Στον τόμο «Οικονομία και Κοινωνία», αυτή τη μεγάλη συλλογή κειμένων που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του από τη σύζυγό του, Μαριάνε Βέμπερ, το 1921, ο κοινωνιολόγος [Μαξ Βέμπερ] προτείνει τον περίφημο ορισμό του για το κράτος:
Μπορούμε να ορίσουμε ως «κράτος» έναν πολιτικό θεσμό, γράφει, όταν «αυτός διεκδικεί επιτυχώς […] το μονοπώλιο του νόμιμου φυσικού καταναγκασμού (Zwang)». Προσθέτει επίσης ότι το κράτος χρησιμοποιεί πολλά άλλα μέσα για να εξασφαλίσει την υπακοή, αλλά «η απειλή και ενδεχομένως η εφαρμογή της βίας» είναι παντού, «σε περίπτωση αποτυχίας των άλλων μέσων, το έσχατο μέσο (ultima ratio)». Στη διάλεξή του για την «Πολιτική ως Επάγγελμα» (1919), ο Βέμπερ προτείνει έναν ελαφρώς διαφορετικό ορισμό: «Το κράτος είναι αυτή η ανθρώπινη κοινότητα η οποία, εντός καθορισμένης περιοχής [...] διεκδικεί για τον εαυτό της και καταφέρνει να επιβάλει το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας». Αλλά η θεμελιακή ιδέα, προφανώς, είναι η ίδια.
Αυτός ο ορισμός του κράτους από τον Βέμπερ έχει θεωρηθεί -και δικαίως- κατάλληλος, από διάφορα ρεύματα των κοινωνικών επιστημών. Δεν απέχει και πολύ από τις μαρξιστικές θέσεις… Επιπλέον, ο ίδιος ο Βέμπερ, στην «Πολιτική ως Επάγγελμα», παραθέτει για να υποστηρίξει το επιχείρημά του -όχι δίχως μια στάλα ειρωνείας- τίποτα λιγότερο από Λέον Τρότσκι: «“Κάθε κράτος βασίζεται στη βία”, δήλωνε ο Τρότσκι απ’ την πλευρά του στο Μπρεστ Λιτόφσκ».
Πρέπει ωστόσο να τονιστεί πως αυτός ο ορισμός είναι απολύτως «Wert-frei», απαλλαγμένος από αξιολογική κρίση. Η εν λόγω «νομιμότητα» εδώ δεν έχει καμία σημασία καθ’ εαυτή. Δεν είναι μια ηθική αρχή, μια καντιανή κατηγορική προσταγή, τίποτα περισσότερο από έναν καθολικό κανόνα δικαίου.
Οπως μας υπενθυμίζει η επιφανής ειδικός για τον Βέμπερ, Κατρίν Κολιό-Τελέν, σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 19 Φεβρουαρίου 2020, «ο όρος “νόμιμος”, σε αυτόν τον ορισμό, δεν έχει κανονιστική έννοια: δεν είναι το ισοδύναμο του “δίκαιου” ή “ορθολογικά θεμελιωμένου”. Η μονοπώληση από το κράτος της νόμιμης βίας […] είναι ένα δεδομένο γεγονός: ένα συγκεκριμένο είδος εξουσίας, σε μια ορισμένη περιοχή, κατάφερε να επιβάλει την ηγεμονία του σε άλλους τύπους εξουσίας που το ανταγωνίζονταν κατά τους προηγούμενους αιώνες».
Πράγματι, η έννοια της «νομιμότητας» σημαίνει για τον Βέμπερ μόνο την πίστη στη νομιμότητα της εξουσίας, την αποδοχή της ως νόμιμης από τα υποκείμενα της κυριαρχίας. Οπως γνωρίζουμε, ο Βέμπερ διακρίνει τρεις τύπους νομιμοποίησης της κυριαρχίας (και συνεπώς του μονοπωλίου του κράτους στη βία):
● Ορθολογική (ή νομική ή ορθολογική-γραφειοκρατική): η πίστη στη νομιμότητα των υφιστάμενων ρυθμίσεων
● Παραδοσιακή: η πίστη στην ιερότητα των παραδόσεων και των αρχών που τις επικαλούνται
● Χαρισματική: η πίστη στον ιερό, ηρωικό ή εξαιρετικό χαρακτήρα ενός ατόμου.
Η νομιμότητα για την οποία μιλά ο Βέμπερ δεν έχει κατ’ ανάγκη μια σχέση με το κράτος δικαίου. Δεν είναι παρά μόνο μια πεποίθηση, η αποδοχή ενός λόγου νομιμοποίησης, μέσα σε όλες τις δυνατές μορφές κράτους, συμπεριλαμβανόμενης της απολυταρχίας, της παραδοσιακής νομιμότητας ή μιας προσωπικής δικτατορίας της χαρισματικής νομιμότητας.
Για να δώσουμε ένα ακραίο παράδειγμα, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με κράτος δικαίου: το Τρίτο Ράιχ είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, ένα κράτος υπό την έννοια του βεμπεριανού ορισμού: κατά τη διάρκειά του, «διεκδίκησε επιτυχώς το νόμιμο μονοπώλιο του φυσικού καταναγκασμού».
Μετά την ήττα του ναζισμού, στρατιωτικοί και διοικητικά στελέχη του (διοικητές στρατοπέδων συγκέντρωσης κ.λπ.) προσπάθησαν να «νομιμοποιήσουν» τα εγκλήματά τους με δυο ισχυρισμούς:
● Την υπακοή στις ανώτερες αρχές (ορθολογική-γραφειοκρατική νομιμότητα)
● Τον όρκο της πίστης στον Φίρερ (χαρισματική νομιμότητα).
Αυτοί οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης και οι ένοχοι τιμωρήθηκαν με φυλάκιση ή απαγχονισμό.