Εφημερίδα των Συντακτών

19
01

Ελένη Κωστοπούλου: Το λιντσάρισμα του παιδιού μας συνεχίζεται στη δικαστική αίθουσα

Η αστυνομία, όπως σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες κατηγορείται, προσπαθεί να καλύψει τον εαυτό της και κατ' επέκταση, σ' αυτή την υπόθεση, και τους άλλους δύο κατηγορουμένους. Υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και ο λόγος είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι δεν υπάρχει πραγματική τιμωρία. Όμως η αστυνομία δεν κερδίζει όταν καλύπτει τα λάθη των μελών της, αλλά όταν τα αναδεικνύει, ώστε να βελτιώνεται και να εμπνέει αίσθημα εμπιστοσύνης. Θα μπορούσα να δεχτώ ότι παρασύρθηκαν, ότι είχαν λάθος πληροφορίες, ότι δεν είχαν την απαιτούμενη ψυχραιμία και εκπαίδευση, ότι ήταν ένα πρωτόγνωρο περιστατικό, αλλά τότε θα έπρεπε να παραδεχτούν τα εγκληματικά λάθη τους, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δεχτούν την τιμωρία, όπως κάθε άνθρωπος. Στο βίντεο και στις καταθέσεις των μαρτύρων έχουν αποτυπωθεί οι κλοτσιές, η χρήση κλομπ, το γεγονός ότι έσερναν από τα πόδια τον Ζαχαρία με το κεφάλι πάνω στα γυαλιά. Όχι μόνο δεν τον προστάτεψαν, αλλά πέθανε στα δικά τους χέρια. Αντιθέτως, προστάτεψαν τους δράστες και συνεχίζουν να τους προστατεύουν. Δεν εξέτασαν τίποτα, δεν βρήκαν μάρτυρες, άφησαν να φύγει ο χρόνος και να χαθούν πολύτιμα στοιχεία, απέρριπταν τα αιτήματά μας να διερευνήσουν την υπόθεση, δεν έψαξαν τι οδήγησε τον Ζαχαρία μέσα στο μαγαζί, γιατί του φέρθηκαν μ' αυτόν τον τρόπο οι δύο κατηγορούμενοι πολίτες, τι άνθρωποι είναι, τι κρύβεται πίσω από το μίσος τους. Είπαν ότι «αυτή είναι η πρακτική». Δεν είναι πρακτική της αστυνομίας να βρίσκει στοιχεία, να αναζητήσει υλικό από τις βιντεοκάμερες, να κάνει άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των κατηγορουμένων; Την πρακτική την επικαλούνται μόνο όταν τους βολεύει; Αντί να παραδεχτούν τα λάθη τους, αγκιστρώνονται στις καρέκλες τους για να μη χάσουν τα προνόμιά τους και πετούν λάσπη προς το θύμα για να βγουν αυτοί καθαροί.
15
01

Οι νέοι είναι ο «εχθρός»

