Συνεντεύξεις

Λάμπρος Μπαλτσιώτης: «Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί διαχρονικά για τους Ρομά»

Μια ευχάριστη έκπληξη στα όρια σχεδόν του απίστευτου είναι η ανακοίνωση του Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, που φέτος περιλαμβάνει ειδικό μάθημα για τους Ρομά. Οι άνθρωποι αυτοί, οι Ελληνες πολίτες που ζουν δίπλα μας, μαζί μας, σχεδόν ξεχασμένοι από την πολιτεία (όχι βέβαια από την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας), γίνονται φέτος ορατοί σε ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Μιλήσαμε με τον Λάμπρο Μπαλτσιώτη, επίκουρο καθηγητή της Ιστορίας των Μειονοτήτων στα Βαλκάνια, που θα διδάξει το συγκεκριμένο μάθημα.
● Τι ακριβώς σημαίνει αυτό το ειδικό μάθημα;
Κατ’ αρχάς για το συγκεκριμένο τμήμα δεν συνιστά καμία ιδιαίτερη έκπληξη. Ας μην ξεχνάμε ότι κοντεύουμε ή και ξεπεράσαμε τις δύο δεκαετίες απ’ όταν εισήχθησαν μαθήματα οθωμανικής και τουρκικής, βαλκανικής και αλβανικής ιστορίας, αλλά και μαθήματα για τις μειονότητες, τη μετανάστευση και την ιδιότητα του πολίτη. Μαθήματα που διδάσκονται τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, ήταν επόμενο το να δει το τμήμα μας ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην Ελλάδα σε αυτό που ονομάζεται Romani Studies. Οντως είναι το πρώτο μάθημα στην Ελλάδα σε προπτυχιακό τουλάχιστον επίπεδο που αφορά αποκλειστικά τους Ρομά.
● Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Και τι θα λέτε;
Το μάθημα αφορά την ιστορία των κοινοτήτων που αποκαλούνται στα ελληνικά με τους όρους Γύφτοι/Τσιγγάνοι και τις πολιτικές που ασκήθηκαν και ασκούνται απέναντι σε αυτές τις ομάδες. Ξεκινά από την ύστερη οθωμανική περίοδο και φτάνει μέχρι σήμερα. Ιδίως μας αφορά το ελληνικό και βαλκανικό πλαίσιο, αλλά και συνολικά το ευρωπαϊκό. Πολλά έχουμε… να πούμε.
Ξέρετε, μιλάμε για πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες, αποτσιγγανοποιημένες, ενταγμένες, περιθωριοποιημένες, που μιλούν πέραν από τη Ρομανί άλλες γλώσσες και ούτω καθεξής. Ακόμη και τον 19ο αιώνα στα Βαλκάνια ανιχνεύουμε από Τσιγγάνους αγρότες και ιδιαίτερα ειδικευμένους τεχνίτες μέχρι και βιομηχανικούς εργάτες. Οσο για τις πολιτικές που ασκήθηκαν, έχουμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι ξεκινούν τη δεκαετία του 1980. Πρόσφατα είχα μια εισήγηση στην Πράγα, στο διεθνές συνέδριο της Gypsy Lore Society, στην οποία θεωρώ ότι τεκμηρίωνα επαρκώς πως οι εδραίοι ορθόδοξοι Ρομά των Νέων Χωρών ήταν υποκείμενοι σε πολιτικές του ελληνικού κράτους ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στο οθωμανικό έδαφος: Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός για τον τοπικό πληθυσμό συνέβαλε στο να έχουμε σήμερα, π.χ. στον νομό Σερρών, Ρομά που καμία σχέση δεν έχουν με τη στερεοτυπική εικόνα που κυριαρχεί, δηλαδή δεν είναι ουσιαστικά «ορατοί» ως κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους Ελληνες.
● Θα σας πουν, καλά όλα αυτά, αλλά το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι το τι συμβαίνει σήμερα, γιατί, όπως και να το δει κανείς, υπάρχει το ζήτημα της περιθωριοποίησης και απόψεις που συγκρούονται πάνω σε αυτό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περιθωριοποιημένες ομάδες Ρομά στην Ελλάδα είναι σε τραγική κατάσταση. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Και δεν μπορώ να σκεφτώ κυβερνητικές πρωτοβουλίες ή και περιφερειακές την τελευταία εικοσαετία που να είχαν και μερική έστω επιτυχία. Υπήρχαν βέβαια κάποιες αξιόλογες τοπικές πρωτοβουλίες, για παράδειγμα στη Μαγνησία παλαιότερα με τη δραστήρια λειτουργία του τοπικού Ιατροκοινωνικού Κέντρου, στον Δήμο Χαλανδρίου σήμερα, με τη μακρά διαδικασία μετεγκατάστασης και ενσωμάτωσης των Ρομά. Αρκετοί στην Ευρώπη θεωρούν την Ελλάδα τη χειρότερη χώρα της Ε.Ε. για τον τρόπο που εκμεταλλεύεται ή δεν εκμεταλλεύεται και διαθέτει τους σχετικούς πόρους. Οι κυβερνητικές πολιτικές χαρακτηρίζονται διαχρονικά από άγνοια και αδιαφορία. Το ίδιο και σε τοπικό επίπεδο, για να μην πω και εχθρότητα σε αυτή την περίπτωση. Πίσω από την ασπίδα των υπαρκτών προβλημάτων, καθώς περιθωριοποιημένες ομάδες Ρομά χαρακτηρίζονται από παραβατικότητα έως και βαριά εγκληματικότητα, αρνούνται να κάνουν το οτιδήποτε. Θυμάμαι μια απίστευτη γραπτή δικαιολόγηση δήμου που δεν πήγαινε να εμβολιάσει τα παιδιά: «Ο,τι και να κάνουμε αυτοί δεν αλλάζουν», δηλαδή εννοούσε σιγά μην τρέξουμε γι’ αυτούς.
● Μήπως θα ήταν χρησιμότερο να ασχοληθεί κανείς με το σήμερα και τον τρόπο ένταξης των Ρομά;
Μιλώντας γενικά, όντως θα μπορούσαν να υπάρξουν, και υπάρχουν σε άλλες χώρες, πιο ειδικά μαθήματα, ιδίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Αλλά το μάθημα ασχολείται και με το σήμερα. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ότι το ελληνικό κράτος εφάρμοσε οριζόντιες πολιτικές, για παράδειγμα στα δάνεια για τη στέγαση, στην απασχόληση, ακόμη και στην εκπαίδευση. Αν λοιπόν τα στελέχη της διοίκησης γνώριζαν ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Μπιρμπίτα της Καλαμάτας με αυτές στην Κάτω Αχαγιά, ή ακόμη και στις δύο διακριτές ομάδες που διαμένουν στη Νέα Σμύρνη της Λάρισας, γιατί έχουν εντελώς διαφορετικό «προφίλ», πιθανότατα θα είχαμε καλύτερα αποτελέσματα. Αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη γνώση για την επιτυχία των παρεμβάσεων, και αν θέλετε και για την αξιοποίηση των χρημάτων, την παρέχει τώρα το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, «τζάμπα», με ένα μάθημα που πλαισιώνεται από ένα πλέγμα άλλων μαθημάτων – και δεν χρειάζεται να προσλάβουμε πανάκριβους συμβούλους να μας κάνουν πανάκριβες εκθέσεις για τις μελλοντικές πολιτικές του κράτους που θα καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα.
Ξέρετε, προφανώς έχει δυσλειτουργίες το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, αγκυλώσεις, γραφειοκρατία παλαιού τύπου, αλλά έχει και ποιότητα και παράγει καινοτομία και μπορεί να πάει και πολύ παραπάνω. Στη δική μας περίπτωση τα πράγματα είναι απλά: Στο μνημόνιο συνεργασίας που θα υπογραφεί με τον Συνήγορο του Πολίτη για τους Ρομά, το Πάντειο θα «κερδίσει» από τη θεσμική γνώση αλλά και τη γνώση πεδίου που διαθέτει η Ανεξάρτητη Αρχή. Κάποιοι φοιτητές θα συνεργαστούν, άλλοι θα πάνε για άσκηση, θα δουν στην πράξη τα προβλήματα. Και νομίζω ότι αν ζητήσει το Πάντειο να πάνε δυο-τρία άτομα για άσκηση στη Γραμματεία Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που είναι πλέον αρμόδια για τους Ρομά, δεν θα μας το αρνηθούν. Να η περίφημη «διασύνδεση του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας».
● Τελικά τι πρέπει να γίνει για τις περιθωριοποιημένες ομάδες Ρομά;
Δεν μπορώ να σας απαντήσω συνολικά, το ζήτημα εμπλέκει πολλές επιστήμες, πολλές προσεγγίσεις: Τι κάνουμε με την πρόσβαση στην υγεία, στην εκπαίδευση, στη στέγαση, στην τυπική απασχόληση – κάτι πολύ σημαντικό, όπως μας λέει η διεθνής εμπειρία. Οι παρεμβάσεις αναμφισβήτητα πρέπει να αφορούν και ομάδες που είναι ήδη σε μια διαδικασία ένταξης, η κρίση μάς το δίδαξε αυτό με τραγικό τρόπο. Σίγουρα πλέον ξέρουμε τι δεν πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε. Αφήνω στην άκρη τα «Greek statistics» για ό,τι αφορά τους Ρομά. Ξέρουμε ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαδικασία ενός, δύο, πέντε ετών, αλλά χρειάζεται μακρόπνοο σχεδιασμό που δίνει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Παράλληλα όμως υπάρχουν για κάποια ζητήματα και βραχυπρόθεσμες λύσεις, θέλετε να τα πω μπαλώματα – και αυτά είναι απαραίτητα. Οι «θετικές διακρίσεις», δηλαδή κατ’ εξαίρεση προώθηση αποκλεισμένων ατόμων στην εργασία, στην εκπαίδευση κ.λπ., είναι μια τέτοια προσέγγιση που δίνει άμεσα και απτά αποτελέσματα.
«Να εμπεδωθεί από τις περιθωριοποιημένες ομάδες ότι η καλυτέρευση της ζωής τους είναι δυνατή»

