Macro

ΕΡΤ: Η ενηλικίωση της μούχλας

Το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν ήρθε απροσδόκητα. Η διακοπή της λειτουργίας της στις 11 Ιουνίου 2013 ήταν αποτέλεσμα μιας πολύχρονης κρίσης που οφειλόταν στη γραφειοκρατία, την  πελατοκρατία και την υποταγή στην εκάστοτε κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, υπήρχε και μια κρίση ταυτότητας: Ο εκσυγχρονισμός, που είχε αρχίσει σε πολλούς θεσμούς στην Ελλάδα επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, έμεινε έξω από την πόρτα της. Η κρατική ραδιοτηλεόραση παρέμενε αναχρονιστική στη δομή και τη φιλοσοφία της, η μούχλα ήταν το σήμα κατατεθέν της. Οι απανωτές απεργίες του προσωπικού της, που προηγήθηκαν του κλεισίματος, ήταν το πιο εμφανές σύμπτωμα αυτής της κρίσης.

Ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν γηγενής. Ερχόταν από μακριά, από την Βόρεια Αμερική. Επρόκειτο για το μοντέλο της Νέας Δημόσιας Διαχείρισης (New Public Management, NPM), που εφαρμόστηκε σε όλες τις ΔΕΚΟ και επιδίωκε την εξάλειψη των ενδημικών προβλημάτων της παραδοσιακής διοίκησης με πρακτικές της ιδιωτικής οικονομίας, με τη μετατροπή δηλαδή των πολιτών σε πελάτες-καταναλωτές. Η συνέπεια ήταν η εμφάνιση νέων παθογενειών, που προστέθηκαν στις παλιές.  Παράδειγμα, οι αστρονομικές αμοιβές των ανώτατων στελεχών του σταθμού: Ο διευθύνων σύμβουλός του έπαιρνε υψηλότερο μισθό από τον πρωθυπουργό της χώρας.

 

Η στρατηγική των δημόσιων αξιών

Η ποιότητα του εκσυγχρονισμού δεν κρίνεται μόνο από τα μέτρα που εφαρμόζονται, αλλά και από εκείνα που μένουν στο συρτάρι. Σε αυτά ανήκει και η στρατηγική των λεγόμενων public value, των δημόσιων αξιών, που δεν έγινε ποτέ κτήμα της ελληνικής ραδιοτηλεόρασης. Η στρατηγική αυτή σημαίνει εν ολίγοις την παραγωγή υπεραξίας σε όλο το αξιακό φάσμα: από τη δημοκρατική και πολιτισμική διαπαιδαγώγηση ως την κοινωνική αλληλεγγύη και την ενσωμάτωση των προσφύγων.  Σε αντίθεση προς την Νέα Δημόσια Διαχείριση, η στρατηγική αυτή ενδυναμώνει τον  δημόσιο τομέα και μαζί του και τους πολίτες, στους οποίους αναθέτει διαδραστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος.

Οι δημόσιες αξίες ήταν επίσης ξενόφερτες, βορειοαμερικανικές. Η αφετηρία τους ήταν ένα βιβλίο του αμερικανού οικονομολόγου Μαρκ Μουρ από το 1995 υπό τον τίτλο: Δημιουργήστε δημόσιες αξίες: Στρατηγική διαχείριση στη διακυβέρνηση και είχε ως στόχο την εφαρμογή τους στις κρατικές και δημόσιες υπηρεσίες. Ο πρώτος δημόσιος σταθμός που τις  προσάρμοσε στα τηλεοπτικά δεδομένα ήταν, το 2004, το BBC. Ακολούθησαν πολλοί δημόσιοι και κρατικοί σταθμοί στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στις εξαιρέσεις, όπως ειπώθηκε ήδη, ανήκε και η ΕΡΤ.

Η στρατηγική των δημόσιων αξιών δεν είναι εργαλείο σαν τα άλλα. Η ιδιαιτερότητά της συνίσταται στο ότι αποτελεί γεννήτρια νέων αξιών, ενώ παράλληλα προσφέρει και τη μέθοδο αξιολόγησης του αποτελέσματός τους, μέσω τεσσάρων κριτηρίων: βεληνεκές/θεαματικότητα, απήχηση, ποιότητα, σύμφορη αναλογία ανάμεσα  στο κόστος και την προσφερόμενη υπηρεσία. Τόσο το BBC, όσο και άλλοι σταθμοί τελειοποιούν όλο και περισσότερο αυτή την αξιολόγηση, κάτι που οδηγεί στη συνεχή αναβάθμιση του εγχειρήματος. Εξυπακούεται, πως όλα αυτά συνοδεύονται από  μια διοίκηση νέου τύπου, προσαρμοσμένης στις ανάγκες της νέας στρατηγικής.

