SPD: Με ποιους να πάει και ποιους ν’ αφήσει;
Για να μην ακυρωθεί ο κυβερνητικός ρόλος του, το SPD δεν δίστασε να πορευτεί στη γραμμή που καθόριζε ο λεγόμενος ιστορικός αντίπαλός του (ο όρος χρησιμοποιείται για τη συνεννόηση, αφού στη Γερμανία η αντιπαράθεση σε αυτό το επίπεδο δεν έχει τον πολωτικό χαρακτήρα που έχει σε άλλες χώρες). Εγκατέλειψε βασικές ιδρυτικές αρχές του, έκανε σημαντικές εκπτώσεις στο προγραμματικό πεδίο, ελάχιστες φορές αντιστάθηκε στην προσπάθεια της Χριστιανοδημοκρατίας να δημιουργήσει τετελεσμένα και στην οικονομία και στους θεσμούς και στην εξωτερική πολιτική. Ο κυβερνητισμός νίκησε κατά κράτος την ιδεολογική αυτονομία. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλα συγγενή κόμματα στην Ευρώπη και υπέστησαν τις ίδιες συνέπειες. Τα μηνύματα πάντως που έστελνε το ακροατήριό του ήταν σαφή και εκκωφαντικά. Μόνον ηγεσίες ξεκομμένες από την κοινωνία και πλήρως αλλοτριωμένες δεν θα μπορούσαν να τα αξιολογήσουν.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις τα τελευταία δύο χρόνια το SPD ερχόταν τρίτο και καταϊδρωμένο. Τα ευρήματα των μετρήσεων δεν θορύβησαν την ηγεσία του. Πίστεψε ότι δεν πρόκειται για κάτι οριστικό, αλλά για μια προσωρινή κατάσταση που θα ανατραπεί στην πορεία προς τις κάλπες. Δεν είχε φυσικά την αυταπάτη ότι θα κατακτήσει την πρωτιά.
Ο μαξιμαλισμός δεν περιλαμβάνεται στα ελαττώματά του. Βολευόταν και με τη δεύτερη θέση, αρκεί αυτή να του έδινε τη δυνατότητα να συμμετάσχει για άλλη μια φορά σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, έστω ως εταίρος περιορισμένης ευθύνης. Υπήρξαν στελέχη του που προειδοποιούσαν για το κακό που έρχεται και ζητούσαν να επιστρέψει το κόμμα στην αντιπολίτευση για να ανασυγκροτηθεί, να εξετάσει με κριτικό τρόπο την πορεία του, να προχωρήσει σε γενναία αυτοκριτική, αλλά δεν εισακούστηκαν.