Ζητήσαμε από τον κ. Μπαλτσιώτη να σχολιάσει τις πρόσφατες τραγικές εξελίξεις με τη δολοφονία του νεαρού Ρομά από τους αστυνομικούς, αλλά και τα κακόβουλα έως ρατσιστικά σχόλια που ακολούθησαν.

«Πράγματι, υπάρχουν ομάδες που παρουσιάζουν ιδιαίτερη παραβατικότητα, όχι όμως συλλήβδην βαριά εγκληματικότητα όπως παρουσιάζεται συνήθως. Και νομίζω ότι η ευθεία αντιστοίχιση της παραβατικότητας με την –ακραία πολλές φορές– φτώχεια είναι προβληματική. Προφανώς είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό και δεν εξηγεί τα πάντα και όλες τις περιπτώσεις. Το ζήτημα είναι να εμπεδωθεί στις ομάδες αυτές μια αίσθηση ότι η καλυτέρευση της ζωής τους είναι δυνατή. Και οι πολιτικές της Ελλάδας έχουν αποτύχει, δείτε τι λέει η Ε.Ε. για την ποιότητα και τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων, μηδέν.
Για παράδειγμα, για να εμπεδωθεί μια νοοτροπία παρακολούθησης του σχολείου, πρέπει να οδηγεί κάπου, σε μια καλύτερη δουλειά. Αυτό ισχύει καθολικά: Κοιτάξτε πού υπάρχει η μεγαλύτερη σχολική διαρροή στη χώρα, σε πλούσιες τουριστικές περιοχές. Η απασχόληση λοιπόν θεωρείται σήμερα μείζονος σημασίας πολιτική απέναντι στις αποκλεισμένες ομάδες Ρομά. Πάει μαζί με την εκπαίδευση. Και βέβαια σε ένα άλλο μοντέλο πολιτικής, π.χ. εκπαιδευτικής, δεν μπορείς να αποκλείσεις και την “επιβολή”. Νομίζω ότι δύσκολα θα κατηγορούσαμε σήμερα το ελληνικό κράτος γιατί μέχρι και τον Μεσοπόλεμο σε μερικές περιπτώσεις έστελνε τους χωροφύλακες για να υποχρεώσει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο, ειδικά τα κορίτσια, ενάντια στη θέληση των γονιών τους».

Άντα Ψαρρά