Ένας από τους θεµελιώδεις στόχους του Δικτύου είναι να επεξεργαστεί και να προβάλει συγκεκριµένες θέσεις, προκειµένου να διαµορφώσει ένα ιδεολογικό και κοινωνικό µέτωπο ενάντια σε έναν πολυσύνθετο µηχανισµό απαξίωσης της δηµόσιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί πολίτες οι οποίοι, ανεξάρτητα από τις κοµµατικές και ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, υιοθετούν και εκφράζουν επιλογές που εκ των πραγµάτων υπονοµεύουν τη δηµόσια παιδεία και τους θεσµούς της. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η νοοτροπία που αποδέχεται την αναγκαιότητα της παραπαιδείας για σχεδόν όλες τις βαθµίδες της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, καθιστώντας εν τέλει την παραπαιδεία «αυτονόητη πραγµατικότητα» στον χώρο της εκπαίδευσης. Η αλλαγή αυτών των νοοτροπιών χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια. Μαζί, λοιπόν, µε τις αναλυτικές προτάσεις µας, προέχει και η ανάδειξη της πολυεπίπεδης σηµασίας της δηµόσιας εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τα υπαρκτά προβλήµατά της. Ειδικά δε ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής «ελληνικής περίπτωσης», η εργαλειοποίηση της γνώσης, µε συνέπεια την υποβάθµιση του σχολείου και την εκχώρηση πρωτεύοντα ρόλου στα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα µαθήµατα, είναι από τα σοβαρότερα θέµατα που πρέπει να µελετηθούν σε βάθος. Οι απαντήσεις πρέπει να βασίζονται σε ψύχραιµες αποτιµήσεις της σύγχρονης ιστορικής πορείας αυτών των θεσµών, στα ποσοτικά δεδοµένα και τον κοινωνικό τους ρόλο, µακριά από «κυνήγι µαγισσών» και εύκολες γενικεύσεις.
Ωστόσο εκτιµούµε ότι, οι συζητήσεις στο Δίκτυο και η διαµόρφωση θέσεων, θα απαιτήσουν, ορισµένες φορές και ρήξεις µε παγιωµένες αντιλήψεις που υπάρχουν και στην Αριστερά, η οποία συχνά εµφανίζεται διστακτική στο να συζητήσει ορισµένα θέµατα, µολονότι αυτά αποτελούν αντικείµενο προβληµατισµού από διάφορες κοινωνικές οµάδες. Σύµφωνα µε τα παραπάνω λοιπόν, πρώτη και ιδιαίτερα σηµαντική αποστολή του Δικτύου αποτελεί η διαµόρφωση της ατζέντας συγκεκριµένων θεµάτων προς διερεύνηση, µιας θεµατολογίας στο πλαίσιο των στόχων που προαναφέρθηκαν, η συγκεκριµενοποίηση αυτών των στόχων καθώς και η ταξινόµησή τους σε υποκατηγορίες οι οποίες θα τύχουν συστηµατικής επεξεργασίας.
Πριν όµως από τη συζήτηση και τη βαθµιαία διαµόρφωση θέσεων, είναι αναγκαίο να συµφωνήσουµε ποια είναι τα συγκεκριµένα προβλήµατα που χρήζουν απαντήσεων: καµία «απάντηση» δεν θα πετύχει συναινέσεις, ακόµη και ανάµεσα σε πολίτες που πιστεύουν στη δηµόσια εκπαίδευση, εάν δεν ξεκινά από συµφωνία σχετικά µε τη σαφή διατύπωση των προβληµάτων που πρέπει να απαντηθούν. Δεν αρχίζουµε, προφανώς από το µηδέν. Υπάρχει όµως κατακερµατισµός, υπάρχουν προτάσεις που έχουµε ήδη επεξεργαστεί αλλά δεν είναι ολοκληρωµένες, ιδέες που χρήζουν βαθύτερης µελέτης, προτάσεις που δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς. Η Αριστερά είναι υποχρεωµένη να προχωρήσει σε αναλύσεις και συνθέσεις, να διερευνήσει τις δυνατότητες εφαρµογής τους µέσα από έναν συστηµατικό διάλογο, να προτείνει και να θέσει αξιακές και πολιτικές προτεραιότητες.
Στην επεξεργασία των θεµάτων αυτών πρέπει να ληφθεί υπόψη και ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ή και παγκόσµιο πλαίσιο: καλούµαστε να «ξαναφανταστούµε» και να νοηµατοδοτήσουµε εκ νέου τη δοµή και το περιεχόµενο της δηµόσιας εκπαίδευσης µέσα σε µία νέα πραγµατικότητα που διαµορφώνεται από κοινωνικές συνθήκες που τώρα µορφοποιούνται: οι τεχνολογικές εξελίξεις που µετασχηµατίζουν καθηµερινά τον έντυπο, βιβλιοκεντρικό µας πολιτισµό επιφέρουν ήδη καταλυτικές αλλαγές. Το πώς παράγεται και διαδίδεται η νέα γνώση µεταλλάσσει ριζικά το πλαίσιο αλλά και την ουσία κάθε απόπειρας άσκησης πολιτικής στο πεδίο της εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό τίθενται αµείλικτα ερωτήµατα ως προς ορισµένες από τις θεµελιώδεις λειτουργίες ενός εκπαιδευτικού συστήµατος: τι συνιστά διδακτέα ύλη, τι συνιστά «βιβλίο», πώς διαµορφώνονται οι σχέσεις ανάµεσα σε διδάσκοντες και διδασκόµενους, πώς παράγεται η νέα γνώση, πώς προσλαµβάνεται η γνώση και η πληροφορία στην κοινωνία της πληροφορίας, πώς µετουσιώνεται η πληροφορία σε γνώση, κ.ά.
