Νίκος Χειλάς: Η επαγγελία της αδύναμης αλλαγής
Η Γερμανία, ως ο ισχυρότερος οικονομικός παίκτης της Ένωσης, θα συνεχίσει να παίζει αποφασιστικό ρόλο και στο πολιτικό παιχνίδι της. Κι αυτό παρά την απώλεια κύρους που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της εμφάνισης ανταγωνιστικών προς τον γαλλογερμανικό άξονα συμμαχιών και μεμονωμένων κρατών: Παράδειγμα, οι frugal four (οι τέσσερις «τσιγκούνηδες»: Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Αυστρία), που πίεσαν επιτυχώς να περικοπούν σημαντικά τα μη επιστρεπτέα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ή οι χώρες-«αντάρτες», όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες «σνομπάρουν» με σχεδόν αποσχιστικό τρόπο τις αποφάσεις των Βρυξελλών.
Ο τρόπος που θα κινηθεί όμως η Γερμανία στην Ευρώπη θα εξαρτηθεί από την σύνθεση της νέας κυβέρνησής της στο Βερολίνο.
Μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων-Ελεύθερων Δημοκρατών δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πολλά στη γραμμή της Μέρκελ, που κατά την περίοδο της πανδημίας δεν εξέπεμπε -όπως και στην εσωτερική πολιτική- ιδιαίτερη λάμψη. Η ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μια από τις λίγες αναλαμπές, αλλά και αυτή οφειλόταν σε γαλλική πρωτοβουλία. Ο νέος «μερκελισμός» έχει όνομα: Κρίστιαν Λίντνερ. Ο πρόεδρος των Ελεύθερων Δημοκρατών διαμηνύει ξεκάθαρα τη θέλησή του για επιστροφή στα μηδενικά ελλείμματα και για τερματισμό της αμοιβαιοποίησης των χρεών. «Το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να μείνει μοναδική εξαίρεση» τονίζει. Ο λόγος του δεν είναι βέβαια νόμος. Αλλά και μόνο η παρουσία του στην κυβέρνηση θα λειτουργούσε σαν τροχοπέδη στην ευρωπαϊκή πολιτική, που οραματίζεται ο Σολτς. Όραμα που περιλαμβάνει τόσο την αναθεώρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ προς το ελαστικότερο όσο και την γενίκευση της αμοιβαιοποίησης των χρεών. Ο ίδιος, σε μια από τις πιο καλές στιγμές του, συνέκρινε μάλιστα την ίδρυση του Ταμείου με «τη στιγμή του Χάμιλτον», ήτοι την απόφαση του πρώτου υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ να βάλει σε κοινό «κορβανά» τα χρέη των ξεχωριστών Πολιτειών, που αποτέλεσε τη βάση της οικονομικής ενοποίησης της χώρας. Με τον Λίντνερ όμως δίπλα του να παίζει τον αντι-Χάμιλτον, δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει το όραμά του πραγματικότητα.
Με τη Linke στην κυβέρνηση τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η Αριστερά δίνει πλήρη στήριξη σε αυτούς τους στόχους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η υλοποίησή τους θα ήταν περίπατος. Οι «frugal four» και οι ανατολικοευρωπαίοι «αντάρτες» καραδοκούν και δεν θα διστάσουν να προβάλουν βέτο στα σχέδια του Σολτς.
Ανεξάρτητα ωστόσο από όλα αυτά, ο Σολτς θα έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες, αν όχι ανυπέρβλητες δυσκολίες στις Βρυξέλλες. Η Ε.Ε. μοιάζει με κινούμενη άμμο, η αστάθειά της είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη όσο και στη Γερμανία, ο Covid-19 επενεργεί εξ ίσου διαλυτικά σ΄ αυτήν, όπως και στην υγεία: Η Πολωνία, για παράδειγμα, ακολουθώντας το βρετανικό πρότυπο, σχεδιάζει το Polexit. Οι νεοφιλελεύθεροι όλων των κρατών-μελών με την σειρά τους προετοιμάζουν την ρεβάνς για τον αυτοεξευτελισμό που υπέστησαν λόγω της πανδημίας, όταν, για λόγους αυτοσυντήρησης, αποφάσισαν να εφαρμόσουν το πιο απεχθές σε αυτούς οικονομικό δόγμα: τον κεϋνσιανισμό. Το σύνθημά τους λέγεται τώρα: «Νεοφιλελευθερισμός 2.0» Παράλληλα, η πανωλεθρία στο Αφγανιστάν και το σύμφωνο ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας ανατρέπουν όλες τις παλιές βεβαιότητες περί ευρωπαϊκής ασφάλειας και συμμαχικής πίστης, ενώ το προσφυγικό παροξύνει τις εσωτερικές έριδες. Το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι βάζει από παντού, η ατμόσφαιρα δεν ήταν ποτέ τόσο δηλητηριασμένη. Ένα αντίδοτο σε αυτό θα ήταν σίγουρα ένας βαθύς κοινωνικός μετασχηματισμός. Όμως ο Σολτς και οι κυβερνητικοί του σύμμαχοι προσφέρουν στην καλύτερη περίπτωση μια «αλλαγή», και δη αδύναμη. Κάτι περισσότερο είναι ενάντια στη θέληση και πάνω από τις δυνάμεις τους. Κι αυτό προδικάζει διαιώνιση της κρίσης.