτλο «Τα τέσσερα έτη του Σύριζα στον πολιτισμό», η «Καθημερινή» επιχειρεί έναν απολογισμό των τεσσάρων υπουργών Πολιτισμού της απερχόμενης κυβέρνησης. Ανεξάρτητα από το αν τα έργα αξιολογούνται θετικά ή αρνητικά, διαφαίνεται ότι προσέκρουσαν σε παθογένειες και δυσλειτουργίες ενός συστήματος που δεν θεραπεύεται σε μια τετραετία. Πράγματι λοιπόν πολλά παραμένουν ανολοκλήρωτα. Ωστόσο, η ανάγνωση του άρθρου γεννά έναν άλλον, βαθύτερο, προβληματισμό. Απομονώνοντας τη συγκεκριμένη τετραετία, εξετάζοντάς την δηλαδή σαν στιγμή και όχι σαν κομμάτι μιας πορείας, το άρθρο, ίσως άθελά του, νομιμοποιεί την αντίληψη ότι η ασυνέχεια των θεσμών είναι κάτι το κανονικό. Δεδομένου ότι το νόημα των θεσμών δεν είναι άλλο από την εξασφάλιση μιας συνέχειας, τι σημαίνει και τι επιπτώσεις έχει η κανονικοποίηση της ασυνέχειάς τους;
04
06

Μυρτώ Ράις: Καλπάζοντας με τα πουλέν

Δεν είναι η πρώτη φορά που η θεατρική κριτική δέχεται τα βέλη των καλλιτεχνών που δυσαρέστησε. Πριν από την πρόσφατη αντίδραση του Χάρη Φραγκούλη σε αυτούς που αποκάλεσε «θεσμικούς κριτικούς» δηλώνοντας ότι δεν «μπορούν να πιάσουν τα λεμόνια [τ]ου», έχει υπάρξει εκείνη της Άντζελας Μπρούσκου κατά της Ματίνας Καλτάκη, η διαμάχη μεταξύ του Δημήτρη Καραντζά και του Γιώργου Σαμπατακάκη, η απαγόρευση του Γιάννη Χουβαρδά -και όχι μόνο- να βλέπουν ορισμένοι κριτικοί τις παραστάσεις του. Όσο κι αν τα ίχνη έχουν σβηστεί από τα κοινωνικά δίκτυα που συνήθως είναι οι φορείς τέτοιου είδους εμπαθειών, όλα αυτά έχουν πολλάκις συζητηθεί και μένουν καταγεγραμμένα στις μνήμες. Που είναι συσσωρευτικές. Ταιριάζει λοιπόν να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει. Γιατί εξαπολύονται εκατέροθεν κατηγορίες; Ποιος κατηγορεί ποιον για θεσμικότητα; Τι είναι τελικά καινούριο και τι δεν είναι;
22
05

Για μια (άλλη) αλλαγή παραδείγματος

Αυθεντική πολιτιστική δράση είναι άρα αυτή που ιδιοποιείται τα μέσα παραγωγής. Είναι αυτή που παράγει πολιτισμό με την ανθρώπινη κοινότητα, όχι για αυτήν. Είναι καιρός οι δημόσιοι θεσμοί να αποφασίσουν ή, επιτέλους, να τους επιβληθεί να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο πεδίο και να παίξουν τον ρόλο τους. Θα χρειαστεί τότε να βρουν τρόπους, όχι να αγγίξουν το κοινό ούτε, όπως συχνά ακούγεται, να το «κάνουν να αγαπήσει την τέχνη» αλλά να το μετατρέψουν σε μέτοχο της καλλιτεχνικής διαδικασίας και, ουσιαστικά, της ίδιας του της ζωής.
21
02

Τα κίτρινα γιλέκα πίσω απ’ τους καπνούς των πυρομαχικών του γαλλικού κράτους

Τα γαλλικό κίνημα των κίτρινων γιλέκων είναι η απάντηση στον ορντολιμπεραλισμό ως επίσημης πλέον πολιτικής της Ευρώπης. Το 2005, το 55% των Γάλλων είχε πει «όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, έχοντας απόλυτα αντιληφθεί τι αυτό συνεπαγόταν. Ο Σαρκοζί, λίγο αργότερα, έκανε το «όχι», «ναι». Εξόφθαλμα τα κράτη διαλύονται, τα δικαιώματα (πλέον και τα συνταγματικά) καταπατούνται, το κεφάλαιο χαίρει της πλέον ανερυθρίαστης ανομίας, ενώ παράλληλα υποστηρίζονται όλες τις παραλλαγές του μαζι-τα-φάγαμε. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το «όχι» εκείνο, τα κίτρινα γιλέκα επιβεβαιώνουν την ορθότητα των τότε φόβων και σηματοδοτούν μια ιστορική καμπή στον τρόπο πάλης. Μαζί τους, αναβιώνει η ταξική συνείδηση, ενσαρκώνεται η δυνατότητα εξέγερσης, και σκιαγραφείται η σύγχρονη μορφή της. Τα κίτρινα γιλέκα, κι εμείς μαζί τους, ζητάμε το τέλος του κόσμου τους.