Για όλα τα παραπάνω δεν υπάρχουν έτοιµες συνταγές για την επόµενη µέρα. Υπάρχει, όµως η διάθεση για εξαντλητικές συζητήσεις, µακριά, από δογµατισµούς και συντεχνιασµούς. Υπάρχει σήµερα µία κυβέρνηση της ΝΔ µε συγκεκριµένη πολιτική στόχευση, κυρίαρχα στοιχεία της οποίας δεν είναι µόνον η απαξίωση της δηµόσιας εκπαίδευσης αλλά και η επαναφορά µιας σκοταδιστικής ιδεολογίας και στον χώρο της εκπαίδευσης. Απέναντι σε αυτή την επέλαση ενός ακραίου συντηρητισµού, οφείλουµε να εντείνουµε τις προσπάθειες εναργούς και πειστικού εντοπισµού των σχετικών διακυβευµάτων και (ανα)διατύπωσης λύσεων µε πνοή, σαφές δηµοκρατικό και κριτικό πρόσηµο αλλά και δυνατότητα άµεσης εφαρµογής.
Η δεύτερη φάση λειτουργίας του Δικτύου, µετά τη διαµόρφωση της θεµατολογίας, περιλαµβάνει τη δηµιουργία οµάδων εργασίας για κάθε ένα από τα ζητήµατα της ατζέντας. Θα ακολουθήσουν µικρές ανοιχτές συσκέψεις σε διαφορετικά µέρη της Ελλάδας γύρω από τα συγκεκριµένα ζητήµατα, µε στόχο την περαιτέρω βελτίωση και τον εµπλουτισµό των προτάσεων. Οριζόντια επιδίωξη θα είναι η διαµόρφωση µόνιµων πυρήνων δικτύωσης σε όλη την Ελλάδα, µε πυρήνες ενδιαφεροµένων κατά θέµα ή συνολικά, µε παραδοσιακές δικτυώσεις αλλά µε διαφάνεια και αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών.
Το Δίκτυο δεν αποτελεί µία κοµµατική ή κοινοβουλευτική δοµή. Είναι µια δοµή που φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε ένα χώρο ανταλλαγής απόψεων, κοινοποίησης θέσεων που θα προκύπτουν από τη συλλογή και επεξεργασία αξιόπιστων στοιχείων και την ανάπτυξη επιχειρηµάτων, που θα οδηγήσουν στη σύνθεση προτάσεων διαµόρφωσης πολιτικής για τη δηµόσια εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, πρόκειται για δοµή που επιχειρεί να διευρύνει τις δυνατότητες συσπείρωσης των προοδευτικών πολιτών γύρω από θέµατα που αφορούν τη δηµόσια εκπαίδευση, να πείσει ότι η διαµόρφωση πολιτικών θέσεων απαιτεί επιµελή και ιδιαίτερα σοβαρή αξιακή εµβάθυνση, ιδεολογική πλαισίωση αλλά και ποσοτική τεκµηρίωση, να εγγυηθεί ότι οι προτάσεις και η συµβολή όσων εµπλακούν στο εγχείρηµα δεν θα αγνοηθούν.
Εποµένως, το Δίκτυο θα λειτουργεί περισσότερο ως µία «δεξαµενή σκέψης», για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Επισηµαίνουµε ότι η εναλλακτική πολιτική επικοινωνία δεν µπορεί να αποδώσει ακόµη και µε τα καλύτερα επιχειρήµατα αν δεν υπάρχει βιωµατική εµπειρία. Στη σηµερινή εποχή του καταιγισµού των πληροφοριών όπου κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, κάθε εναλλακτική ιδέα χάνεται ή απλά ξεχνιέται έστω και αν πείσει προσωρινά κάποιους/ες. Γι’ αυτόν το λόγο, κάθε συνολικό ή επιµέρους σχέδιο δράσης θα πρέπει να εµπεριέχει τη διασφάλιση της συµµετοχής των ενδιαφεροµένων, όχι µόνο για την καλύτερη επεξεργασία των θέσεων, όπως υποστηρίζει η δηµοκρατική ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και για τη διαµόρφωση πολιτικού υποκειµένου και δικτύου που θα διεκδικεί, θα διορθώνει, θα υπερασπιζεται τα βιώµατά του.