Το εργαλείο αυτό αποτελεί ριζοσπαστική καινοτομία, χωρίς να είναι επαναστατικό με την κλασική έννοια του όρου. Έχει έναν πολιτικό στόχο, την ισχυροποίηση της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή του χώρου στον οποίο γίνεται με ή και χωρίς τα κόμματα η διαπραγμάτευση των πολιτικών ζητημάτων, όχι έναν κοινωνικό, την ανατροπή του καπιταλισμού.  Επιπλέον δεν έχει εξ υπαρχής προοδευτικό πρόσημο, πολλοί σταθμοί, με πρώτο το BBC, παραμένουν παρά τη χρήση του, λίγο ή πολύ συντηρητικοί. Στο βαθμό όμως που συνδυάζει την αυτονομία με μια κλασική αξία του αστικού φιλελευθερισμού, την ελευθεροτυπία, έχει ανατρεπτικές συνέπειες. Έστω και διαμεσολαβητικά, έστω και κουτσουρεμένα (για ισότητα, για παράδειγμα, μια άλλη αστική επαναστατική αξία, δεν γίνεται πουθενά λόγος) οι πολίτες αποκτούν δικό τους βήμα. Κι αυτό δεν είναι λίγο, ιδίως στη σημερινή εποχή της μεταδημοκρατίας και του κρατικού αυταρχισμού.

Οι δημόσιες αξίες εξέφραζαν σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της εποχής. Ήταν προϊόν του δεύτερου «προοδευτικού»  σταδίου του νεοφιλελευθερισμού («Roll-out») των Τόνυ Μπλαιρ και Γκέρχαρτ Σρέντερ,  που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και απέβλεπε, σε πολιτικό επίπεδο, στη βελτίωση της διακυβέρνησης με έναν φιλικότερο προς τους πολίτες μετασχηματισμό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών μέσω ψηφιοποίησης, «Διαύγεια», κλπ.). Τέτοιοι νεωτερισμοί ήταν άγνωστοι στο πρώτο, «αντιδραστικό» στάδιο του νεοφιλελευθερισμού (roll-back), που εγκαινιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από τους Ρόλαντ Ρέιγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ και είχε στο επίκεντρο μόνο οικονομικές «μεταρρυθμίσεις», ήτοι  την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.

Μόνο σταθμοί που ήταν θωρακισμένοι με τέτοιες νέου τύπου αξίες μπόρεσαν στη συνέχεια να αντέξουν τη λαίλαπα του πολιτικού συντηρητισμού, που συνόδευσε τη χρηματιστική και οικονομική κρίση του 2008-2009. Σε αυτό το τρίτο στάδιο του νεοφιλελευθερισμού, που ισοδυναμεί με τη χρεοκοπία του, οι δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις ήταν από τους λίγους θεσμούς, που μπόρεσαν  να υπερασπιστούν την αυτονομία τους και να προβάλουν αντίσταση στην επιδιωκόμενη κρατική κηδεμονία. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, στο τέταρτο στάδιο του νεοφιλελευθερισμού που με φόντο την οικονομική και επιδημιολογική κρίση απαρνείται για λόγους αυτοσυντήρησης τον εαυτό του στον δημοσιονομικό τομέα.

 

Ανοχύρωτη πόλη

Αυτό δεν ίσχυε για την ΕΡΤ που έμοιαζε με ανοχύρωτη πόλη. Το κλείσιμό της, καταμεσής του τρίτου σταδίου του νεοφιλελευθερισμού, ήταν έτσι «τεχνικά» εύκολο. Η ηγεσία της, αναχρονιστική μέχρι το μεδούλι λόγω της χρόνιας υποταγής της στην κυβέρνηση και της αποκοπής της από τις διεργασίες του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και απαξιωμένη στη συνείδηση του κοινού, αδυνατούσε, ή δεν ήθελε καν να προβάλει αντίσταση στο κλείσιμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα διευθυντικά της στελέχη εγκατέλειψαν το Ραδιομέγαρο, χωρίς να αρθρώσουν λέξη διαμαρτυρίας. Η κρίση ταυτότητας δεν ήταν μόνο θεσμική, αλλά και ηθική.

Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους αποβλέπουν, κατά τον Λουί Αλτουσέρ, στην υποταγή των πολιτών μέσω της πειθούς, του πειθαναγκασμού. Αυτό τους κάνει ασύγκριτα πιο πολύτιμους στις κυρίαρχες ελίτ από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς – τα σώματα ασφαλείας, τα δικαστήρια, κλπ.   Οι ελίτ αυτές θα πρέπει λοιπόν να ήταν πολύ απελπισμένες για να αποφασίσουν να βάλουν λουκέτο στον ίσως σημαντικότερο ιδεολογικό μηχανισμό.

Όποιος λέει Α, Αλτουσέρ, πρέπει να πει και Π, Πουλαντζάς. Ο τελευταίος είναι που με την άποψή του για το κράτος δίνει το κλειδί για την ερμηνεία του γεγονότος. Την άποψη αυτή συνοψίζει εύστοχα ο Κώστας Δουζίνας στο βιβλίο του «Από την έδρα στα έδρανα» (Εκδόσεις Νήσος, 2019, σελ.68). Ορίζοντας καταρχάς τη φύση του κράτους όχι ως «οντότητα» ή ως «εργαλείο», αλλά ως «σχέση» όπως το «κεφάλαιο», ή ως «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων» αναφέρεται στη συνέχεια στη διαμάχη των τάξεων. Οι «υποτελείς» τάξεις, γράφει, συγκροτούν «κέντρα αντίστασης» στο κράτος. Και τα κέντρα αυτά, εκπροσωπούμενα «από τους υπαλλήλους που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις», προωθούν με «θεσμικές αποφάσεις» τα συμφέροντα των εργαζομένων «χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη συνολική ισορροπία δυνάμεων».

Το προσωπικό της ΕΡΤ ήταν η κλασική περίπτωση «υποτελούς» ομάδας, που τα είχε βάλει όχι απλώς με τους εργοδότες της, αλλά και με την κυβέρνηση. Ούτε και οι δικές της απεργίες έθεταν «σε κίνδυνο τη συνολική ισορροπία δυνάμεων»,  δεν αποτελούσαν καν  ελκυστικό παράδειγμα προς μίμηση για άλλες ομάδες – το απεργιακό μένος στην Ελλάδα είχε ξεθυμάνει ουσιαστικά από τα τέλη του 2012. Όμως η συνέχισή τους το πρώτο εξάμηνο του 2013 είχε, πέρα από τη συνδικαλιστική, υψηλή συμβολική σημασία, επειδή προκαλούσε συνεχείς διακοπές στη ροή του σημαντικότερου κεφαλαίου της κυβέρνησης, του ιδεολογικού. Με αυτό τον τρόπο διέκοπταν και τη σχέση εξουσίας-υποταγής που χαρακτηρίζει κάθε κεφάλαιο και αποτελεί τον βασικότερο στόχο κάθε απεργίας. Αχρηστεύοντας έτσι, έστω και περιοδικά, έναν κεντρικό ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, πρόσβαλαν και την ιδεολογική ηγεμονία της.  Και όλα αυτά σε ένα τοξικό  για την κυβέρνηση περιβάλλον, όπως αυτό καθοριζόταν αφενός από τη γενικότερη κρίση του νεοφιλελευθερισμού και αφετέρου από το καθεστώς έκτακτης ανάγκης των μνημονίων, που έκαναν όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία την αρωγή λειτουργία των δοκιμασμένων ιδεολογικών μηχανισμών. Επόμενο έτσι η κυβέρνηση Σαμαρά να αντιδρά με απονενοημένες πράξεις. Το κλείσιμο της ΕΡΤ συνιστά χαρακίρι που εξηγείται μόνο από την απελπισία που προκαλούσε η αδυναμία  της να τη θέσει πάλι υπό έλεγχο.

 

Χωρίς δημοκρατικοποίηση

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όσο εύκολο ήταν το κλείσιμο, άλλο τόσο δύσκολη ήταν η περαιτέρω διαχείρισή του. Οι εμπνευστές του το πλήρωσαν πανάκριβα: Πρώτον, με την παραίτηση της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη ύστερα από την αποχώρηση από αυτήν της Δημοκρατικής Αριστεράς· δεύτερον, με την αναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών κατά το πρότυπο του κινήματος των πλατειών του 2011, που είχε μετατρέψει το προαύλιο του Ραδιομεγάρου σε τεράστια πολιτιστική αρένα· τρίτον, με το πεντάμηνο πείραμα μιας αυτοδιοικούμενης ΕΡΤ από μεγάλο μέρος των εργαζομένων της· και τέταρτον, με τη σημαντική αύξηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, που έσπευσε να υποσχεθεί το ξανάνοιγμα του ραδιοσταθμού και παράλληλα τη δημοκρατικοποίησή του.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κράτησε λόγο μόνο για το πρώτο μέρος της υπόσχεσης, το ξανάνοιγμα. Για το δεύτερο, τη δημοκρατικοποίηση, έμεινε βασικά στα λόγια. Ο νόμος του Νίκου Παππά για την ΕΡΤ ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια βελτιωμένη παραλλαγή του παλιού, που δεν έπαιρνε υπόψη ούτε τον ποιοτικό εκσυγχρονισμό των ραδιοσταθμών στην υπόλοιπη Ευρώπη, ούτε τις εμπειρίες του αυτοδιοικητικού πειράματος των εργαζομένων. Μια μοναδική ευκαιρία για μια «εύκολη» και ανέξοδη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, που θα είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, πήγε έτσι χαμένη. Από κομματική σκοπιμότητα, συντηρητισμό, αφροσύνη, ή άγνοια; Αδιάφορο. Η μούχλα παρέμεινε – τώρα πιο έντονη και «ενηλικιωμένη». Και αυγατεύει τώρα με την επάνοδο στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Νίκος Χειλάς

Πηγή: Η Εποχή