Η επιχείρηση ξεδιπλώνεται καταιγιστικά. Οι μηχανισμοί της προπαγάνδας και της καταστολής, οι κονδυλοφόροι και οι κρανοφόροι πυροβολούν. Οι λέξεις και τα κλομπ χτυπούν. Οι «στρατηγοί» υπουργοί δίνουν γραμμή και οι «δημοσιογράφοι» την αναπαράγουν. Ολα βαίνουν καλώς στην επιχείρηση «κατεδαφίστε το δημόσιο Πανεπιστήμιο» -εκτός από μερικές «λεπτομέρειες». Εκτός από τη «λεπτομέρεια» πως η κυβερνητική προπαγάνδα, που θέλει τα ελληνικά Πανεπιστήμια «τόπους ανομίας», διαψεύδεται καθημερινά από τους χιλιάδες φοιτητές και τους δασκάλους τους, οι οποίοι ακόμα και σε ακραίες συνθήκες όπως της πανδημίας εξακολουθούν να παράγουν έργο. Εκτός από τη «λεπτομέρεια» πως τα μονίμως υποχρηματοδοτούμενα δημόσια Πανεπιστήμια ξεχωρίζουν γι' αυτό ακριβώς το έργο, συναγωνιζόμενα επαξίως ιδρύματα άλλων χωρών. Εκτός από τη «λεπτομέρεια» πως η πανεπιστημιακή κοινότητα -ακόμη και η μάλλον συντηρητική Σύνοδος των Πρυτάνεων- στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση. Εκτός από τη «λεπτομέρεια» πως όχι μόνο φοιτητικοί σύλλογοι, αλλά και σύλλογοι εργαζομένων ξεσηκώνονται. Καλό το παραμύθι της κυβέρνησης με δράκο την «ανομία στα ΑΕΙ», αλλά εκτός από τη χορωδία των πρόθυμων μέσων ενημέρωσης που το παπαγαλίζει, υπάρχει και η πραγματικότητα. Και σε αυτήν κανένας σοβαρός πολίτης δεν πιστεύει πως το μείζον πρόβλημα της χώρας είναι τα φοιτητικά στέκια. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να δει «εσωτερικό εχθρό» στα μάτια παιδιών 20 χρονών. Κανένας δεν νιώθει απειλή επειδή οι φοιτητές έχουν έναν χώρο μέσα στην πανεπιστημιούπολη για να συζητούν, να πολιτικοποιούνται, να οραματίζονται, να αμφισβητούν, να διεκδικούν. Ωστόσο αυτή η κυβέρνηση στήνει πολεμικό σκηνικό στα ΑΕΙ και όχι μόνο για να πείσει την κοινή γνώμη πως η πανεπιστημιακή αστυνομία είναι απαραίτητη περισσότερο και από το να προσλάβει γιατρούς και νοσηλευτές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρειάζεται έναν εικονικό πόλεμο για να ξεχάσουμε τον πραγματικό που χάνει καθημερινά -με χιλιάδες νεκρούς. Η κυβέρνηση χρειάζεται μια σκιαμαχία -με πραγματικά χτυπήματα ωστόσο- για να πλήξει την εμπροσθοφυλακή κάθε αντίστασης, κάθε σκιρτήματος αμφισβήτησης, τη νεολαία. Με την ανεργία να ανεβαίνει και τη νεανική ανεργία να φτάνει στο 39%, με την οικονομία να παραπαίει, με την ακρίβεια να τσακίζει τα νοικοκυριά, η κυβέρνηση ξέρει ότι σπέρνει ανέμους και επιχειρεί να αποδυναμώσει αυτούς που μπορεί να ξεσηκώσουν θύελλες, τους νέους.
08
12

Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες το νέο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» (Εκδόσεις Κουκκίδα 2021). Το βιβλίο στηρίζεται σε μακροχρόνια έρευνα της συγγραφέως και συνδυάζει πλήθος αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών. Αφορά δε ένα θέμα που ελάχιστα έως και καθόλου έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι οι άμαχοι έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον ελληνικό εμφύλιο και ήταν πάντοτε αντικείμενο προσοχής και των δύο πλευρών της σύγκρουσης. Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ μέρη και σε όλα το επίκεντρο είναι οι άμαχοι. Το πρώτο μέρος αφορά τη μνήμη. Το δεύτερο, τις ιδεολογίες που διαπερνούν την εποχή. Το τρίτο, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που διεξήγε τον Εμφύλιο. Το τέταρτο αναφέρεται στο ξεκίνημα του Εμφυλίου 1946-47. Το πέμπτο επικεντρώνεται στο 1948. Το έκτο στις μετακινήσεις των αμάχων, το έβδομο παρακολουθεί την πορεία της ένοπλης σύγκρουσης και το όγδοο καταγράφει την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου.
22
11

