Macro

Μικρά βράδια, όνειρα γλυκά, φρίκη

Μικρά βράδια, μεγάλα φεγγάρια. Κάτι φεγγάρια τόσο διάφανα, που να μπορείς να βλέπεις το μέσα μέρος τους. Να μην υπάρχει αθέατη πλευρά στα φεγγάρια που περισσότερο λάμνουν, παρά λάμπουν. Καιρός, χορός το καλοκαίρι «και ντέφι το φεγγάρι να χτυπάει» που λέει κι ο Γιάννης Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη». Αυτό είναι που σώζει. Η διαφάνεια της καλοκαιριάτικης νύχτας κι ο ρυθμικός χτύπος του φεγγαριού που σε καλεί να χορέψεις στα διάσελα και στις ακτές, καθώς «καράβι στολισμένο βγαίνει στα βουνά/ κι αρχίζει τις μανούβρες βίρα – μάινα». Ο Ελύτης το είπε. Κι ο Εμπειρίκος έβαλε τη σφραγίδα: «Όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος».

Γι’ αυτό τον πόθο μιλούμε, που ξεσκεπάζει τις πληγές και τις μοιράζει στους ανέμους. Γι’ αυτό τον πόθο που ντύνεται άνθρωπος και ειμαρμένη, και λυπημένο απόγευμα, και φλοίσβος απογοητεύσεων, και συλλέκτης ματαιώσεων, έτσι που να μπορεί να παραμείνει πόθος ελευθερίας, πόθος καιρού, πόθος γα το κορμί του Άλλου, που χωρίς αυτό τα πάντα είναι στεγνά και στυγνά.

Όμως ας μην ξεχνάμε: το καλοκαίρι είναι φρυγμένο μόνο για να μπορούν να το αποτρελάνουν τα τζιτζίκια. Δεν υπάρχει καλοκαίρι απλώς ξερό, χωρίς νερό για δίψα, χωρίς τον μυστικό ίσκιο του μεσημεριού που θα σου πει το άλλο μυστικό: του σίδερου και του θανάτου.

Όχι, ένα τέτοιο καλοκαίρι δεν είναι καλοκαίρι. Δεν είναι ο πόθος που ανοίγει διάπλατα τις πύλες του καιρού, να ρίξει τα τείχη στις φοβισμένες ενάλιες πολιτείες, τις χρόνια πολιορκημένες όχι απέξω, αλλά από μέσα. Από τον μέσα φόβο που κατατρώει τα σωθικά και τις νικάει και τις σκοτεινιάζει. Δεν έχει καλοκαίρι εκεί, δεν έχει πόθο, δεν έχει φεγγάρια διάφανα να κροταλούν το χώμα, δεν έχει ελευθερία στις φοβισμένες πολιτείες. Και τότε οι πολιτείες είναι νικημένες. Γιατί δεν έχουν «Ελεύθερους Πολιορκημένους» που να μπορούν να τραγουδήσουν ξεκλειδώνοντας όλες τις πολιορκίες, ακόμη και τις πιο μύχιες, τις πιο ανομολόγητες, μαζί με τον Διονύσιο Σολωμό για μια «νύχτα δροσερή από τις προσευχές, νύχτα γαλήνια σα να ’βρεξε ο ουρανός ψωμί».

Τέτοιες (πρέπει να) είναι οι νύχτες του καλοκαιριού: να βρέχει ο ουρανός ψωμί απ’ το φεγγάρι του. Ψωμί που φτάνει για όλους, αρκεί να το μοιράσεις. Γιατί μόνο όταν μοιράζεις το γαλήνιο ψωμί του φεγγαριού το ψωμί φτάνει για όλους. Αυτό είναι το θαύμα. Μόνο που, για να συμβεί, πρέπει να είμαστε εκεί.

Αλλιώς το θαύμα δεν συμβαίνει. Το ψωμί ξεραίνεται και γίνεται πέτρα. Λιθοβολισμού. Την πετάς μέσα στις βάρκες που έρχονται από το πουθενά της φρίκης, ήδη βαριές από την απελπισία, και τις βουλιάζεις μαζί με τους απελπισμένους. Τις πετάς στους απροστάτευτους και τους σκοτώνεις. Δεν υπάρχει εδώ καλοκαίρι, δεν υπάρχουν εδώ «νύχτες σπαρμένες μάγια». Εδώ υπάρχει μονάχα ο ερημότοπος μιας ωρολόγιας σελήνης, μιας πανσέληνης αιχμηρότητας που πηγαινοέρχεται σ’ αυτό το εκκρεμές του τρόμου κόβοντας κεφάλια μια στο παρελθόν και μια στο μέλλον. Και η ώρα είναι πάντοτε μεσάνυχτα. Χθες, σήμερα, αύριο, δεν έχει σημασία.

Ούτε και το φεγγάρι έχει σημασία. Ποιος πόθος σ’ ένα καλοκαίρι καθώς τρέμει από το ατέλειωτο και ανείπωτο κρύο που παγώνει την ψυχή, το μυαλό, το κορμί; Ποιος χορός; Το θαύμα έχει βυθιστεί μεσοπέλαγα στο μεσογειακό καλοκαίρι. Έχει βυθιστεί αύτανδρο μέσα στα φεγγάρια του. Κάτι σωσίβιες ελπίδες επιπλέουν πάνω στον ακύμαντο αμφιβληστροειδή των πνιγμένων παιδιών μαζί με τις πνιγμένες μανάδες τους. Είναι κι αυτό ένα θαύμα: οι τρόποι που βρίσκει η φρίκη για να επιπλέει.

Για την ακρίβεια, η σκοτεινή πλευρά ενός θαύματος. Της φρίκης. Αυτού του πόθου των θηρίων για σκοτεινότητα, σαν να είναι πάντα θέρος στη φρίκη. Με νύχτες μικρές, που δεν λένε να ξημερώσουν. Αυτό είναι που έχει σημασία.

Όνειρα γλυκά…

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή