Τέτοιες (πρέπει να) είναι οι νύχτες του καλοκαιριού: να βρέχει ο ουρανός ψωμί απ’ το φεγγάρι του. Ψωμί που φτάνει για όλους, αρκεί να το μοιράσεις. Γιατί μόνο όταν μοιράζεις το γαλήνιο ψωμί του φεγγαριού το ψωμί φτάνει για όλους. Αυτό είναι το θαύμα. Μόνο που, για να συμβεί, πρέπει να είμαστε εκεί.
Αλλιώς το θαύμα δεν συμβαίνει. Το ψωμί ξεραίνεται και γίνεται πέτρα. Λιθοβολισμού. Την πετάς μέσα στις βάρκες που έρχονται από το πουθενά της φρίκης, ήδη βαριές από την απελπισία, και τις βουλιάζεις μαζί με τους απελπισμένους. Τις πετάς στους απροστάτευτους και τους σκοτώνεις. Δεν υπάρχει εδώ καλοκαίρι, δεν υπάρχουν εδώ «νύχτες σπαρμένες μάγια». Εδώ υπάρχει μονάχα ο ερημότοπος μιας ωρολόγιας σελήνης, μιας πανσέληνης αιχμηρότητας που πηγαινοέρχεται σ’ αυτό το εκκρεμές του τρόμου κόβοντας κεφάλια μια στο παρελθόν και μια στο μέλλον. Και η ώρα είναι πάντοτε μεσάνυχτα. Χθες, σήμερα, αύριο, δεν έχει σημασία.