Εμμανυέλ Μπαγιαμάκ-Ταμ: Βλέπω την απελευθέρωση να περνά από το σώμα

Από την αρχή υπήρχαν στα βιβλία μου πρόσωπα με σεξουαλική ταυτότητα κυμαινόμενη (flottante), προβληματική. Ηδη το 1996, στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Rai-de-coeur», υπάρχει ένα αγόρι που αισθάνεται κορίτσι. Το «La Princesse de.» του 2010 διαδραματίζεται σε ένα περιβάλλον με τραβεστί και τρανσέξουαλ. Εκεί πρωτοεμφανίζεται και ο Ντανιέλ, που κάνει στην «Αρκαδία» τα πάντα, για να μοιάζει με τον Τζορτζ Μάικλ. Η διαφορά είναι ότι το 1996 δεν μιλούσαμε στη Γαλλία για «ταυτότητα τρανσέξουαλ». Σήμερα η υπόθεση της ταυτότητας φύλου έχει γίνει κεντρική, και ξέρετε γιατί; Επειδή έχει απελευθερωθεί ο λόγος, επειδή, απλούστατα, μιλάμε για όλα αυτά. Ως εκπαιδευτικός έχω στις τάξεις μου παιδιά τρανς (sic), τα οποία στην αρχή της χρονιάς μού ζητούν να τα αποκαλώ με το όνομα της επιλογής τους, που είναι σχετικό με την ταυτότητα φύλου τους. Απ’ την άλλη, στο ίδιο σχολείο, η πλειονότητα τσιρίζει μπροστά σε «τέτοια» άτομα, σαν να θέλει να δηλώσει ότι δεν τα ανέχεται. Υπάρχει μια τρανς-φοβία στη Γαλλία, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με πολύ βίαιο τρόπο, και έχουμε πολλές αυτοκτονίες – πρόσφατα αυτοκτόνησε ένα κορίτσι που το παρενοχλούσαν. Τα άτομα τρανς είναι περιθωριακά, ωστόσο από αυτό το περιθώριο ασκούν μια πολύ καίρια κριτική στην πατριαρχία και στην ετεροκανονικότητα. Και παρατηρώ ότι στη νεολαία, είτε πρόκειται για μη δυαδικά άτομα (non binaires, genderqueer) είτε για αμφιφυλόφιλα (bisexuels) άτομα, γίνονται μικρές επαναστάσεις. Εξυπακούεται ότι αναφέρομαι σε λευκά άτομα από προνομιούχα περιβάλλοντα… Παραπέρα, τα πράγματα παραμένουν προβληματικά.
20
11

Σερζ Οντιέ: Οικολογία και Αριστερά

Η μαρξιστική ιδεολογία και ένας ορισμένος ρεπουμπλικανισμός ακολούθησαν τις κυρίαρχες τάσεις του βιομηχανισμού. Μια θέση είναι ωστόσο σήμερα του συρμού στα αντικαπιταλιστικά περιβάλλοντα: ο Μαρξ υποτίθεται ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος οικολόγος στοχαστής. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» γνώριζε τις ζημιές που προκαλεί η βιομηχανική γεωργία και η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο υλοποιούσε γι’ αυτόν τη ρήξη του μεταβολισμού που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση. Είχε τη διαίσθηση της «Καπιταλοκαίνου» εποχής: ο καπιταλισμός θυσιάζει τα πάντα, ακόμα και τη φύση, στην κοντόφθαλμη λογική του κέρδους και του εμπορεύματος. Το να βλέπουμε όμως στον Μαρξ έναν ιδιοφυή οικολόγο ισοδυναμεί με το να υπερτονίζουμε την πρωτοτυπία του σε αυτό το θέμα και κυρίως με το να αποκρύπτουμε τη μαρξιστική παρακαταθήκη του, που είναι ελάχιστα οικολογική. Μια από τις κύριες συμβολές του «επιστημονικού σοσιαλισμού» του Μαρξ και του Ενγκελς βασίζεται ουσιαστικά στην ιδέα ότι η έλευση του κομμουνισμού προϋποθέτει την πλήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του. Εξού και το παράδοξο εγκώμιο στην αστική τάξη ως αναγκαίο φορέα της «μεγάλης βιομηχανίας» και των «παραγωγικών δυνάμεων». (...) Με την επιτάχυνση της ανάπτυξης εμφανίζονται και οι οικολογικές και πολιτισμικές ζημιές. Το αδιέξοδο του μοντέλου γίνεται φανερό ακόμα και στις υψηλές σφαίρες. Το μαρτυρούν η επιτυχία του βιβλίου του Αμερικανού Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ «Η κοινωνία της αφθονίας» και ακόμα περισσότερο η απήχηση της «Εκθεσης Meadows» της Λέσχης της Ρώμης για «τα όρια της ανάπτυξης». Η αμφισβήτηση έρχεται και από τα κάτω: οι φοιτητικές εξεγέρσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι τον Μάη του ’68 δεν είναι ρητά οικολογικές, αλλά η αντίθεσή τους στον αυταρχισμό, η κριτική τους στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και στην «καταναλωτική κοινωνία» προετοιμάζουν το έδαφος. Μια σφαιρική κριτική του παραγωγικού συστήματος και των βλαβών που προξενεί στη φύση διαδίδεται τότε στην Αριστερά, κριτική που δεν συνοψίζεται πλέον στη διεκδίκηση της αναδιανομής των καρπών της ανάπτυξης. […]
08
11

Η μακρά πορεία προς την ισότητα

Γενικά, οι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί των βασιζόμενων στην ανισότητα καθεστώτων, που καταγράφονται στην ιστορία, προϋποθέτουν κοινωνικές συγκρούσεις και μεγάλες πολιτικές κρίσεις. Οι αγροτικές εξεγέρσεις των ετών 1788-1789 και τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης είναι εκείνα που οδήγησαν στην εξάλειψη των προνομίων της αριστοκρατίας. Οπως είναι η εξέγερση των σκλάβων στον Αγιο Δομίνικο το 1791 εκείνη που προκάλεσε την απαρχή του τέλους του ατλαντικού δουλοκτητικού συστήματος, και όχι οι χαμηλόφωνες λογομαχίες στα παρισινά σαλόνια. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι κοινωνικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη νέων συσχετισμών δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και στη μείωση των ανισοτήτων. Οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι μπορούν με τη σειρά τους να ιδωθούν ως η συνέπεια των κοινωνικών εντάσεων και των αντιθέσεων που συνδέονται με την απαράδεκτη ανισότητα που υπήρχε πριν από το 1914, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες χρειάστηκε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος για να τερματιστεί, το 1865, το δουλοκτητικό σύστημα. Εναν αιώνα μετά, το 1965, μια μεγάλη αφροαμερικανική κινητοποίηση κατορθώνει να πετύχει την κατάργηση του συστήματος φυλετικών διακρίσεων. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Στις δεκαετίες 1950 και 1960, οι πόλεμοι ανεξαρτησίας συμβάλλουν καθοριστικά στην ήττα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Χρειάστηκαν δεκαετίες εξεγέρσεων και κινητοποιήσεων για να καταργηθεί, το 1994, το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ κ.ο.κ. Εκτός από τις επαναστάσεις, τους πολέμους και τις εξεγέρσεις, κομβικό ρόλο παίζουν συχνά και οι οικονομικές κρίσεις, στις οποίες αποκρυσταλλώνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις και επαναπροσδιορίζονται οι συσχετισμοί δυνάμεων. Η κρίση της δεκαετίας 1930 συμβάλλει πάρα πολύ στη βαθμιαία απώλεια νομιμοποίησης του οικονομικού φιλελευθερισμού και στην αποδοχή νέων μορφών κρατικής παρέμβασης. Πιο κοντινές σε μας, η οικονομική κρίση του 2008 και η παγκόσμια επιδημική κρίση των ετών 2020-2021 διέλυσαν και διαλύουν πολλές βεβαιότητες που μέχρι πριν από λίγο καιρό θεωρούνταν απαραβίαστες: αναφορικά, για παράδειγμα, με το αποδεκτό επίπεδο του δημόσιου χρέους ή με τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Στις αρχές της δεκαετίας 2020, τα κινήματα Black Lives Matter, MeToo και Fridays For Future εντυπωσιάζουν με την ικανότητά τους για κινητοποίηση, πέρα από σύνορα και γενεές, σχετικά με ανισότητες εθνικές, φύλου, κλίματος. Αν πάρουμε υπόψη μας τις ιδιαίτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές αντιφάσεις του τωρινού οικονομικού συστήματος, είναι πιθανό οι εξεγέρσεις, οι συγκρούσεις και οι κρίσεις να συνεχίσουν να παίζουν και στο μέλλον κεντρικό ρόλο, σε περιστάσεις που είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ακρίβεια. Το τέλος της ιστορίας είναι ακόμα μακρινό. Η πορεία προς την ισότητα έχει να διανύσει μακρύ δρόμο, κυρίως σε έναν κόσμο στον οποίο οι φτωχότεροι (ιδίως οι φτωχότεροι των φτωχότερων χωρών) προετοιμάζονται να υποστούν με όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα τις κλιματικές και περιβαλλοντικές ζημιές που προκαλούνται από το μοντέλο ανάπτυξης των πλουσιότερων. Είναι σημαντικό να επιμείνουμε και σε ένα άλλο δίδαγμα που μας προσφέρει η Ιστορία: οι αγώνες και οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν επαρκούν από μόνοι τους. Είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για να ανατραπούν οι θεσμοί που βασίζονται στην ανισότητα και οι εξουσίες που ευθύνονται γι’ αυτήν, αλλά δεν εγγυώνται με κανέναν τρόπο ότι οι νέοι θεσμοί και οι νέες εξουσίες που θα τους αντικαταστήσουν θα είναι πάντα εξισωτικοί και υποστηρικτικοί της ελευθερίας, όπως θα μπορούσαμε να ελπίζουμε.